«Οι μνήμες πονάνε, αλλά αν δεν αποφασίσεις να τις αγγίξεις θα σε πονάνε αιώνια». Η μνήμη, ο πόνος και η διαχείριση της απώλειας είναι ο θεματικός πυρήνας του τελευταίου βιβλίου της Κώστια Κοντολέων. Η συγγραφέας, με το βιβλίο αυτό, αποδεικνύει (για όσους παρακολουθούμε την συγγραφική της πορεία) ότι καταφέρνει να μην εγκλωβίζεται σε μανιέρες αφού η γραφή της είναι διαρκώς εξελισσόμενη, τόσο σε επίπεδο θεματολογίας όσο και σε επίπεδο τεχνικών.
Πρωταγωνιστής του νέου της βιβλίου, το Παρελθόν. Ο τρόπος που αυτό σημαδεύει τη ζωή των ανθρώπων στο παρόν και στο μέλλον, ενσαρκώνεται στο πρόσωπο του Δημήτρη. Αλλά και στης Άννας, που θα βιώσει την καταπιεστική δύναμη όχι μόνο των νεκρών στους ζωντανούς αλλά και των ζωντανών στους γύρω τους.
Βασισμένο σε πραγματικό γεγονός-μια καταστροφική πυρκαγιά σε κινηματογράφο της Λήμνου το 1939, που άφησε πίσω της νεκρούς και τραυματίες- δημιουργεί ένα μυθιστόρημα με παράλληλους και επάλληλους θεματικούς πυρήνες.
Διατρέχοντας πέντε δεκαετίες (από το ’30 ως το ’70) στο βιβλίο η μικρή, ανθρώπινη, ατομική ιστορία εγγράφεται στο κάδρο της μεγάλης, της συλλογικής. Εξάλλου, πάντα η Ιστορία διαμορφώνει την ιστορία μας. Πρώτος πυρήνας, λοιπόν, το ιστορικό υπόβαθρο.
Από τη Μικρασιατική καταστροφή, στον εφιάλτη της Γερμανικής κατοχής. Κι από «μια πόλη που μια πλατεία της είχε ουρλιάξει μπροστά στη δολοφονία εκείνου που υποστήριζε την ειρήνη» σε μια άλλη πόλη που «η πηχτή χιονόπτωση στις οθόνες της τηλεόρασης ήταν ο προάγγελος ενός επτάχρονου χειμώνα».
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, το κείμενο συνιστά μια ηθογραφία. Άρρηκτα συνυφασμένος με το χωροχρονικό πλαίσιο, ο δεύτερος πυρήνας λειτουργεί ως μια κοινωνική-κοινωνιολογική μελέτη της εποχής. Τα πρόσωπα δέσμια των επιταγών -κοινωνικών, πολιτικών, οικονομικών- που ορίζει η περιρρέουσα συνθήκη. Από την προσφυγιά και «την ανάγκη να ξεχάσουν τους μπόγους και την απελπισία», να ριζώσουν στα δυο δωμάτια που τους παραχώρησε μια πατρίδα που θα είναι πάντα μητριά κι όχι μητρίδα, στο νεόκοπο μικροαστισμό της μετεμφυλιακής Αθήνας των κατεδαφίσεων και των αντιπαροχών.
Σημείο τομής με τον τρίτο πυρήνα είναι η διεισδυτική ματιά της πάνω στο μητριαρχικό μοντέλο οικογένειας, στις βαθιά ριζωμένες πεποιθήσεις γύρω από τη σχέση των φύλων ή το γονεϊκό ρόλο. Ακόμα κι εκεί, όμως, στον αντίποδα της Άννας και της Ασημίνας, θα μας συστήσει την Αγγέλα, που θα αναμετρηθεί με τα σκοτάδια της και θα βγει νικήτρια, εκφράζοντας τους καιρούς και τους ανθρώπους που αλλάζουν. Το στοιχείο που καθιστά, όμως, το βιβλίο ξεχωριστό είναι η τόσο βαθιά-σχεδόν ψυχαναλυτική- προσέγγιση, που δεν εδράζεται (όπως κάποιος ίσως νομίσει) στην επαγγελματική ιδιότητα της συγγραφέως. Η ψυχογράφηση των ηρώων, όμως, σε τέτοιο βαθμό (επανα-) συστήνουν στο κοινό μια συγγραφέα σε περίοδο βαθιάς συγγραφικής ωριμότητας.
Οι ενοχές και οι τύψεις, η μνήμη ως πηγή τροφοδότησης πλήθους ψυχοπαθολογιών, το παιδί ως τρόπαιο της γονεϊκής διαμάχης, ο γιος ως υποκατάστατο του –ανεπίδοτου προς τη μάνα-έρωτα του πατέρα, ο αναχωρητισμός στο παρελθόν ως άμυνα σε ένα αβίωτο παρόν, οι εσαεί νικητές νεκροί επί των ζωντανών (γιατί ποιος μπορεί να τα βάλει με το «αγιοποιημένο» παρελθόν, που μετατρέπει τις απουσίες σε παρουσίες;). Και το τραύμα. Το τραύμα που σημαδεύει ανεπανόρθωτα, αν δεν το διαχειριστείς. Το τραύμα του θανάτου και της ανεπίδοτης αγάπης- που, ωστόσο, μπορεί να λύσει το γόρδιο δεσμό με τη μεταμορφωτική της δύναμη. Τα επιμέρους θέματα που περιχαρακώνουν την ιστορία των ηρώων.
Ένα κείμενο που σφύζει από μυρωδιές, ήχους και χρώματα (από το λευκό της διεκδίκησης, στο μαύρο της απώλειας και στο κόκκινο της φωτιάς και της μνήμης που πυρπολεί το παρόν).
Ένα κείμενο με γυναίκες, που το «Α» στο όνομά τους (οι τρεις Άννες αλλά και η Ασημίνα και η Αγγέλα) προσλαμβάνει μια συμβολική διάσταση: το Α της γυναίκας-σύμβολο της αρχής, το Α της αγάπης (συντελεσμένης και μη), το Α της άρνησης, της αποδοχής, της ανατροπής, της ανάδυσης.
Με στοιχεία μαγικού ρεαλισμού, με δομή θεατρική, με λόγο που χρησιμοποιείται με ακρίβεια χειρουργική (έχει θητεύσει, άλλωστε, στον τομέα της μετάφρασης), με στοιχεία που παραπέμπουν στη ποίηση της Δημουλά (η Μνήμη και οι Φωτογραφίες είναι «κλειδιά» για να προσεγγιστεί η ιστορία της Άννας), το βιβλίο διακρίνεται και για μια ακόμα ιδιαιτερότητα. Σχεδόν στο σύνολό τους, τα επιμέρους κεφάλαια μπορούν να διαβαστούν ως πυκνές, πλήρεις και αυτόνομες μικροϊστορίες.
Η «Άννα» μάς φέρνει αντιμέτωπους με την ίδια την παράσταση της ζωής. Κι από θεατές μάς καθιστά πρωταγωνιστές. Γιατί η Κώστια Κοντολέων, με τις σκέψεις και τα ερωτήματα που πλαγίως υποβάλει, αναδεικνύει το μερίδιο της προσωπικής ευθύνης που στον καθένα αναλογεί. Αφού η απάντηση που ο αναγνώστης θα δώσει, εξαρτάται από τη στάση ζωής που ο καθένας κρατά απέναντι σε εκείνα με τα οποία αναμετράται.
Ένα πολυεπίπεδο βιβλίο, λοιπόν, μας παρέδωσε η Κώστια Κοντολέων και οι εκδόσεις Κλειδάριθμος. Μέχρι πού μπορούμε –και πρέπει- να κουβαλάμε το παρελθόν; Η μνήμη είναι παραμυθία ή τιμωρός; Πόσο έτοιμοι είμαστε να καταδυθούμε στον πληγωμένο εσωτερικό μας κόσμο διεκδικώντας την ανάδυση; Τι γίνεται η αγάπη όταν παραμένει ανεπίδοτη; Μπορεί το άτομο να επιβληθεί στη νομοτέλεια; Μπορεί να αποδράσει κανείς από μια ευνουχισμένη ζωή; Σε αυτά τα ερωτήματα προσπάθησε να απαντήσει η συγγραφέας. Με μεγάλη επιτυχία, θα πω.
Ο Χούλιο Κορτάσαρ, στα «Μαθήματα Λογοτεχνίας» , υποστηρίζει πως το έργο που μένει στη μνήμη μας είναι αυτό στο οποίο ο/η συγγραφέας του έχει ενεργοποιήσει ένα σύστημα δυνάμεων οι οποίες εξηγούν ό,τι συμβαίνει στο έργο. Και το εξηγούν διαφορετικά απ΄ότι η ίδια η αφήγηση, δίνοντάς της μια δυναμική που λειτουργεί ως ειδοποιός διαφορά ανάμεσα σε ένα έργο που παραμένει στη μνήμη ως Λογοτεχνία και σε εκείνα (τα πολλά) που απλώς καταγράφουν ένα επεισόδιο που συγκίνησε το δημιουργό τους.
Στο βιβλίο «Άννα, το όνομά της» η Κώστια Κοντολέων παράγει Λογοτεχνία που τιμά την τέχνη του λόγου, με ένα βιβλίο που σίγουρα θα μείνει στη μνήμη του αναγνώστη.
Η Κατερίνα Ζαμαρία είναι εκπαιδευτικός. Έχει συγγράψει αρκετά βιβλία με αναλύσεις κειμένων Νεοελληνικής Λογοτεχνίας για το Λύκειο.