Οι Χειμερινοί
Τι κι αν άλλαξε απότομα ο καιρός
ένα μεσημέρι του Νοέμβρη
οι λουόμενοι
ξεντύνονται τις αμαρτίες τους
-χωρίς αιδώ-
χώνονται στο βυθό της θάλασσας
με την ελπίδα αυτή να τους θυμάται
χώνονται στον εαυτό τους
αναδύονται αγνώριστοι στην ίδια παραλία
αχνίζουν στον κρύο αέρα
ξεπλένουν τις σκέψεις τους
συνομιλούν με αγνώστους
ξεκουράζονται σε μια σπασμένη ξαπλώστρα
απομεινάρι ανθρώπου που έμεινε ολομόναχο
ταΐζουν δυο αδέσποτα που υποτάσσονται στην αφή του ανάπηρου ήλιου
συναινούν στο λίγο της ανθρώπινης παρουσίας
ντύνονται το αλάτι
και μετά ντύνονται καλύτερα
εκπληρώνοντας επιθυμίες που έχουν σκουριάσει
– χωρίς αιδώ-
στο θαμπόφωτο του χειμώνα·
λίγοι μπορούν να μας καταλάβουν.
Τα πρώτα όνειρα
Στρέφεις το κεφάλι σε μια ηλικία εφηβική
ωραίες συζητήσεις αυτές που δεν έγιναν
τα όνειρά σου καπνίζουν
καθόλου δε σε νοιάζει πια το τρόπαιο
θέλεις να κάνεις τις συναντήσεις που δεν έκανες
ήσουν ερωτευμένος μ΄ ένα όμορφο κορίτσι
και μεσοχείμωνα τα βάζεις με τον άνεμο
τον αψηφάς
φουσκώνεις τα μάγουλα
υπερτερείς σε θράσος και θυμό
τρέχει αίμα απ΄ τα πόδια σου
κάτω, όμως, δεν το βάζεις
βγάζεις φωτιές
τρίζουν τα δόντια σου ηρωικά
ο Αίολος συνεχίζει με βεβαιότητα
κοστίζουν όλα αυτά
δεν εξημερώνεται ο άνεμος με σπίθες
πιάνεσαι στα δίχτυα του δισταγμού
εγείρεις αντιρρήσεις
τα πουλιά αποσύρονται από τα σύρματα
η επιθυμία σου γίνεται αφροδισιακό
τώρα πετάς
στο δρόμο σου συναντάς τον άνθρωπο που αναζητούσες.