Ανοίγω το ψυγείο και το μάτι μου βιαστικά αναζητά την μαρμελάδα στην πόρτα: ένας μισάνοιχτος χυμός πορτοκάλι, ένα γάλα, μισό μπουκάλι τσίπουρο, η μαρμελάδα βύσσινο. Το βλέμμα μου πέφτει στο τσίπουρο και το αγκαλιάζει. Ήταν δικό σου. Το έπινες κάθε Χριστούγεννα στο τραπέζι, λίγο λίγο να μην τελειώσει, να έχει και για την επόμενη χρονιά. Το παίρνω. Το βάζω πάνω στο τραπέζι μαζί με την μαρμελάδα, γεμίζω το ποτήρι μου και πίνω. Αργά. Το πίνω αλλά την ίδια στιγμή θέλω να το αφήσω, όπως είναι.
Με κάθε γουλιά γυρίζω πίσω σ΄ εσένα που έβλεπα με την ποδιά να ετοιμάζεις τους μεζέδες τα Χριστούγεννα. Φορούσες πάντα τα καλά σου ρούχα από νωρίς, πρόσεχες να μην τα λερώσεις και μας περίμενες στην πόρτα. Το τραπέζι ήταν στρωμένο από την προηγούμενη και πάντα πρώτο πιάτο μεζεδάκια. Η μητέρα τσιγάριζε την γέμιση της γαλοπούλας εκείνη την ώρα να είναι ζεστή. Εσύ δίπλα την παρακολουθούσες με προσοχή και ανακάτευες να τελειώσετε πιο γρήγορα. Με το χέρι της σε έσπρωχνε να φύγεις αλλά εσύ έκλεινες τα μάτια, εισέπνεες την μυρωδιά, μυρωδιά από Χριστούγεννα κι έμενες. Τσιγάριζες θλίψη και προβλήματα και χαμογελούσες. Ύστερα έπαιρνες το τσιπουράκι και καθόσουν στην κεφαλή του τραπεζιού, κοίταζες το πιάτο που ήταν μπροστά σου, έπιανες το πιρούνι και δεν έτρωγες. Τόσο μεγάλη ήταν η χαρά σου που σε χόρταινε· κατάπινες γουλιά γουλιά την απόλαυση με το τσίπουρο και κοίταζες με έναν κόμπο στο λαιμό παιδιά κι εγγόνια. Αρράγιστος πάντα.
Εισπνέω τον χριστουγεννιάτικο αέρα σήμερα, βλέπω χαρά γύρω μου, που μπλέκεται με τις μυρωδιές και τα πρόσωπα. Μαγείρευα όλη τη νύχτα σε χαμηλή φωτιά να είναι ζουμερή η γαλοπούλα, πρόσθετα μπαχαρικά με ανατολίτικη γεύση και αυξομείωνα τη θερμοκρασία στον φούρνο. Έστρωσα από βραδύς το καλό σερβίτσιο κι έβαλα τα μαχαιροπήρουνα στη θέση τους. Σε κάθε πιάτο έβαλα κι ένα καρτελάκι. Τα έφτιαξα πριν χρόνια και πρόσεχα να μπουν σωστά τα ονόματα. Το δικό σου πατέρα, το άφησα στο συρτάρι.
Μάταιη προσπάθεια να σε χαντακώσω…Σηκώνομαι από την καρέκλα και ανοίγω το συρτάρι της κουζίνας, βγάζω το όνομά σου και το τοποθετώ στο τραπέζι, εκεί δίπλα στο τσίπουρο.
Με ένα άλμα στη σκέψη εμφανίζεσαι μπροστά μου και τείνεις το ποτήρι σου ψηλά. Ψηλά το σηκώνω κι εγώ.