Ένα ζεστό κυριακάτικο απόγευμα, από αυτά που θέλεις να μείνεις για πάντα ξαπλωμένος στην ψάθα σε μια αμμουδιά, να κοιτάς το μέσα μέρος της πολύχρωμης ομπρέλας σου χωρίς να βλέπεις τι χρώμα έχει, χωρίς να σκέφτεσαι και πάνω απ΄ όλα χωρίς να πρέπει να κάνεις κάτι, η Όλγα μιλά 48 λεπτά στο κινητό με την Βαγγελιώ, προσπαθώντας να την παρηγορήσει που χώρισε. Την ακούει, τρώγοντας τα νύχια της, δακρύζει μαζί της, πετάει ενθαρρυντικά στιχάκια και, ενώ η παρέα της κάνει βουτιές στα πράσινα νερά, εκείνη παρέχει αφειδώς ψυχολογική στήριξη. Η Όλγα σκουπίζει τον ιδρώτα που τρέχει στο σώμα της, που υγραίνει την οθόνη του κινητού, που θολώνει τα μάτια της κι ακούει υπομονετικά.
Το κινητό γλιστράει και πέφτει στην άμμο. Η Όλγα, βγάζει έναν ανεπαίσθητο ήχο από τα χείλη της, που δεν είναι σαφές αν είναι κραυγή ανακούφισης ή θλίψης. Σηκώνει γρήγορα τη συσκευή, τη φυσάει, την καθαρίζει, τη σκουπίζει, την αφήνει στο τραπεζάκι δίπλα της κι ετοιμάζεται να βουτήξει. Αλλά σταματά. Το κινητό της χτυπά δεύτερη και τρίτη φορά. Η Όλγα, καρφιτσωμένη στη θέση της, το κοιτάζει με ενοχές. Εγκαταλείπει την ιδέα του μπάνιου, κάθεται στην άμμο οκλαδόν, ζητάει συγγνώμη από τη φίλη της που άργησε να το σηκώσει, σμίγει τα φρύδια της κι ακούει.
Μισή ώρα μετά η Βαγγελιώ βρίσκεται με την Όλγα κάτω από την ίδια ομπρέλα θαλάσσης και συζητάνε. Η Βαγγελιώ προτείνει να κλείσουν την ομπρέλα, η Όλγα την κλείνει. Η Βαγγελιώ βγάζει φωτογραφίες μανιωδώς, η Όλγα ζορίζεται αλλά ποζάρει. Η Βαγγελιώ παραγγέλνει δυο μπίρες, αν και η Όλγα θέλει να κόψει το αλκοόλ, τσουγκρίζουν και η Βαγγελιώ περιγράφει αναλυτικά στην Όλγα τα θέματά της με το φίλο της που τη χωρίζει και καταστρέφει τη ζωή της. Η Όλγα την κοιτάζει σα χαμένη αλλά της χαμογελά και προσπαθεί φιλότιμα να την παρακολουθήσει. Η Βαγγελιώ λέει και η Όλγα κουνάει το κεφάλι της με συμπόνια, βάζοντας μέσα της ό,τι απορ-ρήματα της εκμυστηρεύεται η Βαγγελιώ μετά μεγάλης θλίψης και πόνου. Κάποια στιγμή η Όλγα στρίβει ένα τσιγάρο, ρουφάει τον καπνό και αρχίζει να τον φυσάει αργά, χάνοντας την επαφή με τις λέξεις και τα ρήματα της Βαγγελιώς. Το τοπίο γύρω της θολώνει. Η φωνή της Βαγγελιώς γίνεται θόρυβος, γλώσσα που η Όλγα δεν καταλαβαίνει και τότε το μυαλό της Όλγας ψαχουλεύει την τσάντα της. Πόσα πράγματα έχει βάλει μέσα και είναι ασήκωτη. Πόσα μπουκαλάκια νερό έχει για ώρα ανάγκης, πόσα μαγιό που κανονικά δεν τα χρειάζεται και έχουν χαλάσει τα λάστιχα, αλλά τα κρατάει γιατί δυσκολεύεται να τα αποχωριστεί, πόσα παλιά αντηλιακά που έχουν λίγο ακόμη κρέμα μέσα. Η Όλγα πιάνει το μπουκάλι με το νερό, το ανοίγει, ετοιμάζεται να το ρίξει πάνω της να δροσιστεί και, ανοίγοντάς το, νιώθει το δάχτυλο της να πονάει. Τελευταίως έχει κάποια προβλήματα με παρανυχίδες που την ταλαιπωρούν.
Η Βαγγελιώ της μιλάει επιθετικά. Γίνεται ειρωνική και αποζητά την προσοχή της. Φωνάζει όλο και πιο δυνατά, ενώ η Όλγα γυρνά το βλέμμα της απορημένη προς αυτήν, σα να μην καταλαβαίνει τι λέει. Ξεροκαταπίνει, σηκώνεται όρθια, κόβει απότομα την Βαγγελιώ, κι ενώ είναι έτοιμη να δικαιολογηθεί που δεν την πρόσεξε, από το στόμα της ρέουν λέξεις που δεν μπορεί να τιθασεύσει:
-Με πιέζεις, δεν μπορώ άλλο…
Η Βαγγελιώ παγώνει. Παγώνει και η Όλγα.
Η Όλγα κατακλύζεται από μια αίσθηση ιλίγγου κι απώλειας κάθε επίγνωσης του εαυτού της. Στρέφει το βλέμμα της αλλού, σκύβει κι ανακατεύει την τσάντα της, βγάζει δυο μαγιό ξεχαρβαλωμένα και το αντηλιακό που έχει λίγο ακόμη μέσα, σηκώνεται και αποφασιστικά τα πετάει στον κάδο. Χτυπάει το κινητό της, δεν το σηκώνει και, κοιτάζοντας τη Βαγγελιώ κατάματα, της λέει ότι αυτό που χρειάζεται είναι μια βουτιά στη θάλασσα.
Πριν βουτήξει, τραβάει την παρανυχίδα από το νύχι της και τρέχει αίμα.