Ήμαστε τρεις, ήμαστε δυο, ήμουνα μόνος εγώ, δεν ήμαστε κανείς…
[ÉREM TRES, ÉREM DOS, ERA JO SOL, ÉREM NINGÚ…]
Στη Ρόζα Λεβερόνι
Ήμαστε τρεις, σκυφτοί, σε τρύγο σκοτεινό,
στα μάτια η θάλασσα, στα χέρια η μούργα,
καθώς καπνίζει το φράγμα στ’ αλάτι των δασών
και στο λόφο αντηχάει ενός παιδιού το κλάμα.
Ήμαστε δυο, στον ξάστερο το βράχο,
ματωμένη η καρδιά, δίχως βέλη και σφεντόνες,
καθώς καίγετ’ ο ξερότοπος κι ουρλιάζουνε οι πίσσες
στις κηλίδες που ’ν’ κρυμμένες μες στων φάρων τις ακτίνες.
Ήμουνα μόνος, μέσα σε σκιές αρχαίες κι εγώ μια σκιά,
άλλης σκιάς μορφή στου λιμανιού
τα βάζα – ανάμεσα σε δίχτυα απλωμένα,
κει που όλοι αποκοιμιούνται σε σύθαμπα πυρετικά.
Δεν ήμαστε κανείς, με φύλλα σκεπασμένοι στα σκοτάδια,
καθώς βρέχει ο φόβος πάνω στα πέταλα του βάλτου
και τ’ άλλο, το Αγνό, λεύτερο από δοιάκι και πανιά,
σαλπάρει, οραματικό, για τη Στιγμή την καθάρια.
Αύγουστος 1953
Βιογραφικό
Ο Josep Vicenç Foix i Mas (1893-1987) υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Καταλανούς ποιητές του 20ού αιώνα. Ήδη από τη νεότητά του, o Φος συνδέθηκε με τους πρώιμους πρωτοποριακούς κύκλους που δρούσαν στη Βαρκελώνη, ιδιαίτερα με τον συνομήλικό του και μετέπειτα μεγάλο ζωγράφο Ζουάν Μιρό, αλλά και με άλλους Ισπανούς και Γάλλους εκπροσώπους της ποιητικής και καλλιτεχνικής πρωτοπορίας. Ο ίδιος υπήρξε ένας από τους πιο προωθημένους ποιητές της εποχής εκείνης. Μετά τον Εμφύλιο και την επικράτηση του Φράνκο, καθώς η καταλανική γλώσσα ήταν συχνά υπό διωγμό, ο ποιητής αποσύρθηκε για κάποιο διάστημα. Σταδιακά, κυρίως μετά το 1950, επανήλθε, για να αναγνωριστεί μετέπειτα ως σημαίνουσα πνευματική μορφή της χώρας του.
Αν και έχει πλέον καταξιωθεί και έξω από τα σύνορα της σχετικά μικρής γλωσσικής του κοινότητας, ο Φος άργησε να μεταφραστεί σε άλλες γλώσσες, λόγω και των μεγάλων δυσκολιών που παρουσιάζει το ποιητικό του ύφος – ενώ είναι άγνωστος στη χώρα μας. Η ποίηση του στέκεται ανάμεσα στην παράδοση και την πρωτοπορία, καθώς η (μερική) διατήρηση της ομοιοκαταληξίας και η αξιοποίηση παραδοσιακών μορφών, όπως το σονέτο, συνδυάζονται με τολμηρούς πειραματισμούς και με μια υπαινικτική, παιγνιώδη έκφραση.
Σκοπός του υπήρξε, ρητά, η μεταμόρφωση του πραγματικού: μέσα από εικόνες που προξενούν έκπληξη -ή και απορία- ο ποιητής επιχειρεί να μεταμορφώσει και τις πιο «πεζές» λεπτομέρειες σε ένα πάμφωτο όραμα, το οποίο επιζεί και πέρα από την ύπαρξή του. Έτσι, η Στιγμή μεταμορφώνεται σε αιωνιότητα. Είχε πει: «Ο ποιητής, μάγος, προσκυνητής του Αόρατου, εξερευνητής των ορίων του ονείρου, δεν περιμένει τίποτα για τον εαυτό του…».