Καλοκαιράκι
Στην αρχή θρηνείς την άνοιξη που αγάπησες
ύστερα σου επιστρέφεται η χαρά
χαϊδεύεις τα στάρια που πετάνε κεφάλι
παίρνεις θάρρος στη σκιά
τραγουδάς τη θάλασσα
κάνεις τα μαλλιά σου κότσο
κλείνεις την αλμύρα μέσα
να μη στεγνώσει
ανοίγεσαι στον Ιούνιο
κανονίζεις μεγεθυμένο καλοκαίρι,
εμπιστεύεσαι στην άμμο τα δάχτυλά σου
φουντώνεις την αδημονία στις φλέβες σου
ανοίγεις μεντεσέδες
ζεις αλμυρά στο μπλε
διαστέλλεσαι
υφαίνεις το ηλιόφως
-τίποτε δεν μπορεί να πάει στραβά-΄
καλοκαιράκι…
Περί δυσκολίας ο λόγος…
Για να σε βλέπω κάθε μέρα
χωρίς απουσία
στην παράνοια του εικοσιτετράωρου
όσον κι αν θέλω
είναι δύσκολο, μαμά
-ή μήπως όχι;
Για να μου κρατάς το χέρι
και να μου δίνεις τις σημειώσεις της ζωής
με μηχανισμούς τρυφερότητας
και βλέμματα αγάπης
είναι εύκολο, μαμά
-ή μήπως όχι;
Για να είσαι για κάποιον νυν και αεί
πάνω από αντοχές που μετριούνται
έξω από ορθολογισμούς
μοιράζοντας την επί γης ζωή σου
στη Χώρα των ανύπαρκτων θαυμάτων
δεν είναι δύσκολο, μαμά
-ή μήπως όχι;
-Δεν είναι δύσκολο, παιδί μου.
Όσο κρατήσει
Ξεπλένω το φθινόπωρο
στα νερά του Αιγαίου
υπό την εποπτεία του ήλιου
απλώνω με μανταλάκια μια ιστορία
για την Έλσα, την Ιωάννα, την Πέρσα, τη Νίκη
-οι ωραίες ιστορίες γράφονται πάντα καλοκαίρι-
τεντώνω τ΄ αυτιά ν΄ ακούσω
τα ερωτικά καλέσματα μιας καρδερίνας
πυργοδέσποινας των βράχων
που υπόσχεται δαγκωματιές σε χνουδωτά ροδάκινα
αφουγκράζομαι τα κύματα που σκάνε στον βράχο θυμωμένα
αναζητώντας ένα πλανόδιο φεγγάρι
υπόσχομαι πίστη στη θάλασσα· για όσο κρατήσει·
ντύνομαι την απόχρωση του χαλκού
δεν εννοώ να αφήσω το σφυρηλατημένο χρυσάφι της άμμου
ακουμπώ κοχύλια στις παλάμες των χεριών μου
τα μετρώ και χάνω το μέτρημα
απαντώ στο δίλημμα της παρόρμησης να επιστρέψω ή να μείνω
εισπνέοντας μια ανάσα φυγής
βαφτίζω ό,τι περνάει απ΄ το χέρι μου καλοκαίρι
-στο χέρι μου είναι πολύ λίγα, άλλωστε-
την άνοιξη, όμως, τη λέω άνοιξη
αυτήν κανείς δεν την πειράζει
κι αποδίδω στο όνειρο τα εύσημα
σε μια ριγέ πολυθρόνα θαλάσσης
στον άχρονο χρόνο· για όσο κρατήσει.