ΜΕΙΝΕ
Παρασκευή ήταν που άλλαξε ο χρόνος και ήταν μόνος. Βέβαια, όλοι -ή σχεδόν όλοι- ήταν μόνοι, στο σπίτι τους, μπροστά στην οθόνη να αναπολούν μνήμες αφής, επαφής, τη θέρμη ενός χεριού, τη χαρά ενός αγγίγματος, ωστόσο μακριά ο ένας από τον άλλον, μακριά και ξένοι. Η επόμενη μέρα, η δεύτερη του νέου έτους 2121 βρίσκει τον 4.000.000.004 να διαβάζει ήσυχα στο δωμάτιο του, μπροστά σε μια μεγάλη οθόνη, ενσωματωμένη στον τοίχο, κρατώντας στο χέρι ένα ποτήρι ουίσκι. Ο 4.000.000.004 διαβάζει ένα επιστημονικό άρθρο με στωική ηρεμία. Το μόνο που ακούγεται είναι η γουλιά του ποτού, καθώς κατεβαίνει αργά και απολαυστικά στο λαιμό του. Διαβάζει: «Καμία ανησυχία, η εξέλιξη του ανθρώπου έχει ολοκληρωθεί και έχει σταματήσει. Ύστερα από ένα εκατομμύριο χρόνια ή και περισσότερο, θα έχουμε την ίδια εμφάνιση και τα ίδια χαρακτηριστικά που έχουμε σήμερα, Steve Jones, επιφανής Βρετανός γενετιστής του 20ου αιώνα».
Ο 4.000.000.004 χαμογελάει και περιεργάζεται τα πόδια του, τα χέρια του, βγάζει τις κάλτσες του και κοιτάζει τα δάχτυλά του. Έχει ωραία άκρα. Του το ‘πε άλλωστε και η 4.000.000.032, την προηγούμενη ημέρα, την ώρα που στάθηκαν απέναντι ο ένας από τον άλλον στις οθόνες τους και έκαναν έρωτα. Βέβαια, υπάρχουν και οι τυχαίες μεταλλάξεις στα γονίδια ενός ατόμου, και το ενδεχόμενο της φυσικής επιλογής για τις πιο κατάλληλες από αυτές, για την καλύτερη δυνατή προσαρμογή. Ωστόσο, ένα είναι σίγουρο. Το είδος εξελίσσεται προς το καλύτερο.
Κι ενώ όλα αυτά περνούν από το μυαλό του και γίνονται εικόνες στον υπολογιστή που καλύπτει ολόκληρο τον τοίχο, ο 4.000.000.004 αισθάνεται μια δόνηση. Χτυπά η πόρτα. Αδύνατο, σκέφτηκε, η ώρα απαγόρευσης κυκλοφορίας έχει ήδη αρχίσει. Ο πληθυσμός ησυχάζει, μαζεύεται και … Ανησυχεί. Δεν μπορεί να κατάλαβε λάθος. Κινείται προς την πόρτα. Βιώνει μια ένταση που του ξεραίνει το στόμα. Πίνει λίγο ακόμη από το ποτό, που συνεχίζει να κρατάει στο χέρι, ανοίγει νωχελικά την πόρτα και την βλέπει μπροστά του.
-Καλησπέρα, είμαι η 4.000.000.032 που σε είχα ενημερώσει ότι θα «βρεθούμε» σήμερα. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι ήρθα. Επίσης, έχασα το χρόνο και τώρα… δεν μπορώ να φύγω. Αν δεν με δεχτείς… θα πρέπει να με δεχτείς. Δεν μπορώ να βγω έξω. Πέρασε η ώρα.
Ο 4.000.000.004 τα χάνει. Κάνει ένα βήμα πίσω και την κοιτάζει έκπληκτος. Πίνει μονορούφι το ποτό του και κάνει ένα μορφασμό, δείχνοντας μια απέχθεια και μαζί μια αδημονία για κάτι. Κλείνει την πόρτα και της δείχνει να περάσει μέσα.
-On line γίνεται πάντα! Πώς το έκανες αυτό και ήρθες εδώ και τώρα είναι αργά…πέρασε η ώρα. Απαγορεύεται η κυκλοφορία!
Ο 4.000.000.004 σταματά να μιλά και την περιεργάζεται. Αυτή κάνει να χαμογελάσει, ενώ εκείνος στέκεται μπροστά της με απόγνωση μαζί και φόβο.
Της ακουμπά το πρόσωπο. Κανονικά αυτό δεν επιτρέπεται. θα έπρεπε να πάρει το χέρι του από το πρόσωπό της. Κανονικά θα έπρεπε κι αυτή να μην έχει έρθει. Κανονικά θα έπρεπε να τους χωρίζει η οθόνη -και πολλά χιλιόμετρα. Δεν του είχε συμβεί ποτέ. Πώς της ήρθε αυτό, πώς τόλμησε να εμφανιστεί μπροστά του! Της ακουμπά το χέρι και δεν το αφήνει και σα μεθυσμένος ακουμπά τα χείλη της και άτεχνα τη φιλά. Το σκοτάδι συναινεί, το ποτό διευκολύνει, το πρόσωπό της είναι τόσο απαλό. Για πρώτη φορά ο 4.000.000.004 νιώθει την ανάσα της 4.000.000.032, οι αισθήσεις του ενεργοποιούνται, το σώμα του επαναστατεί και το είναι του ολόκληρο μπερδεύεται και δεν αντιστέκεται, την αγκαλιάζει, τη φιλά και σταματά και την κοιτάζει και είναι μπερδεμένος και δεν σταματά…
– Ότι έγινε, έγινε, πρέπει να μείνει μεταξύ μας και να μην μαθευτεί πουθενά.
Τον αποχαιρετά. Με κίνδυνο να την πιάσουν. Κατευθύνεται στην πόρτα, ενώ αυτός ακόμη ζαλισμένος ψιθυρίζει:
-Μείνε…
Η Κλεονίκη Δρούγκα ζει στην Θεσσαλονίκη και εργάζεται ως Ε.Ε.Π. στο Α.Π.Θ.