You are currently viewing Κλεονίκη Δρούγκα: ένα διήγημα

Κλεονίκη Δρούγκα: ένα διήγημα

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ

 Η Ασμίκ στέκεται πάνω από τον νεροχύτη πίσω από το παράθυρο. Τα άσπρα κάγκελα του παραθύρου της κόβουν τον ορίζοντα, αλλά δεν την πειράζει. Ανοίγει τη βρύση του νεροχύτη και το νερό μπερδεύεται στη στοίβα των πιάτων που έχουν μια χρυσή ρίγα στο τελείωμά τους. Πιάνει το σύρμα και τρίβει τους λεκέδες από ψάρια. Δεν καθαρίζει εύκολα το ψάρι και αυτά τα πιάτα δεν μπαίνουν στο πλυντήριο. Ρίχνει λίγο λεμόνι. Τσούζουν τα χέρια της από τα πολλά κοψίματα, αλλά δεν την πειράζει. Βγαίνει στο μπαλκόνι, σέρνοντας πίσω το καλό χαλί με τα ανατολίτικα σχέδια και νιώθει να μουσκεύονται τα πόδια της. Τρέχει να κλείσει τη βρύση που κάποιος την άφησε μισάνοιχτη. Τρίβει το χαλί με τη βούρτσα, νερό και ξύδι. Έτσι καθαρίζονται τα χαλιά. Πιάνει το λάστιχο και ξεπλένει το κόκκινο χαλί. Γυρίζει το κεφάλι στον ήλιο, κοιτάζει τον ουρανό, τα χρώματα, μυρίζει τον αέρα και χαμογελά. Κόβει τρία τριαντάφυλλα από την γλάστρα.
Επιστρέφει βιαστικά στην κουζίνα. Κρατάει μια πορτοκαλί κανάτα και γεμίζει με νερό τα βάζα που είναι στοιχισμένα στον λευκό μαρμάρινο πάγκο. Τοποθετεί μέσα τα κομμένα λουλούδια. Κόκκινο, ροζ, κόκκινο σπάνε το λευκό της κουζίνας. Στέκεται να κοιτάζει την πανδαισία χρωμάτων. Χαϊδεύει τα πέταλα των λουλουδιών και μετακινεί τα βάζα κοντά στο παράθυρο κάτω από τις αχτίνες του ήλιου. Βγάζει τα ποτήρια από το πλυντήριο πιάτων και τα βάζει στο ντουλάπι.
Κρατάει τη λεκάνη με τα ρούχα. Τα απλώνει στα κρεμασμένα σχοινιά. Τινάζει τα λευκά σεντόνια και κοιτά στον ουρανό τα χελιδόνια. Αμέσως μετά ανοίγει τη βρύση και πιάνει τη σκούπα. Σπρώχνει τα νερά για να σκουπίσει το μπαλκόνι. Πονάνε τα χέρια της. Όχι, ούτε αυτό την πειράζει. Η Ασμίκ είναι καθιστή μπροστά στη μπανιέρα. Τρίβει με δύναμη να φύγουν τα άλατα. Τσούζουν τα δάχτυλά της. Κοιτάζει τη μπανιέρα και με μηχανικές κινήσεις τρίβει χωρίς να αλλάζει ρυθμό. Ούτε κι αυτό την πειράζει.
Ξαφνικά ανοίγει τη βρύση, κλείνει το σιφόνι και γεμίζει την μπανιέρα με νερό. Την παρακολουθεί να γεμίζει, ώσπου το νερό φτάνει μέχρι επάνω και την κλείνει. Η Ασμίκ βουτάει αργά το κεφάλι της μέσα. Μεταφέρεται νοερά στην πατρίδα της, την Αρμενία. Βλέπει τη μάνα και τον αδελφό της να χαμογελάνε και να χειροκροτούν  στην αίθουσα τελετών του πανεπιστημίου του Γερεβάν, νιώθει τα χέρια τους να την αγκαλιάζουν, ακούει τις φωνές τους, βλέπει τα χέρια της να κρατούν το πτυχίο τη μέρα της αποφοίτησης, βλέπει τα χέρια της που ήταν όμορφα και τα θαυμάζει. Είναι χαρούμενη. Αγκαλιάζει κι αυτή τη μάνα της και τον αδελφό της και κλείνει τα μάτια.
Βγάζει το κεφάλι από το νερό απότομα. Η Ασμίκ γυρνά και βλέπει τον εαυτό της στον καθρέφτη. Αρπάζει μια πετσέτα που κρέμεται και σκουπίζει τα μαλλιά της με δύναμη. Δένει την πετσέτα στο κεφάλι, ανοίγει το σιφόνι να φύγει το νερό και συνεχίζει να τρίβει. Αρχίζει να βρέχει. Η γυναίκα τρέχει να μαζέψει τα απλωμένα ρούχα.
Ακούγονται τα κλειδιά στην πόρτα του σπιτιού και η φωνή του μικρού αγοριού που αναγγέλλει την άφιξή του και την πείνα του. Η Ασμίκ τρέχει να ανοίξει την πόρτα και να ετοιμάσει το φαγητό. Από πίσω έρχεται η μητέρα του αγοριού. Κρατά ένα κουλούρι που τρώει άτσαλα. Καθώς περπατά αφήνει τα ψίχουλα να πέφτουν. Η μητέρα του αγοριού ανοίγει το ντουλάπι της κουζίνας, παίρνει ένα ποτήρι, το γεμίζει νερό και στραβομουτσουνιάζει. Είναι δυνατόν! Τα πράσινα ποτήρια νερού δεν είναι με τα πράσινα ποτήρια κρασιού. Η μητέρα του αγοριού φωνάζει στην Ασμίκ και της δείχνει το ντουλάπι με τα ποτήρια. Αυτό την πειράζει.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.