Μια ομπρέλα μπρούμυτα ανάσκελα
Ο τίτλος της ποιητικής συλλογής (που είναι ο τελευταίος στίχος του τελευταίου ποιήματος, το οποίο είναι τυπωμένο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης), δηλώνει εύστοχα το κυρίαρχο συναίσθημα του βιβλίου. Μιλά για όλα αυτά, στα οποία ο πόνος και ο βασανισμός προσθέτει ένα είδος ποιότητας ή διαφορετικής αξίας. Είναι η μοίρα της θνητότητας που παρελαύνει σαρωτικά.
Μιλώντας με απλή γλώσσα η Γεωργία Μακρογιώργου προσφέρει δυνατές εικόνες, που ακόμα κι όταν είναι χτισμένες με υλικά της συνήθους καθημερινότητας, ακινητοποιούν το στιγμιότυπο και το φορτίζουν με συγκίνηση και τραγικότητα.
Τα τριάντα τρία ποιήματα της συλλογής κατανέμονται σε τρεις ενότητες. Η πρώτη ενότητα με τίτλο «Από μακριά», σύμφωνα με το επιλεχθέν εισαγωγικό μότο του Ηλία Κεφάλα, αναφέρεται σε κρυμμένους φόβους. Όλοι στην αρχή θέλουν να τους παραμερίσουν και τους κρύβουν βολικά.
Στην δεύτερη ενότητα με τίτλο «Εξ αρχής το μαχαίρι» σκάβει βαθύτερα, αφουγκράζεται παραδοσιακούς ρυθμούς και αποδίδει έμμετρα, αλλά πάντα με τον λιτό ποιητικό τρόπο της, παλιές συμφορές, τραγικές μοίρες και βίαιες συμπεριφορές που αποτελούν δυστυχώς μέρος της ανθρώπινης κατάστασης.
Στο τρίτο μέρος, την «Χρωστική Φωτός», προσπαθεί να διακρίνει φως, προσπαθεί να ανακαλύψει το σημείο που ελαφρώς ροδίζει, μετά από τραγωδίες και εγκλήματα. Αναζητά βάλσαμο, όπου λίγο βρεθεί, είτε στο βλέμμα του ηλιόσπορου προς το ισόβιο φως του ήλιου, είτε στην τυφλόμυγα των ανυποψίαστων παιδιών, που δεν μπορούν να φανταστούν τη ζημιά που τούς κάνουν «τα μη τα πρέπει τα ποτέ».
Αναλυτικά: Η πρώτη ενότητα της συλλογής καταγράφει συναισθήματα εγκλεισμού και αναζήτησης διεξόδου σε όσα απέμειναν. Όταν οι συνήθεις χαρές καταργούνται ακολουθεί η απεγνωσμένη αναζήτηση της χαραμάδας. Κάποιας χαραμάδας φωτός που θα αναπληρώσει τα απολεσθέντα. Όπως συμβαίνει και με το πέρασμα της ηλικίας που στενεύει τις δυνατότητες.
Εδώ ανήκει το «χαμόγελο του κλόουν». Ζωγραφισμένο, γιατί είναι ψεύτικο. Γιατί είναι το αντίθετο της πραγματικότητας και η πραγματικότητα είναι η θλίψη. Δεν ξέρω εάν γελά ποτέ ειλικρινά ο κλόουν. Αλλά σίγουρα οι συνθήκες περιορισμού που επέβαλε η πανδημία πάγωσαν το χαμόγελο της ανθρωπότητας. Γι αυτό «το καλό παλτό που το’ χα για τις δεξιώσεις» φορέθηκε τώρα στον χιονάνθρωπο του κήπου ή του μπαλκονιού, που του φορέθηκαν «και τα παλιά γυαλιά για να βλέπει ταινίες του χόλυγουντ απ’ το παράθυρο».
«Με κάρβουνο ροδίζει», είναι ένας τίτλος που περιέχει όλο το πικρό χαμόγελο, την ειρωνεία και την τραγικότητα, τη ματαίωση και τη συντριβή.
Εικόνες εύγλωττες, που ενώ είναι καθημερινές, γίνονται μαγικές. Ποιος δεν έχει δει μια ομπρέλα που την πήρε ο άνεμος και την στριφογυρίζει; Όμως το «μπρούμυτα και ανάσκελα μέχρι που πια χανόταν» αποκτά άλλες διαστάσεις μες στα χάδια του αέρα. Γράφει: «μακριά εσύ απ’ την ακτή / από τις σημαδούρες πέρα / πιασμένη εγώ / στην κόκκινη ομπρέλα / σκιά να ρίχνω στα πολύτιμα / μη λιώσουν» και η φράση γίνεται η ίδια η ζωή απ’ την οποία κρατιόμαστε σφιχτά, μην μάς την πάρει ο αέρας και γίνει το μπρούμυτα ανάσκελα, κι έπειτα χαθεί. Η αγωνιώδης προσπάθεια να γαντζωθούμε από κάτι, από μια ομπρέλα, από ένα καλοκαίρι, από κάτι πολύτιμο.
Και συνεχίζει: «κι όταν ο άνεμος / άρπαζε την ομπρέλα / αυτή ξεδιάντροπα / στα χάδια του αφηνόταν / μπρούμυτα ή κι ανάσκελα / μέχρι που πια χανόταν /κι έτσι τα καλοκαίρια μας / έλιωναν τα πολύτιμα».
Τα στριφογυρίσματα της ομπρέλας με το καμπύλο, κυρτό και κοίλο σώμα της, λειτουργούν αρχικά σαν υπέροχη ερωτική αναφορά κι έπειτα γλυκά ο έρωτας φλερτάρει με το δίπολό του, τον θάνατο, γιατί κάτι που το άγει και το φέρει ο άνεμος είναι φύλλο που αποκόπηκε. Τον υπερασπίζεται εδώ τον έρωτα η Γεωργία ως οιονεί ταυτόσημο με την ζωή, ως βασικό κίνητρο ζωής.
Θα επιμείνω στη μεταφορά της ομπρέλας που αφήνεται στον άνεμο μπρούμυτα ανάσκελα, που κάτι τόσο σύνηθες γίνεται σύμβολο μιας ζωής που χάνει το στήριγμα, το κράτημά της και γίνεται έρμαιο. Όπως ένας άνθρωπος αδύναμος, άρρωστος ή ηλικιωμένος παραδίδεται σε άλλους να τον γυρίζουν μπρούμυτα ανάσκελα με την τελική κατάληξη στο ανάσκελα. Τα παλιά χρόνια θεωρείτο σωστό και επιβεβλημένο τα μωρά να τα βάζουν να κοιμούνται μπρούμυτα, το άγγιγμα του μπροστινού κορμού με το κρεβάτι τους έδινε αίσθηση ασφάλειας, ένα κράτημα από τη γη, σαν γάντζωμα. Κι έπειτα όλοι ξέρουμε την τοποθέτηση του νεκρού ανάσκελα στο ξύλινο κουτί.
Η ομπρέλα είχε πολύ επιτυχημένα χρησιμοποιηθεί και στην προηγούμενη συλλογή της Γεωργίας Μακρογιώργου, («Το φως όταν μεταφυτεύεται», εκδόσεις Βακχικόν, 2019). Εκεί στο σύντομο ποίημα «ψευδαίσθηση» η ομπρέλα χρησιμεύει ως προστασία για ήλιο, για βροχή, αλλά δυστυχώς και για ουράνια τόξα. Και στο τελευταίο ποίημα εκείνης της πρώτης συλλογής βλέπει να «στάζει ήλιος από την ομπρέλα. Θα ξεχειλίσει το ποτήρι με το κρασί.»
Αποτυπώνονται σκέψεις του εγκλεισμού της πανδημίας, η προσπάθεια να διατηρηθεί η ομορφιά και ο καλλωπισμός ακόμα και όταν το πρόσωπο κρύβεται κάτω απ’ τη μάσκα, ακόμα και αν το κραγιόν μοιάζει περιττό. Αφού τα αθλητικά παπούτσια φέρουν ακόμα την άμμο της χθεσινής ακρογιαλιάς.
Μιλά για την έναστρη νύχτα του Βαν Γκογκ, που κόβει την ανάσα, κι έτσι κάποιος πολύ ανήσυχος θα μπορούσε να ξεκουραστεί μπροστά της.
Στην «μάλλινη ζακέτα» ένας κύκλος παγωνιάς προσπαθεί να θερμανθεί, χωρίς να τα καταφέρνει. «Κάποιοι εραστές», παλιοί, κοιτάζουν τώρα άλλους να αγαπιούνται στην θέση τους. Το εφήμερο του έρωτα, που ενώ είναι πρωταγωνιστής έξω στης άνοιξης την αγκαλιά και τη μοίρα, καταντάει με τα χρόνια μες στην σκοτεινή αίθουσα του σινεμά θεατής και θαυμαστής των ξένων ερώτων. Γρήγορα αλλάζουν οι άνθρωποι θέση. Με μια ντουζίνα στενούς στίχους η Γεωργία Μακρογιώργου κατορθώνει να αφηγείται ολοκληρωμένες ιστορίες, να διανύει ζωές και να τοποθετείται σε εκ διαμέτρου αντίθετη θέση.
Στις «αποστάσεις» η γιορτή, που χρόνια ετοιμαζόταν, τελικά ακυρώθηκε. Λόγω των συνθηκών. Αντί για τα γκουρμέ μυρωδιά αντισηπτικού, κι οι αποστάσεις τηρούνται ακόμα και στον καναπέ.
Στην «πλαστελίνη» τα εύπλαστα λόγια της ποίησης στερεοποιούνται σε ένα τοτέμ ερωτήσεων χωρίς απάντηση. Δεν είναι πια πολύχρωμα. Έχουν χρώμα από χώμα.
Περνώντας στο δεύτερο μέρος, με τους απόηχους από τη ζωή στην ύπαιθρο, φτάνουμε, με έμμετρο τρόπο, στη γέφυρα με τη χτισμένη νύφη, αφού ο γαμπρός κίνησε για τον πόλεμο, χωρίς να επιστρέψει.
Συγκλονιστικό το «καλοκαίρι του χαμού» με την εικόνα το δέντρου, που κατέκλυσε ένα σπίτι μέχρι που το έπνιξε κι εκείνο και τη μάνα μαζί, αφού δεν γύρισε ο γιός της απ’ τα ξένα.