Πυξίδα από μάλαμα
Στις πληγές που μου αφήσαν στα πέλματα
παλιοί έρωτες
δυο φτερά έχουν φυτρώσει
Δεν τα βλέπει ο καθένας
Φανερώνονται μόνο σ’ εκείνον
που νιώθει τ’ αόρατα
Να με ψάξεις λοιπόν
Αν με βρεις
θα σου δώσω πυξίδα από μάλαμα
επειδή πάει καιρός που όλο φεύγω
και δε θέλω εσύ να με χάσεις
Μόνο ψάξε με
Τα φτερά μου θα λάμπουν για χάρη σου
Η Ποιήτρια
Τις νύχτες της που ησύχαζε η ζωή
κεντούσε λέξεις σε χαρτί τσαλακωμένο
Κάθε σελίδα είχε αίτημα κρυμμένο
μέσα στην ομορφιά:
«Έρωτα, μην αργήσεις να φανείς,
σε περιμένω»
Με πόση τέχνη, πόσο πάθος κι αντοχή
-ήτανε να απορείς-
έπνιγε τον βαθύ της πόνο‧
τη στέρηση την άρνηση
τη μάταιη προσμονή
Σε ποια γωνιά ψυχής
σε ποια κρυφή πτυχή
ενός κορμιού που σώπασε νωρίς
άσβεστη η επιθυμία της θαμμένη
έμενε ανεξίτηλα γραμμένη
να περιμένει
άλλη μοίρα
άλλη ζωή
Αμύγδαλα
Μες στο σκληρό του ξύλινο περίβλημα
ποιος να τον φανταστεί
τόσο λευκό και άσπιλο τον σπόρο
Θέλει τη βία του
όπως στη φύση όλα
Κάποιος να το τσακίσει θαρραλέα
το όριο που εμποδίζει την απόλαυση
Πίσω από φλούδα αδιάφορη κρυμμένος
θέλει υπομονή για να τον γδύσεις
Ύστερα
η λεία σάρκα λαίμαργα θρυμματίζεται
καθώς το στόμα αλέθει την ωμότητα
Ηδονική
ευάλωτη
γυμνή
η λεπτή γεύση αναδύεται χωρίς αναστολές
Να αίφνης κι ένα απρόβλεπτα πικρό στα χίλια
για να φαντάζουν πιο γλυκά
όλα του κόσμου τα αμύγδαλα
που περιμένεις η ζωή να σου προσφέρει