Ένας στρόβιλος από ήχους, χρώματα, γέλια, τραγούδια, μαύρα γυαλιστερά μαλλιά, κροτάλισμα τροχών, φούστες κλαρωτές, χρώματα, χρώματα, λάμψεις από χρυσά χαμόγελα. Οι τσιγγάνοι διέσχιζαν το χωριό. Ο μύθος τους πήγαινε μπροστά, μαζί μ’ έναν λεβεντόγυφτο που έσερνε το μουλάρι. Μάγουλα από μπακίρι, μουστάκι χυμένο λες στο σίδερο και το κιτρινάδι των ματιών να μην καταδέχεται να στρίψει αριστερά ούτε δεξιά. Μόνον ο Σέργιος – δωδεκαετής αυτός – στηνόταν περήφανα μπροστά στο προσφυγικό τους σπιτάκι, σαν ιδαλγός μπροστά στον πύργο του, και τους κοίταζε άφοβα, σταυρωμένα τα χέρια στο στήθος, το ένα πόδι λυγισμένο, ακουμπισμένο σε πέτρα. Δεν φοβόταν τίποτα αυτός. Τον ερωτεύτηκα ακαριαία.
Εμείς είχαμε ήδη γίνει μπουχός προς όλες τις πιθανές κι απίθανες κρυψώνες. Τσιλιβιθράκι εγώ, κρυβόμουνα πίσω από κανένα κορμό – ώριμα δέντρα τότε στο χωριό, βαθυπράσινες ομπρέλες με γαλάζιο σιρίτι καθώς πίσω από τα πεύκα ανοιγόταν η θάλασσα. Μια φορά στον πανικό μου σκαρφάλωσα σ’ ένα αραγμένο φορτηγό κλειδώθηκα και δεν μπορούσα να βγω. Ο φόβος μου έφτασε στα όρια της παραφροσύνης. Άκουγα μα δεν έβλεπα, έτσι καθώς είχα ζαρώσει στο κάθισμα. Αν όμως μ’ έβλεπαν εκείνοι; Αν μ’ έπαιρνε το μάτι τους μες απ’ το τζάμι και μ’ άρπαζαν – πουλάνε τα παιδιά, τα αρπάζουν και τα πουλάνε, τα σακατεύουν και τα βγάζουν στη ζητιανιά, ή τα….! Εκεί σώπαινε με νόημα η γιαγιά. Και η γιαγιά είναι μάγισσα, η γιαγιά ξέρει.
Στο πηγάδι, το κάρο σταματούσε, ο κουρνιαχτός κατακάθιζε αργά στον χωμάτινο δρόμο και οι νεαρές λικνιστικές φούστες ξαμολιόντουσαν για τίποτα τυχερά. Το μάτι πανούργο ξεψάχνιζε τις αυλές μπας και προβάλει καμιά κυρά – να σου πω τη μοίρα σου; Και πρόβαλαν, αν έχεις το θεό σου! δύο τρείς οπωσδήποτε τη φορά, πλησίαζαν το μπουλούκι και άνοιγαν με προσδοκία την παλάμη όχι στις κλαρωτές φούστες αλλά στη γριά τσιγγάνα που καθόταν στο σανίδι του κάρου στητή, περήφανη, με το άφιλτρο κρεμασμένο στα χείλη, τα μάτια μισόκλειστα απ’ τον καπνό. Σ’ εκείνη άνοιγαν με εμπιστοσύνη την παλάμη, εκείνη ασήμωναν.
Στο αναμεταξύ οι νεαρές τρύπωναν στις αυλές και βούταγαν ό, τι προλάβαινε ν’ αρπάξει το χέρι τους. Σύκα, αυγά, καμιά κότα…. Κάποτε χάθηκε ένας άντρας.
Όταν απομακρυνόταν η πομπή, προβάλλαμε κι εμείς απ’ τις κρυψώνες και τους ξεπροβοδίζαμε με βρισιές και μούντζες ως να τα καταπιεί όλα η σκόνη που σήκωναν ρόδες και οπλές και να μείνει μόνο ένας μακρινός αχός που βυθιζόταν κι αυτός αργά στην ανυπαρξία. Έπαιρναν μαζί τους τα χρώματα, την τσαχπινιά, τον κίνδυνο, το φόβο. Μέχρι κι ο Σέργιος γινόταν ένα παιδί σαν κι εμάς, μόνο λίγο πιο μεγάλος στα χρόνια, θαρρείς και το ζύγωμα των τσιγγάνων του χάριζε τον αέρα του αρχηγού. Ερχόταν να μας βρει για τα συνηθισμένα παιχνίδια, ωραίος πάντα, αλλά απογυμνωμένος απ’ τη λάμψη του.
Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Είχα την εντύπωση ότι κολυμπώ μέσα στο ψέμα. Το χωριό του παππού μου δεν ήταν το χωριό του παππού μου, ο Σέργιος δεν ήταν ο ατρόμητος καπετάνιος που ονειρευόμουνα κι εγώ… Εγώ;
Το χωριό του παππού μου βρισκόταν απ’ την άλλη μεριά της θάλασσας, εκεί όπου τα ψάρια είναι παχιά ολοχρονίς όπως ο κολιός τον Αύγουστο και τα αυγά των θηλυκών μεγάλα σαν το άσπρο μπιλάκι των ματιών τους. Και άμα, λέει, ξαπλώσεις κάτω από τα δέντρα ο γλυκός καρπός αγγίζει τα χείλη σου. Το ίδιο κι εγώ μπορεί να μην ήμουν αληθινή του μπαμπά μου κόρη. Αυτή η αμφιβολία γινόταν αβάσταχτη όταν περνούσε η σούστα των τσιγγάνων. Η γιαγιά είχε πει πως εκείνοι μ’ έφεραν, οι τσιγγάνοι, κι η γιαγιά ξέρει, η γιαγιά είναι μάγισσα.
-Τι μωρό έκανες, Λουλουκάκι! Όλο μαλλιά και νύχια, και μαύρο μαύρο, φτου να μην αβασκαθεί!
Το «φτου» προς τη μεριά του ανοιχτόχρωμου, καστανόξανθου πατέρα μου. Τον είχε άχτι∙ την κοίταζε αφ’ υψηλού την «Τουρκομερίτισσα».
Όμως ο μπαμπάς μ’ ανέβαζε στους ώμους του κι άγγιζα τον ουρανό. Έπαιζα με ό, τι έκαιγε λιγότερο εκεί πάνω, αστέρια κυρίως που τα έκανα πάσα απ’ το ένα χέρι στο άλλο κι ευχαριστιόμουνα γιατί όταν παίζαμε «μήλα» με την παρέα, εγώ, το πιο μικρό, δεν αξιωνόμουν ποτέ να την πιάσω την αναθεματισμένη τη μπάλα!.
–Νιάνιαρο! σφύριζε μες απ’ τα δόντια του ο Σέργιος.
Κι η μαμά:
-Γυφτούλι τρέχα, ξέρεις εσύ!
Είχα γρήγορα πόδια, ήμουνα ναζιάρα, καταφερτζού άσε πια το χρώμα της επιδερμίδας έτσι όπως μας τσιτσίριζε ο ήλιος, ολημερίς με το βρακί στους δρόμους, ή στο γιαλό να μαλλιοτραβιόμαστε, να βουλιάζουμε ο ένας τον άλλο έως πνιγμού για έναν αστερία, ένα αλογάκι της θάλασσας – ε, λοιπόν, μούτρα για πρωτευουσάκι ήταν αυτά!
Ποτέ δεν τόλμησα να ρωτήσω.
Ένα πρωί, χαράματα, που το είχαμε σκάσει κι είχαμε βγει για κατασκοπεία η παρέα, είδαμε στον καταυλισμό τους, πέρα, κοντά στο νεκροταφείο, τον λεβεντόγυφτο να λαχανιάζει, να ιδροκοπά πάνω από ένα κοριτσάκι λίγο μεγαλύτερο από μένα. Τα παντελόνια του πρόχειρα κατεβασμένα ως το γόνατο, αποκάλυπταν έναν τεράστιο μαύρο πισινό σαν πανσέληνο σε έκλειψη. Με συνάρπασε τόσο το θέαμα ώστε ξεχάστηκα και πρόβαλα το κεφάλι απ’ την κρυψώνα. Το γυφτούλι με πήρε χαμπάρι, γύρισε και μου έβγαλε τη γλώσσα.
Η Κατερίνα Ζαρόκωστα γεννήθηκε το 1951 στην Αθήνα. Σπούδασε Γαλλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και συνέχισε έναν κύκλο σπουδών Κοινωνικής Ψυχολογίας στην Ecole Pratique, στο Παρίσι. Για δύο περίπου δεκαετίες συνεργάστηκε με την Κρατική Ραδιοφωνία, στον χώρο των πολιτιστικών εκπομπών, και με την ΕΤ1 ως σεναριογράφος και συντονίστρια συζήτησης σε εκπομπές κοινωνικού και ψυχολογικού περιεχομένου. Συνεργάστηκε επίσης με εφημερίδες και περιοδικά στον τομέα του προσωπικού δοκιμίου και της βιβλιοπαρουσίασης.
Στην πεζογραφία εμφανίστηκε το 1983. Έχει δημοσιεύσει συλλογές διηγημάτων, νουβέλες κι ένα μυθιστόρημα. Διηγήματά της έχουν μεταφραστεί στα γερμανικά και στα αγγλικά. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.