Με το μυθιστόρημα Πρόσωπα σε απόγνωση η Πόλα Φοξ εκθέτει ενώπιον του αναγνώστη τη συμβίωση για σχεδόν ένα τριήμερο του Ότο και της Σόφης Μπέντγουντ, ενός ζευγαριού εύπορων αστών, στο Μπρούκλιν την ανήσυχη δεκαετία του ’60. Ο τρόπος της επικοινωνίας τους, η καθημερινή τριβή και ρουτίνα, οι συγκρούσεις τους, οι μικρές ματαιώσεις, το ενδιαφέρον – άλλοτε περισσότερο τυπικό και άλλοτε πιο γνήσιο – του ενός για τον άλλο, η απόκρυψη της αλήθειας ή τα ψεύδη, τα ερωτηματικά για τον βαθμό ουσιαστικής γνώσης που διαθέτει ο καθένας για τον εαυτό του και τον σύντροφό του, αλλά και οι σχέσεις τους με δύο τουλάχιστον ζευγάρια καθώς και με κάποια άλλα πρόσωπα μπαίνουν στο μικροσκόπιο της συγγραφέως. Εν ολίγοις, η Πόλα Φοξ καταπιάνεται με τη λεπτομερή εξιστόρηση ενός Σαββατοκύριακου του Ότο και της Σόφης και αφήνει να εννοηθεί ότι ποτέ οι ανθρώπινες σχέσεις δεν είναι τόσο καλές, απλές και εύκολες όσο μπορεί να φαίνονται.
Η αφήγηση ξεκινά μια Παρασκευή την ώρα του δείπνου, ενώ το ζευγάρι ανταλλάσσει πληροφορίες για την καθημερινότητά του και ετοιμάζεται για την επίσκεψη σε φίλους, τον ψυχαναλυτή Μάικ Χόλσταϊν και τη σύζυγό του Φλο, επιτυχημένη παραγωγό θεαμάτων. Το ίδιο απόγευμα μία αδέσποτη γάτα στην οποία η Σόφη νιώθει την ανάγκη να προσφέρει τροφή και στοργή θα δαγκώσει το χέρι της γυναίκας και ο Ότο θα ανακοινώσει στη σύζυγό του την ουσιαστική ρήξη με τον συνεργάτη του, επίσης δικηγόρο, Τσάρλι Ράσελ.
Ήδη από τις πρώτες σελίδες τίθενται τα θέματα γύρω από τα οποία υφαίνεται η ιστορία: Οι διαφορές του Ότο και της Σόφης, που ακόμη και σε θέματα φαινομενικά ασήμαντα είναι εμφανείς, το δάγκωμα της γάτας, που θα εγείρει ενδιαφέρουσες σκέψεις της γυναίκας για τον πόνο και τον θάνατο και η ουσιαστική διακοπή σχέσεων ανάμεσα στον Ότο και τον Τσάρλι, που θα αποτελέσει την αφορμή για τη σκιαγράφηση δύο διαφορετικών χαρακτήρων.
Οι αντιδράσεις της Σόφης για το δάγκωμα που υπέστη ποικίλλουν ανάλογα με τον πόνο, τον φόβο για επικίνδυνη εξέλιξη και τη διάθεση της στιγμής. Άλλοτε υποτιμά το περιστατικό και τις συνέπειές του και άλλοτε η θεραπεία που θα πρέπει να υποστεί, αν η γάτα είναι λυσσασμένη, την απασφαλίζει και την τρομάζει. Ακόμη και όταν αποφασίσει ύστερα από επίμονη πίεση του Ότο να προσφύγουν στα εξωτερικά ιατρεία ενός νοσοκομείου το απόγευμα του Σαββάτου, θα πληροφορηθεί ότι η αγωνία θα εξαλειφθεί μόνον όταν ενημερωθεί από την Εταιρεία Προστασίας Ζώων ότι η γάτα είναι υγιής.
Τη νύχτα της Παρασκευής και ενώ ο Ότο είναι βυθισμένος στον ύπνο η Σόφη θα αιφνιδιαστεί από την επίσκεψη του Τσάρλι, ο οποίος θέλει να μιλήσει με τον συνεργάτη του, αλλά θα συμβιβαστεί με την ιδέα να βγει με την ίδια για ένα ποτό. Στην περιπλάνησή τους σε μια μεταμεσονύκτια Νέα Υόρκη, όπου το σκοτάδι αποκαλύπτει ένα σκληρότερο πρόσωπο της πόλης , θα της εκμυστηρευθεί την απογοήτευσή του από τον συντηρητικό Ότο, το όνειρό του για μια κοινωνικά μαχόμενη δικηγορία, την προβληματική πορεία του γάμου του και τις αγωνίες για τα παιδιά του.
Η συνομιλία με τον Τσάρλι αναβιώνει στη σκέψη της Σόφης μια παλιά εξωσυζυγική της σχέση που έληξε αφήνοντας στη γυναίκα πολλά ερωτηματικά τόσο για την προσωπικότητα του εραστή όσο και για την ποιότητα του δεσμού της με τον Ότο.
Αν, όλους εκείνους τους μήνες, είχε ζήσει τόσο φλογερά μια ζωή χωριστά από τον Ότο, χωρίς εκείνος να διαισθανθεί κάτι, σήμαινε ότι ο γάμος τους είχε πάρει τον κατήφορο πολύ πριν γνωρίσει τον Φράνσις’ ή αυτό ή, ακόμα χειρότερα – από τη στιγμή που είχε ξεπεράσει τους κανόνες, τους ορισμούς, δεν υπήρχε τίποτα. (σ. 109)
Η επίσκεψη που θα κάνει η Σόφη το πρωί του Σαββάτου στη φίλη της Κλερ, η οποία, κατά διαστήματα, φιλοξενεί τον Λίον, πρώην σύζυγό της, έναν πανεπιστημιακό απογοητευμένο από τον βίο και την εξέλιξη της εργασίας του, θα προσφέρει στον αναγνώστη τη γνωριμία με δύο εκκεντρικά πρόσωπα. Αιρετικοί και οι δύο ασκούν με τον τρόπο ζωής τους κριτική στις αστικές συμβάσεις.
Η Κλερ και ο Λίον θυμίζουν με τις αγωνίες και τους προβληματισμούς τους αρκετούς από τους φίλους των Χόλσταϊν, διανοούμενους και καλλιτέχνες, με τους οποίους συναναστράφηκαν οι πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος το βράδυ της Παρασκευής. Η τέχνη και ο ρόλος της, η γυναικεία χειραφέτηση, η παρακμή του δυτικού πολιτισμού, η έμμεση ή άμεση κριτική του πολέμου στο Βιετνάμ, είναι τα θέματα συζήτησης στα οποία καταφεύγουν για να αντιμετωπίσουν την πλήξη και την ανία της οικονομικά άνετης ζωής τους.
Την Κυριακή, η μικρή εκδρομή στο εξοχικό τους που προτείνει ο Ότο για να αναπτερώσει τη βαριά διάθεση της Σόφης θα είναι απογοητευτική και τρομακτική, αφού συναντούν το σπίτι τους παραβιασμένο από νεαρούς ντόπιους. Και οι δύο στα όρια της απελπισίας από τη βίαιη εισβολή επιστρέφουν στο Μπρούκλιν, όπου πρέπει να περιμένουν ως το μεσημέρι της Δευτέρας την ειδοποίηση για την κατάσταση της γάτας.
Η συγγραφέας δημιουργεί την εντύπωση ότι μια απειλή χωρίς συγκεκριμένη ταυτότητα και φωνή διαχέεται στο σύμπαν των ηρώων – έχει προηγηθεί μία βίαιη επίθεση από αγνώστους στο σπίτι των Χόλσταϊν – αφήνει όμως να εννοηθεί ότι προέρχεται από εκείνους που βρίσκονται κοινωνικά περιθωριοποιημένοι.
Με ρεαλιστική γραφή, τριτοπρόσωπη αφήγηση, προσεκτική απόδοση ακόμη και των μύχιων σκέψεων των προσώπων και μακροσκελείς αλλά άκρως ενδιαφέροντες διαλόγους η Πόλα Φοξ συνθέτει με το Πρόσωπα σε απόγνωση ένα μυθιστόρημα χαρακτήρων, στους οποίους καταφέρνει να εμφυσήσει ζωντάνια και δραματικότητα. Οι ήρωες της Φοξ, όπως συμβαίνει με κάθε καλό συγγραφέα, αυτόνομοι και ανεξάρτητοι από τη δημιουργό τους προσπαθούν να αντιμετωπίσουν το υπαρξιακό κενό τους, να διαχειριστούν την πραγματικότητά τους πότε με περισσότερο και πότε με λιγότερο επιτυχή τρόπο και να νοηματοδοτήσουν τον βίο τους.
Η μυθιστοριογράφος εστιάζει την προσοχή της στα διαφορετικά και αντίθετα συναισθήματα που βιώνουν και ο άνδρας και η γυναίκα: Και στην αγάπη και στο μίσος, και στη στοργή και στην αδιαφορία, και στην προσφορά και στην εκμετάλλευση, και στη γνώση του άλλου και στην άγνοια κάποιων πλευρών του. Με τόλμη και ακρίβεια εξετάζει και απογυμνώνει από πιθανές εξιδανικεύσεις τον έγγαμο βίο αναδεικνύοντας κυρίως τις αρνητικές πλευρές του.
Ο Ότο, ένας συντηρητικός αστός δικηγόρος, μετρημένος στις κρίσεις του για τους άλλους πλην όμως κατηγορηματικός, αν και φαίνεται βέβαιος για τον τρόπο που ασκεί τα καθήκοντά του ή για τον ρόλο του νόμου, εκφράζει συχνά ανασφάλεια ή αμφιθυμία. Προβάλλει τον εαυτό του ως πραγματιστή, οχυρωμένο απέναντι στη συναισθηματικότητα της Σόφης ή του Τσάρλι, δεν κρύβει όμως την πικρία του από την απόφαση του συνεργάτη του να εγκαταλείψει την κοινή επαγγελματική τους στέγη, πικρία που περνώντας από τον σκοτεινό θυμό και την οργή καταλήγει στην απόγνωση: “«Πώς καταλήξαμε εδώ», είπε ο Ότο γεμάτος απελπισία” (σ. 156)
Το βλέμμα του προς τη Σόφη συχνά είναι κριτικό, φροντίζει όμως να είναι παρών όταν ο ίδιος κρίνει ότι είναι απαραίτητο.
Κάποιες αντιδράσεις του θερμότερες από τις αναμενόμενες – ο Ότο διαθέτει ενσυναίσθηση που αγνοούν όσοι τον συναναστρέφονται – εκπλήσσουν τον αναγνώστη και αναδεικνύουν την ικανότητα της δημιουργού να πλάθει πραγματικούς ανθρώπους με αδύναμες αλλά και φωτεινές πλευρές.
Από την άλλη, η Σόφη, κόρη μιας δυναμικής μητέρας με την οποία επικοινωνεί σπάνια κι ενός αλκοολικού πατέρα με τον οποίον, όσο ζούσε, είχε συναισθηματική εγγύτητα, γνωστή μεταφράστρια λογοτεχνικών έργων, καλλιεργημένη, κοινωνικά ευαίσθητη και ενοχική εγκαταλείπει τη δουλειά της γιατί σύμφωνα με την ίδια: «Δεν ήθελα να δουλέψω’ μου φαίνεται μάταιο. Υπάρχουν τόσο πολλοί που τα καταφέρνουν καλύτερα από μένα. … Και δεν χρειάζεται να δουλέψω». (σ. 50)
Από τις προσπάθειες ενδοσκόπησης που καταβάλλει γίνεται φανερό ότι προσπαθεί να φωτίσει και να ερμηνεύσει προηγούμενες αποφάσεις της, όπως την εξωσυζυγική της σχέση με τον Φράνσις μέσω της οποίας γνώρισε βαθύτερα κομμάτια του εαυτού της, άγγιξε στιγμές σπάνιας έντασης, αλλά πέρασε και διαστήματα σκληρής αυτοκριτικής ψηλαφώντας την ανθρώπινη μοναξιά.
Ο τρόπος που αντιμετωπίζει το δάγκωμα της γάτας εγείρει απορίες στον αναγνώστη για την ψυχική της κατάσταση. Άλλοτε τρομοκρατημένη από τις ενδεχόμενες συνέπειες και άλλοτε βυθισμένη σε μια παράξενη επιθυμία να πάθει κακό, προφασίζεται ότι δεν ανησυχεί.
Η γυναίκα προσπαθεί να δείχνει ότι ελέγχει τα συναισθήματα και τις σκέψεις της, η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική.
Φαινόταν ήρεμη, καρτερική, ωστόσο η φωνή της ήταν αδύναμη, σπασμένη, σαν να μην προσπαθούσε καν να κρύψει την εσωτερική της κατάρρευση. (σ. 155)
Η απογοήτευση, η ανησυχία, η αγωνία, το άγχος, η αποξένωση, η απελπισία, η απόγνωση αποτελούν κοινό συναισθηματικό περιβάλλον για όλα τα πρόσωπα του μυθιστορήματος.
Ο Τσάρλι εξομολογείται στη συνάντησή του με τη Σόφη: “ «Νοιάζομαι για τα πάντα», είπε. «Με τον απεγνωσμένο τρόπο μου. Η απόγνωση είναι που με βοηθάει να συνεχίζω».”
Η Ρουθ, η γυναίκα του, απογοητευμένη από τον γάμο της επικεντρώνεται στην προβολή επιτυχιών των παιδιών της.
H Κλερ χαρακτηρίζει την κατάστασή της «ζοφερή» και παραδέχεται ότι η μόνη παρηγοριά της είναι ο Λίον από τον οποίον έχει ήδη χωρίσει.
Ο Λίον είναι κυριευμένος από τον φόβο ότι κάποιος μπορεί να του κάνει κακό.
Ο Μάικ Χόλσταϊν είναι ταλαιπωρημένος, δεν αντέχει το επάγγελμά του.
Η συγγραφέας ανατέμνει τις καθημερινές, ομολογημένες και ανομολόγητες, σκέψεις των προσώπων, τις διαφωνίες, τους ανταγωνισμούς και τις συχνά αντιφατικές τους συμπεριφορές εντάσσοντάς τες στον χώρο και στον χρόνο , στην Αμερική της δεκαετίας του ’60. Η χώρα με τις κοινωνικές ανισότητες και τις φυλετικές διακρίσεις, με την υποκρισία και την ημιμάθεια της επαρχίας, με τη βία που φανερώνεται εκεί όπου κανείς δεν την περιμένει, με τον πόλεμο στο Βιετνάμ είναι μονίμως παρούσα.
Κατάκτηση της αφήγησης είναι ότι αυτό το πλέγμα συνθηκών αποτελεί το ευρύ φόντο όπου κινούνται οι ήρωες, εντάσσεται όμως οργανικά στο έργο, εφόσον συμβάλλει στη συναισθηματική διαμόρφωσή τους.
«Θεέ μου, αν κόλλησα λύσσα, είμαι ίση μ’ αυτό που υπάρχει έξω», είπε μεγαλόφωνα κι ένιωσε μια απίθανη ανακούφιση… (σ. 238)
Η ένταση και η απελπισία, κυρίαρχες στην τελευταία σκηνή, καθηλώνουν τον αναγνώστη καθώς του επισημαίνουν την απουσία νοήματος, την πολυπλοκότητα της ζωής, τις δυσκολίες των ανθρώπινων σχέσεων.
Ο Τζόναθαν Φράνζεν στην ενδιαφέρουσα εισαγωγή του που παρατίθεται στο βιβλίο υποστηρίζει ότι το Πρόσωπα σε απόγνωση είναι ανώτερο από οποιοδήποτε μυθιστόρημα των συγχρόνων της Φοξ: του Τζον Απντάικ, του Φίλιπ Ροθ και του Σολ Μπέλοου.
Η Ρένα Χατχούτ μάς προσφέρει μία περισσότερο από ικανοποιητική μετάφραση αυτού του σημαντικού μεταπολεμικού έργου.
Η Πόλα Φοξ (1923 – 2017) γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη και έζησε σε πολλά διαφορετικά μέρη, από την Κούβα μέχρι το Μόντρεαλ και το Χόλιγουντ. Σε ώριμη ηλικία ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία γράφοντας βιβλία για παιδιά και εφήβους που γνώρισαν μεγάλη επιτυχία. Το ενδιαφέρον της για τη συγγραφή μυθιστορημάτων ήρθε λίγο αργότερα.