Αξιοπρόσεκτο είναι το βιβλίο της Μοροζίνη, Η μαντάμ του οίκου ανοχής. Η κεντρική ηρωίδα της, πριν από τη συγκεκριμένη ιδιότητα της μαντάμ, είχε ένα άλλο πρόσωπο, μια αθώα παιδική όψη, ακούγοντας στο όνομα Ελενίτσα. Ήταν ένα κοριτσάκι που γνώρισε την ορφάνια από την πλευρά του πατέρα, την σκληρότητα του πατριού και επέλεξε το δρόμο της φυγής, γνωρίζοντας από τα παιδικά της χρόνια την σκληρή όψη της κοινωνίας.
Ήταν διαρκώς διωγμένη γιατί έτσι την ανάγκαζαν οι περιστάσεις, κυνηγημένη από το σπίτι του πατριού, αυτοεξόριστη ουσιαστικά στον πρώτο της γάμο, πεταμένη κυριολεκτικά από τους γιούς του δεύτερου άντρα της, ύστερα από τον θάνατό του. Τότε, προβληματίστηκε σχετικά με το τι να επιλέξει, να γίνει τελικά θύτης ή θύμα; Ο θύτης, βέβαια, είναι ένα εν δυνάμει θύμα, πράγμα που εκείνη γνώριζε καλά. Συνεπώς, σταδιακά από Ελενίτσα, έγινε Λενιώ, για να επακολουθήσει η μαντάμ Λενιώ και στο τέλος η μαντάμ. Μαντάμ σε οίκο ανοχής. Για την Λενιώ αυτό ήταν μια συνειδητή απόφαση γιατί οι συγκυρίες δεν της άφησαν άλλο περιθώριο. Θα μπορούσε να καθιερωθεί ως μια εξαιρετική τραγουδίστρια διότι διέθετε πολύ καλή φωνή και επιβλητική παρουσία, εφάμιλλη της Μαρίκας Νίνου, όπως περιγράφεται στο βιβλίο, και κάποια στιγμή να κάνει μια όμορφη και ήσυχη οικογένεια, επουλώνοντας έτσι, όσο γίνεται, τις τραυματικές εμπειρίες και μνήμες του παρελθόντος.
Η ζωή της ήταν τόσο σκληρή που στο τέλος η ίδια από πείσμα και εγωισμό μαζί αποφάσισε να καθορίσει η ίδια το μέγεθος της σκληρότητας για τον ίδιο της τον εαυτό. Μισούσε εξίσου έντονα την βία κατά των γυναικών που την έβλεπε τριγύρω της σε βαθμό υπερβολικό. Ο κόσμος που οδηγήθηκε, και από ένα σημείο και μετά επέλεξε να ηγηθεί, δίνει ετικέτες στην γυναίκα ως αποκλειστικά προϊόν στα χέρια των αντρών. Η εν λόγω κατηγορία γυναικών που επιτελούν ένα συγκεκριμένο κοινωνικό ρόλο, εκλαμβάνονται από τον κοινωνικό μηχανισμό ως άψυχα αντικείμενα, διαστρεβλωμένες φιγούρες που ηθελημένα αποσπάστηκαν από την πινακοθήκη του αντροκεντρικού κόσμου πετροβολώντας ως συνωμότες του διαβολικού την απαστράπτουσα γυάλινη εικόνα της κοινωνικής βιτρίνας. Όλα αυτά συνιστούν για την Λενιώ εκδοχές όλων όσων βρίσκονται εντός των τειχών της παρακμής, αντίθετα με κείνες που την βιώνουν απέξω με διαχωριστικό όριο τα στεγανά για τον αρχετυπικό ρόλο περί γυναικείου ως πιστή σύζυγος και μέσο αναπαραγωγής αρσενικών κατά κύριο λόγο παιδιών.
Αντίθετα, η Λενιώ επενεργεί εξιλεωτικά για όλα τα κορίτσια, όσο σκληρή και να γίνεται απέναντί τους. Τις συμβουλεύει διαρκώς να εξοικονομούν χρήματα, να μην τους «τα τρώνε» οι διάφοροι αγαπητικοί, να είναι προσεκτικές, να μπορέσουν κάποτε να ζήσουν μια διαφορετική ζωή, γιατί όλες τους το γνωρίζουν καλά ότι βιώνουν τον κόσμο από την «άκρη της πόλης», από το περιθώριο. Στο πρόσωπο της κάθε νεαρής πόρνης η Λενιώ αναθεματίζει την επιλογή της όσο συνάμα και την εξευμενίζει. Γνωρίζει καλά η μαντάμ της Μοροζίνη γιατί κατέληξε έτσι το κάθε κορίτσι, στον μικρόκοσμο των ιστοριών που ενέχονται στη βασική αφήγηση του μυθιστορήματος: βασικά αίτια, η σεξουαλική κακοποίηση από την πλευρά του πατριού ή η οικογενειακή εγκατάλειψη ή ακόμη η ελπίδα διαφυγής από την μίζερη ζωή στο χωριό.
Στο βιβλίο περιγράφονται, παράλληλα με την βασική ιστορία της μαντάμ, διηγήσεις για κορίτσια που άλλοτε μπόρεσαν να αποχαρακτηριστούν γνωρίζοντας την πραγματική αγάπη, ενώ άλλοτε κατέληξαν άσχημα στην μοναξιά και στο περιθώριο της μεγάλης πόλης ως ανώνυμοι θιασώτες μιας αποστεωμένης πραγματικότητας. Η Λενιώ διατήρησε έως το τέλος την ευαισθησία της για τον Αντώνη που τον πήρε κοντά της και τον είχε πάντοτε υπό την προστασία της. Ήταν ένα άτομο με ερωτική απόκλιση που ντυνόταν γυναίκα και ήθελε να τον φωνάζουν Ναταλί. Η Λενιώ, όμως, τον φώναζε πάντοτε Αντώνη.
Η θεατρικότητα του κειμένου δεν φιλτράρεται σκηνοθετικά σαν να καθοδηγείται αλλά αναδεικνύεται από τους ίδιους τους χαρακτήρες που δίνουν την εντύπωση ότι κινούν τα νήματα της ιστορίας, εξελισσόμενοι μόνοι τους και επιλέγοντας οι ίδιοι την όποια θετική εξέλιξη ή ατυχή κατάληξη. Είναι, δηλαδή, σαν να μας λένε: ακόμη και το εφιαλτικό συνιστά κομμάτι του ονειρικού, έστω και στην αρνητική εκδοχή του. Ως εκ τούτου, συνυπάρχουμε και εμείς γύρω σου, έστω και ως περιθώριο των εσώτερων σκέψεων, εντυπώσεων και επιθυμιών ή αντιδράσεών σου.
Το χάρισμα της Μοροζίνη είναι ότι αφήνει την ιστορία και τα περιγραφόμενα γεγονότα να κυλήσουν αβίαστα και ανεπιτήδευτα, αξιοποιώντας στο έπακρο το σπαρτάρισμα της κάθε στιγμής ώστε να διοχετευτεί σε μας νωπή, όχι ψυχρή ως μουσειακό έκθεμα. Μας δίνεται έτσι η εντύπωση ότι το συγγραφικό υποκείμενο δεν επέστρεψε ποτέ πίσω να ελέγξει ή επιτηδευμένα να ακριβολογήσει. Επιλέγει να είναι απροσχεδιάστη, όπως, άλλωστε, η ίδια η ζωή είναι αστάθμητη στην κάθε μεθόδευση, ανατρέποντας τελικά τα πάντα.
Δρ. Κοσμάς Κοψάρης, κριτικός.