Mερικές σκέψεις για έναν ποιητικό κόσμο
Συ, όταν τα ουράνια
Ρόδα με το αμαυρότατον
Πέπλον σκεπάζει η νύκτα,
Συ είσαι των ονείρων μου
Η χαρά μόνη.
Ανδρέας Κάλβος
Μελετώντας το βιβλίο του Γιώργου Βέη, Έρωτες τοπίων (μια στοχαστική ματιά πάνω στην πνευματικότητα, τα ήθη και τους πολιτισμούς της Ασίας), μου δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι ο ίδιος έφτασε στην καλλιτεχνική του πληρότητα, μέσα από τη σύνθεση ποίησης, φιλοσοφίας και αφηγηματικού λόγου. Είναι φανερό ότι αξιοποιώντας την εμπειρία του στον διπλωματικό κλάδο, τις τριβές, τις ζυμώσεις και τις παντός είδους προκλήσεις που αναφύονται στην επαφή με το έτερο –έτερους πολιτισμούς, κοινωνικές συμβάσεις, πολιτικές, καλλιτεχνικές και φιλοσοφικές δομές– βρέθηκε με ένα υλικό που ήρθε να προστεθεί στις αποσκευές του, ως περίσσεια διεύρυνσης, συγκινησιακής και νοητικής.
Στους Έρωτες τοπίων, ο Γ.Β. θέτει ξανά και ξανά τη φράση που περιγράφει τον φιλόσοφο: ορέγεται να γνωρίσει. Αλλά η κίνησή του δεν αναπαράγει τον τρόπο του Αριστοτέλη –την επίπονη διαδικασία της γνώσης που εγκολπώνεται με τη διαρκή ενασχόληση της σκέψης. Ο Βέης ενδιαφέρεται για βιώματα· έτσι, φροντίζει να πλησιάζει τα πράγματα χωρίς τις βεβαιότητες (και το ναρκισσισμό) του Δυτικού ανθρώπου, αλλά με την ταπεινότητα ενός μαθητή του Κομφούκιου, ο οποίος αφήνεται στη ροή χωρίς προκαταλήψεις. Η ποίηση, ωστόσο, παραμένει η ρίζα της έκφρασής του, το βασικό υπαρκτικό εργαλείο από το οποίο εκπορεύεται το ατομικό του «βλέπειν». Και είναι αυτό ακριβώς το ποιητικό βλέμμα που ολοκληρώνει το έργο του παρατηρητή–στοχαστή, προσθέτοντας την ευαισθησία, την εκλέπτυνση, τη διαρκή υπέρβαση, για να μεταμορφωθεί η απλή πραγματικότητα σε μαγικό καλειδοσκόπιο ποικιλιών κάλλους και νοημάτων.
Η ανά χείρας ποιητική συλλογή, Λεπτομέρειες κόσμων, είναι άμεσα συνδεδεμένη με τους κώδικες των ταξιδιωτικών εντυπώσεων του Γ.Β, χωρίς ωστόσο να αποχωρίζεται την πρωτογένεια των σημάνσεων που αντανακλώνται από το αρχικό του σημείο εκκίνησης, την ελληνική του υπόσταση. Ο φιλόπατρις, του Ανδρέα Κάλβου (με την τρίτη στροφή από το ομώνυμο ποίημα, κλείνει ο Βέης το βιβλίο του) εικονογραφεί, ως γνωστόν, το ψυχικό στίγμα ενός απόντος-παρόντος, το πεδίο μιας αμφιθυμίας που δεν είναι διαταρακτική για τον κτήτορα και που –κατά την αίσθησή μου– αποτελεί ένα σύμβολο της «απόστασης» και του τρόπου με τον οποίον αυτή η απόσταση γίνεται καθολικά ερωτεύσιμη. Εδώ ακριβώς υπάγεται ο Βέης: παραμένει «φιλόπατρις», μέσα στην περιπέτεια της ετερότητας.
Ειδικότερα, στο παρόν βιβλίο, αναγνωρίζω δυο τρόπους ποιητικών εγγραφών: μια διαρκή «κίνηση» προς τον κόσμο και μια σταθερή «ακινησία» σ’ ένα εσωτερικό σημείο-κέντρο. Η περιφέρεια του Βέη είναι οι «άλλοι» κόσμοι, εκείνοι που συναντά έξω από την Ελλάδα, για να τους μελετήσει και να τους αισθανθεί (όχι για να τους κατακτήσει, αλλά για να μυηθεί σ’ αυτούς), εκεί όπου οι πολιτισμοί, οι γλώσσες, τα τοπία, οι μυθοπλασίες, συμφύρονται στην οργιώδη βλάστηση μιας νέας βιωματικής διαδικασίας. Ταυτοχρόνως, ακίνητος σ’ ένα σημείο, υπαρξιακό και γνωστικό, ζει τη διαρκή σύνδεσή του με την Ελλάδα, στην οποία επανέρχεται διαρκώς (μέσα του) για να ορίσει, μέσω αυτής της «ακινησίας», τον ίδιο του τον εαυτό. Ο ίδιος δεν διχάζεται από τις ενάντιες φορές της κίνησης και της ακινησίας, διότι ξέρει ότι και τα δυο αυτά είναι τρόποι για να πλησιάσει το θαύμα, ως ποιητής και ως παρατηρητής-στοχαστής. Διότι το θαύμα άλλοτε έρχεται από αυτό που ήδη γνωρίζεις (ό,τι συναντήσεις βαθύτερα είναι σα να το κοιτάζεις για πρώτη φορά) κι άλλοτε από τη δυνατότητά σου να εμπιστευτείς το άγνωστο, το διαφορετικο, το «ξένο», ώστε να αφεθείς στις στρατηγικές της μύησης που θα σε κάνουν να νιώσεις ξανά αθώος. Έτσι, από τη θέση του «κοσμοπολίτη», ο Γ.Β. κρατά συγκεντρωμένες τις κεραίες του για να εισπράξει το εκάστοτε γεγονός και πετυχαίνει να ζει πολλά θαύματα, αν κρίνω από την ατμόσφαιρα των βιβλίων του.
Στην παρούσα συλλογή, μας φέρνει τις εικόνες και τα συναισθηματικά του εντυπώματα, χωρίς εντάσεις, μέσα από το ουδέτερο βλέμμα του παρατηρητή που ενδιαφέρεται απλώς να συμπεριλάβει νέα στοιχεία στο ψυχικό του κάτοπτρο, στοιχεία περιφερειακά και γι’ αυτό συμπληρωματικά της ουσίας του. Όμως, ό,τι αφορά την Ελλάδα «τον πληγώνει», κάθε ελληνικό τοπίο, πρόσωπο, συμβάν, γεννά μέσα του ειδικές συναισθηματικές ποιότητες, συγγενείς με το ύφος και το ήθος της εντοπιότητας αλλά και τους οικείους ρυθμούς μέσω των οποίων καλλιεργήθηκε το πνεύμα του.
Αυτό που παρατηρώ στο εν λόγω βιβλίο του Γ.Β., είναι ότι οι ελληνικοί χώροι, ως ποιητικός χρόνος, μοιάζουν να προσδιορίζουν μια πολύ ειδική σύμβαση: δεν περιγράφουν το εκάστοτε γεγονός σαν μια απόδραση, μια ελευθερία της στιγμής, (όπως συμβαίνει πχ στο ωραίο ποίημα με το κιμονό που γλυστράει από το σώμα της γυναίκας) αλλά σαν μια διαρκή μονιμότητα: είναι ο προσδιορισμός της σύνδεσης, της μητρικής ομφάλιας ένωσης στην εσαεί παρουσία και κατάφασή της. Έτσι διαβάζουμε για ένα καφενείο στην Καλλιθέα, για το απόγευμα στη Σαρωνίδα, για τη Φρεαττύδα, για ένα δωμάτιο στους Αμπελοκήπους, ή για τον αριθμό 10 της οδού Πανεπιστημίου, για το δεύτερο λιμανάκι της Βουλιαγμένης, για την πλατεία Εξαρχείων, για τον Μαραθόκαμπο της Σάμου, σημεία συγκεκριμένα (όχι πάνω στο χάρτη αλλά μέσα στην ψυχή), ως αποτυπώματα του πραγματικού κόσμου, τα οποία δεν αισθάνομαι ότι συνδέονται με τα κέντρα της μνήμης, όσο με την αντιπροσώπευση των τρόπων –των κόμβων- με τους οποίους ο ταξιδιώτης και περιηγητής (στη συνείδησή του και τον κόσμο) συγκρατείται από το πολύ προσωπικό του κέντρο. Και λέγοντας προσωπικό κέντρο, δεν εννοώ έναν τόπο ιδιωτικότητας, αλλά ένα αρχείο, δια του οποίου αυτός ο ειδικός χώρος –ο χρόνος ο ελληνικός– χαρίζεται στον Βέη σαν ένα φωτεινό σώμα, όχι μέσω ιδεών (και ιδεοληψιών), αλλά με την δύναμη της αληθινής ζωής. Έτσι, κομμάτι κομμάτι, ξαναφτιάχνει στο χαρτί την Ελλάδα (με τα συστατικά της ουσίας του), καταγράφοντας τους συγκεκριμένους τόπους–σημεία, ως απόδειξη ενός εξωτερικού χρόνου (και ενός πάτριου χώρου), ο οποίος μπορεί μεν να υφίσταται απόντος του Βέη, αλλά που τείνει να επανασυγκροτείται και να αναπνέει στο ολοζώντανο παρόν του ποιητή, μέσα στην «ακινησία» του αληθινού Είναι.
Αν οι εντυπώσεις του «κοσμοπολίτη» αποτελούν το ένδυμα του βλέμματος και των αισθημάτων του Γ.Β, ό,τι εκτείνεται για να συναντήσει πλευρές της καθολικής ετερότητας (το Πορτ Σουδάν, το Μακάο, ο Κομφούκος, οι νομάδες, το γλύστριμα του κιμονό), οι «ελληνικές στιγμές» του συγκροτούν τη ραχοκοκαλιά γύρω από την οποία περιτυλίγεται η εμπειρία του έτερου. Διότι ο Βέης δεν είναι ένας οποιοσδήποτε «νοσταλγός» που επανέρχεται στα πάτρια μέσω της μνήμης και της αναπόλησης· είναι ένας συγγραφέας που διαχειρίζεται τη νοσταλγία σαν όχημα για να εισχωρεί στα βαθύτερα ψυχικά του στρώματα, εκεί όπου λαμβάνει χώρα η πλέον δημιουργική κίνηση.
Στους Έρωτες τοπίων, χρησιμοποίησε τον Νίτσε και την κλασσική δυτική σκέψη του ορθολογισμού, ως εξισορροπιστή της ανατολικής παράδοσης, προσπαθώντας να συνθέσει τα δυο βιώματα, του ανατολικού και του δυτικού ανθρώπου. Στις Λεπτομέρειες κόσμων φέρνει την παράδοση του ταό να συναντηθεί με δυτικούς ποιητές και διακειμενικές νύξεις. Σύνθεση και εδώ. Αλλά καθώς παρατηρώ ότι το ασιατικό βίωμα έχει θέσει τη σφραγίδα του πάνω στο αίσθημα και την αντίληψη του Βέη, αναρωτιέμαι τι μπορεί να σημαίνει αυτό πιο ειδικά για την εξέλιξη της ποιητικής του φόρμας. Διότι, έχουν υποχωρήσει στοιχεία που καλλιεργήθηκαν σε παλιότερες συλλογές του, η επιμέλεια του ύφους, η πρωτοτυπία στην εκτέλεση των γλωσσικών εκφάνσεων, οι ανατροπές, η πρωτοκαθεδρία της φαντασίας. Ίσως να έχει ανοιχτεί σε μια νέα ποιητική λειτουργία, επιδιώκοντας τη γαλήνια σύνδεσή του με τα πράγματα, για να παρουσιάσει την ολοκληρωτική απλότητα και την αυτάρκεια του μετέχοντος στην ροή, χωρίς κρότους και περιττά τεχνουργήματα.
Θα προσθέσω μια ακόμη παρατήρηση. Η ποιητική του Γ.Β., γίνεται πιο ουσιώδης όταν είναι ανθρωποκεντρική. Το «πρόσωπο» (όχι ως επίκεντρο ενός αυτόνομου συναισθηματικού χρόνου αλλά ως μέλος των διαπροσωπικών σχέσεων του ίδιου του ποιητή), ενεργοποιεί στο έργο του ιδιαίτερες εμπνεύσεις και έντονες συναισθηματικές αναμοχλεύσεις, με αποτέλεσμα το ποιητικό γεγονός να αποσπάται με μεγαλύτερη διαύγεια και σαφήνεια. Τότε τα πράγματα παύουν να λειτουργούν υποδορίως και εγκαταλείπουν την ουδετερότητα για να εμπλακούν στην ένταση των αναμνήσεων, των εκρήξεων και του πένθους. Είναι φανερό, πως όταν ο Βέης «απευθύνεται» συγκεκριμένα, κατέρχεται σε βαθύτερα ψυχικά τοπία κι από κει ακριβώς παραλαμβάνει και την απάντηση της ποίησης, την ηχώ και την αντήχηση ενός ισχυρού αισθήματος που τροφοδοτεί με άλλο εύρος την όλη ποιητική διαδικασία. Αντιθέτως, όταν «σκέφτεται», η αποτελεσματικότητά του μειώνεται αισθητά.
Από τη συλλογή «Λεπτομέρειες κόσμων», παραθέτω ένα απόσπασμα του ποιήματος «Άνοιξη αγάπη μου, άνοιξη», το οποίο, κατά την αίσθησή μου, αποτελεί και την κορύφωση του βιβλίου. (Αναδύει κάτι από το άρωμα του Καρυωτάκη) :
Το βλέπω, έρχεται τώρα το βράδυ. Σαν πλοίο ή μήπως είναι
σφαγείο;
Οι χαρές μας, τα πένθη μας ένα άρθρο μεθαύριο στην
εφημερίδα
Να σου διαβάσω στο μεταξύ Ντίκινσον, ν’ ακούσουμε πάλι
Μέντελσον;
Τόσο απαλό καθώς το μακελειό των Ήλιων
Σφαγμένων από τα σπαθιά του Δειλινού, η Έμιλυ σαν εδώ –
ας πιούμε τώρα το χώμα με την άνεσή μας
όλος ο χρόνος είναι επιτέλους δικός μας