Η Ρούλα Πατεράκη προσέγγισε την Μικρασιατική καταστροφή εστιάζοντας στις μικροϊστορίες ανθρώπων που φέρουν στο σώμα τους το αποτύπωμα της τραγωδίας. Ένα ίχνος αίματος στα πρόσωπα των ηθοποιών ήταν το εξωτερικό σημάδι του εσωτερικού τραύματος. Η στάμπα της βιωμένης οδύνης. Σπαράγματα μνήμης τσαλάκωναν τον φθινοπωρινό αέρα κατά τη διάρκεια της παράστασης στον προαύλιο χώρο της Μονής Δαφνίου (14-16 Σεπτεμβρίου 2022).
Από παρακείμενο κέντρο διασκέδασης έφθαναν ήχοι μουσικής και ευωχίας. Αυτό, από δύσκολη συνθήκη για ηθοποιούς και θεατές, μετατρεπόταν σε έναν αντίλαλο από την εποχή που και την Σμύρνη την γλύκαιναν οι χαρές των αισθήσεων και οι απολαύσεις. Έτσι γίνεται συνήθως. Όταν κάποιοι πενθούν κάποιοι άλλοι γιορτάζουν.
Οι θρυμματισμένες αναμνήσεις των πρωταγωνιστών έμοιαζαν με μικρά σπασμένα όστρακα που συνέθεταν μια λευκή λήκυθο. Γεμάτη παλιά αρώματα και στάχτες από την ατμόσφαιρα των τελευταίων ημερών της πόλης, που από αστραποβολούσα και ακμάζουσα έγινε μαρτυρική.
Γινόταν φανερό πως ο κάθε χαρακτήρας κουβαλούσε πολλά περισσότερα αλλά επέλεγε να μοιραστεί αυτά που πονούσαν λιγότερο. Τα οδυνηρότερα ακούστηκαν με τη φωνή της Ρούλας Πατεράκη σε ηχογραφημένα αποσπάσματα που παρεμβάλλονταν και προέρχονταν από μαρτυρίες προσφύγων. Οι πρωταγωνιστές μιλούσαν, αλλά κατά βάθος σιωπούσαν. Τα κρισιμότερα και πιο βασανιστικά αποσιωπήθηκαν. Είναι η δύναμη ενός ποιητικού λόγου που αφήνει σφοδρό ήχο στις ψυχές των ακροατών, μέσα από τα λόγια που δεν λέγονται, μέσα από τις εικόνες που έχουν μόνο περίγραμμα.
Οι γυναίκες ηθοποιοί ήταν ντυμένες με κομψά βραδινά φορέματα, με πούλιες, πέρλες, στρας, κοσμήματα και ωραία χτενίσματα. Ενσάρκωναν την πόλη των ηδονών οι ίδιες. Την ξεχωριστή αισθητική της. Απέπνεαν τον κοσμοπολίτικο αέρα της ως εταίρες πολυτελείας ή αριστοκράτισσες που συναναστρέφονταν αξιωματικούς, πολιτικούς και άλλα επιφανή πρόσωπα. Η σαγηνευτική ομορφιά τους σού πλάνευε τα μάτια όπως θα τα πλάνευε και η μυθική εκείνη πόλη.
Η Ρούλα Πατεράκη συμμετείχε ως σιωπηλή μάρτυς. Στεκόταν ακίνητη στο μπαρ προσφέροντας νερό στους πρωταγωνιστές και μάρτυρες της τραγωδίας, ώστε να μπορέσουν να αφηγηθούν όσα άντεχαν. Τι συμβόλιζε εκείνο το νερό! Έναν καθαρμό; Όσα δεν κατεβαίνουν με τίποτα παρά μένουν σαν κόμπος στο λαιμό; Ή το νερό που τούς πέρασε απέναντι; Η μόνη στιγμή που άφησε το πόστο της ήταν για να πετάξει με θυμό στην άκρη τις καρέκλες που περίσσεψαν, τις καρέκλες των απόντων από αυτή την παράξενη σύναξη. Την συνάντηση μνήμης και λήθης.
Οι αφηγηματικοί μονόλογοι έφεραν την ξεχωριστή ποιητική σφραγίδα της Πατεράκη. Την μια στιγμή σε παρασύρουν σε ρέμβη και την άλλη στιγμή σε τινάζουν σαν ηλεκτρικό ρεύμα.
Η παράσταση αποτυπώνει την ασυνήθιστη κινητικότητα των κρίσιμων ωρών μαζί με την αίσθηση της ακινησίας, μιας πόλης που διαισθάνεται τι θα της συμβεί αλλά δεν μπορεί να ξεθεμελιωθεί και να φύγει σύσσωμη, μιας πόλης που θεάται τον όλεθρό της πριν αυτός συντελεστεί. Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι το βέλος και η οβίδα στέκουν για λίγο μετέωρα πάνω απ’ τον στόχο. Τα κρίσιμα δευτερόλεπτα που σφίγγουν μέσα τους μια αιωνιότητα. Μια αιωνιότητα θαυμασμού για αυτό που τού μέλλεται να καταστραφεί.
Με την αλληλοδιείσδυση των αφηγήσεων, το πλέξιμο λόγου και μουσικών αποσπασμάτων είδαμε την Σμύρνη ως πόλη αιωρούμενη να αποχαιρετά η ίδια την αίγλη και το κοσμοπολίτικο θαύμα που υπήρξε, την συνύπαρξη διαφορετικών πληθυσμών που κατόρθωσε. Δημιουργήθηκαν εγγύτητα και απομάκρυνση μαζί.
Οι ηθοποιοί αναστοχάζονταν με νοσταλγικό πόνο ενώ τα ηχογραφημένα κείμενα που απαγγέλλονταν από την Ρούλα Πατεράκη είχαν άλλη εκφορά, κυνηγημένη, ασθματική, χωρίς παύσεις, χωρίς ανάσα, περιείχαν την σκληρή συνέχεια της ιστορίας της προσφυγιάς. Ο ήχος αυτός ήταν οξύς, σκληρός, άκαμπτος και σιδερένιος, γεμάτος ρινίσματα που σού έγδερναν τα αυτιά.
Συμμετείχε και ένα μαυροφορεμένο κορίτσι, ονόματι Μαρία Λαλέ, που τραγουδούσε θρήνους για παρηγοριά. Έμοιαζε με στοιχειό της θύελλας κι έλεγε παράξενους στίχους: Θα πάρουν τον ίσκιο σου… Στη νεκρή θάλασσα δεν είναι ψάρια.. This is the place. Μελοποιημένοι στίχοι του Σμυρνιού Σεφέρη. Με ήχους απρόσμενους. Σαν εκμοντερνισμένος αμανές, σαν μουσικές αρχαίας τραγωδίας, και πάντως ένα απόκοσμο μουσικό κλίμα με στοιχεία ροκ και ηλεκτρονικής μουσικής. Είχε ουρλιαχτό, ρυθμούς του αρχέγονου και μιας απόλυτης παράδοσης σε κάτι το υπέρτερο και μεταφυσικό. Είχε κάτι που σε ταξίδευε περίεργα στον χρόνο.
Οι ρόλοι αναρωτιούνται τι ακριβώς ήταν η ανταλλαγή. «Ανταλλαγή. Νομίζαμε θα πάμε στον παράδεισο και πήγαμε στην κόλαση.» Κι εσύ φεύγεις με το ερώτημα τι ακριβώς ανταλλάσσεται; Η ύπαρξη, η επιβίωση, η ελευθερία, η λήθη με την μνήμη; Ανταλλάσσεται ο ξεριζωμός με νέες ρίζες; Και πώς αποκτώνται οι ρίζες; Με παραγάδι;
Η λυρική τραγουδίστρια της Όπερας περιέγραψε ανάγλυφα ότι ήταν παρούσα όταν ο διοικητής στο Διοικητήριο πήρε εντολή να κατεβάσει την σημαία. Ήταν δίπλα του όταν την δίπλωνε και έκαιγε απόρρητα έγγραφα και χάρτες σε λεκάνη εμαγέ, ενώ από την ίδια ζητούσε να τραγουδάει την Τόσκα για να συνοδεύεται η διαδικασία με άριες. Η Ειρήνη Καράγιαννη περνούσε με αξιοθαύμαστη ευκολία από την διήγηση στο τραγούδι α καπέλα.
Ο μόνος άνδρας της θλιμμένης συντροφιάς περιέγραψε με την καταλληλότερη φωνή την αξιοθαύμαστη πόλη, απαριθμώντας τα εμπορικά και ψυχαγωγικά κτίρια, τους μαχαλάδες αναλυτικά, τις ιδιαιτερότητες των κατοίκων της, με επιλεγμένες τις λέξεις, να κλείνει μέσα της η καθεμιά έναν ολόκληρο κόσμο, για να καταλήξει: «Ο έρωτας στη Σμύρνη κι ολόγυρα σκοτάδι. Μια πόλη στο κενό της νύχτας. Ανίδεη ακόμη. Αιωρείται». Αυτό ήταν το σπαρακτικό αποκορύφωμα του κειμένου. Η μαγεία της σκοτεινής ώρας, πριν τον όλεθρο και την αποτέφρωση. Η ευθραυστότητα και η απόγνωση μιας ανυπεράσπιστης πόλης. Η πόλη είχε αποκτήσει σάρκα στην παράσταση.
Κατά τα άλλα προσκλήσεις για τσάι έμειναν μετέωρες, κάποια αριστοκράτισσα ζήτησε από αξιωματούχο φίλο της που αναχωρούσε να την πάρει μαζί του αλλά της το αρνήθηκε, γυναίκες που εκδίδονταν περίμεναν τα κατάλληλα χαρτιά για να φύγουν και οι ιππείς του Κεμάλ εντυπωσίασαν στο πρώτο πέρασμα, αγέρωχοι με τις μαύρες στολές τους.
Οι κορυφαίοι ηθοποιοί όλοι δυνατοί στους ρόλους τους, είχαν σκάψει σε μεγάλο βάθος την τραγικότητα των χαρακτήρων που υποδύονταν. Οι σύντομες αναφορές σε Χρυσόστομο, Βενιζέλο, εστίασαν στο «Δεν πρέπει να αποτύχεις με τον θάνατό σου!», ενώ όλη η παράσταση τυλιγόταν και ξετυλιγόταν, πύκνωνε και διαστελλόταν γύρω από τη διαπίστωση πως «Η λήθη είναι πανίσχυρη. Η μνήμη είναι πανίσχυρη. Αλληλοακυρώνονται.» Όλοι θέλουν να θυμούνται ενώ προτιμούν να ξεχνούν.
* Η Κατερίνα Καζολέα σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στην ιστορία τέχνης και την κλασική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Regensburg. Εργάστηκε στο Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας. Είναι μέλος της Διεθνούς Ένωσης κριτικών τέχνης AICA. Έχει εκδώσει δύο συλλογές διηγημάτων, μία ποιητική συλλογή και έχει γράψει εννέα θεατρικά έργα.
Συντελεστές
Έρευνα/Πρωτότυπο κείμενο – σκηνοθεσία: Ρούλα Πατεράκη
Πρωτότυπη μουσική: Νίκη Καραγεώργου, Μαρία Κουρμούλη
Σκηνογραφία: Ρούλα Πατεράκη, Ευανθία Κουρμούλη
Εικαστική επιμέλεια – Κοστούμια: Άγγελος Μέντης
Φωτισμοί: Γιάννης Δρακουλαράκος
Ηλεκτρολόγος: Λευτέρης Καρποδίνης
Ηχοληψία/ σχεδιασμός ήχου: Μίμης Καλαντζής
Ηθοποιοί/performers:
Φιλαρέτη Κομνηνού, Δήμητρα Χατούπη, Κοσμάς Φοντούκης, Νάντια Μουρούζη, Ειρήνη Καράγιαννη, Ευανθία Κουρμούλη, Μαρία Κουρμούλη, Ρούλα Πατεράκη
Τραγουδούν: Ειρήνη Καράγιαννη, Μαρία Κουρμούλη
Έπαιξαν οι μουσικοί:
Άρης Ζέρβας (τσέλο), Νίκη Καραγεώργου (πλήκτρα), Άλεξ Μπόλπασης (κιθάρα), Μελίνα Ντελίκου (βιολί), Σωτήρης Πέπελας (τρομπέτα)
Ηχογράφηση – μίξη: Άλεξ Μπόλπασης
Φιλολογικός σύμβουλος: Αριστοτέλης Σαΐνης
Βοηθός σκηνοθέτη: Ευανθία Κουρμούλη
Κατασκευή σκηνικού: Δημήτρης Μπούτας
Φωτογραφίες: Νίκος Μαυράκης
Φωτογραφίες παράστασης: Ελπίδα Μουμουλίδου
Επικοινωνία/ δημόσιες σχέσεις: Δέσποινα Ερρίκου, Ράνια Παπαδοπούλου
Διεύθυνση Παραγωγής: Αλέξανδρος Νταβρής
Παραγωγή: The Greyblue Gap και ΜεταΘέατρο