Αναμφίβολα, ο Τρακλ αποτελεί έναν από τους πιο ιδιαίτερους ποιητές του εικοστού αιώνα, χαρακτηριστικός εκπρόσωπος του γερμανικού εξπρεσιονισμού. Εντάσσεται στον κύκλο των καταραμένων ποιητών. Οι επιρροές του από τους Μπωντλαίρ και Ρεμπώ είναι εμφανείς. Θα μπορούσε ερευνητικά να συσχετιστεί με την καρυωτακική ποίηση. Και οι δύο αυτόχειρες ποιητές υπήρξαν γαλλομαθείς, με κοινό σημείο στην ποιητική τους ιδιοσυστασία την αγάπη να αποτυπώνουν τα ζοφερά χρώματα ως μόνιμο διάκοσμο στον ποιητικό τους καμβά.
Ειδικότερα, το συγκεκριμένο βιβλίο με επιλεγμένα ποιήματα του Τρακλ, με την έξοχη μετάφραση της Μαρίας Κατσοπούλου, εξοικειώνει το ελληνικό αναγνωστικό κοινό με έναν από τους σημαντικότερους σύγχρονους ποιητές. Στο ποίημα: «Θέρος», το ποιητικό εγώ διεκδικεί τη γαλήνια στατικότητα στην αχρονική νύχτα. Γίνεται ένα με τη φύση, είτε στην φωτεινή είτε στην ζοφερή εκδοχή της:
Το βράδυ το παράπονο του κούκου
Απλώνεται στο δάσος.
Ο σπόρος λυγίζει το κεφάλι του βαθύτερα,
Η κόκκινη παπαρούνα.
Σκοτεινές βροντές πλησιάζουν
Πάνω από τον λόφο.
Το παλιό τραγούδι του τριζονιού
Πεθαίνει στο χωράφι.[1]
Οι εικόνες του συνιστούν κινηματογραφικές καταγραφές ενός βαθιά στοχαζόμενου νου που εσωτερικεύει την ηρεμία της μελαγχολικής φύσης, προκειμένου να μπορέσει να τιθασεύσει την έσω αποδιοργάνωση:
Κάτω από κλαδεμένες ιτιές, όπου τα καστανόχρωμα παιδιά παίζουν.
Και τα φύλλα πέφτουν, οι τρομπέτες ηχούν. Ένα ρίγος νεκροταφείου.
Πορφυρά λάβαρα ανεμίζουν μέσα από μια θλίψη από σφένδαμους,
Οι αναβάτες, κατά μήκος των αγρών σίκαλης, αδειανοί μύλοι.[2]
Η ποιητική γραφή δίνει την αίσθηση ενός ώριμου γράφοντα, ενώ ο ποιητής στην πραγματικότητα είναι πολύ νέος. Ο προσεγμένος λυρισμός των ποιημάτων του εγκλωβίζεται στις θαμπές εικόνες των απομονωμένων τοπίων με τους λιγοστούς ανθρώπους, με τα μόνιμα πεισιθάνατα σκηνικά, τα οποία, ωστόσο, καθιστούν την ατμόσφαιρα έντονα υποβλητική. Το ποιητικό υποκείμενο σκηνοθετεί με σπάνια καλλιτεχνική δύναμη το φόντο των ποιημάτων του, στο βάθος των οποίων ελλοχεύει ο κίνδυνος ενός αναπότρεπτου τέλους. Τα ποιήματά του είναι σαν να κρύβουν με ιδιαίτερη επιμέλεια θρυμματισμένες εικόνες φρίκης, εντυπωμένες στο ασύνειδο του δημιουργού, από τον πόλεμο ή τις έντονες ψυχικές εντάσεις του. Η αναζήτηση, φαινομενικά, ευτυχίας δείχνει στο βάθος, στην ίδια γραμμή με τον Μπωντλαίρ, ότι ο ποιητής περιδιαβαίνει έναν κόσμο δίχως νόημα. Τα τοπία του δεν είναι νευρώδη γιατί, για το ποιητικό εγώ, δεν υπάρχει πουθενά νόημα σε αυτόν τον κόσμο. Για το συγκεκριμένο λόγο, αναζητά ουσία στα ακροτελεύτια όρια της κοινωνικής πραγματικότητας, στα σημεία όπου είναι πιο εύκολο να ρίξει αυλαία στην ίδια την ζωή του. Το παρακάτω ποίημα, ως έκφραση και θεματική, συγγενεύει στενά με το ποίημα: «Το βράδυ» του Καρυωτάκη. Αξίζει να παρατεθούν τα δύο ποιήματα ώστε να φανούν οι σχέσεις έντονης εκλεκτικής συγγένειας:
Η καρδιά μου το βράδυ
Προς το βραδάκι ακούγεται η κραυγή των νυχτερίδων.
Δύο μαύρα άλογα δεμένα στο λιβάδι,
Το κόκκινο σφενδάμι σαλεύει,
Ο διαβάτης κατά μήκος του δρόμου βλέπει μπροστά το μικρό
καπηλειό.
Οι ξηροί καρποί και το φρεσκοεμφιαλωμένο κρασί είναι πεντανόστιμα,
Πεντανόστιμο: να τρεκλίζεις μεθυσμένος στο σκοτεινιασμένο δάσος.
Οι καμπάνες του χωριού, επώδυνο να τις ακούς, αντηχούν στη θέα
των μαύρων ελάτων,
Δροσοσταλίδες στο πρόσωπο.[3]
Η απόκοσμη αίσθηση του τέλους συνδέεται με την επιθυμία αυτοκατάργησης της ύπαρξης. Το βράδυ που έρχεται σηματοδοτεί το τέλος της δημιουργικής διάθεσης, άρα μαζί με το ποίημα, στην ίδια γραμμή με τον Τρακλ, είναι σαν να τελειώνει η ζωή του ποιητή. Απηχείται η αίσθηση ότι δεν θα υπάρξει συνέχεια της ζωής για το ποιητικό εγώ, ύστερα από τον τελευταίο στίχο:
Βράδυ
Στον κ. Κλ. Παράσχο
Τα παιδάκια που παίζουν στ’ ανοιξιάτικο δείλι
—μια ιαχή μακρυσμένη—,
τ’ αεράκι που λόγια με των ρόδων τα χείλη
ψιθυρίζει και μένει,
τ’ ανοιχτά παραθύρια που ανασαίνουν την ώρα,
η αδειανή κάμαρά μου,
ένα τρένο που θα ’ρχεται από μια άγνωστη χώρα,
τα χαμένα όνειρά μου,
οι καμπάνες που σβήνουν, και το βράδυ που πέφτει
ολοένα στην πόλη,
στων ανθρώπων την όψη, στ’ ουρανού τον καθρέφτη,
στη ζωή μου τώρα όλη…[4]
Στον γοητευτικό, εφιαλτικό, κόσμο του Τρακλ: «φανταστικές σκιές πέφτουν από τις άκρες της οροφής», [5] «η φθορά κυματίζει με μαύρα φτερά»,[6] «ο έκπτωτος άγγελος κοιτάζει το είδωλό του με αναστεναγμούς»,[7] «οι αράχνες αναζητούν την καρδιά μου»,[8] «ένας παγωμένος άνεμος φυσάει από τα αστέρια μας τη νύχτα», [9] «το γελαστό αίμα βυθίζεται//άφωνο//κάτω από τις βελανιδιές»,[10] «οι σκοτεινοί αετοί, ο ύπνος και ο θάνατος//ροκανίζουν όλη νύχτα το μυαλό μου», [11] «στα πόδια σου//οι τάφοι των νεκρών πέφτουν ανοιχτοί//ενώ θάβεις το μέτωπό σου μέσα σε ασημένια χέρια». [12]
Τα ανωτέρα στιγμιότυπα μπορούν να αντιπαραβληθούν, ως αριστουργηματικά δείγματα τεχνοτροπίας εξπρεσιονιστικής υφής, με την εξαιρετική ταινία του Ρομάν Πολάνσκι: «Ο ένοικος», βαθιά επηρεασμένος αντίστοιχα από το καλλιτεχνικό ρεύμα του εξπρεσιονισμού. Στον ίδιο άξονα, τα επιλεγμένα αυτά ποιήματα εντάσσονται σε ένα ολιστικό πλαίσιο. Αποδίδουν εξαίσια την αναπότρεπτη πορεία του ατόμου στην πτώση, στο σημείο που η ερεβώδης φαντασία υποκαθιστά τη διαβρωμένη πραγματικότητα σε εποχές μεταιχμίου, ήτοι σε περιόδους κρίσης του πολιτισμού. Ο τραγικός αντίκτυπος της άμεσης, βιωματικής, σχέσης του Τρακλ με το μέτωπο του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου επισφράγισε την ποιητική του ευαισθησία όσο και οξύνοια. Το αποτέλεσμα είναι οι πιο έξοχες ποιητικά εικόνες, ιδιότυπων φραστικών επιλογών και ποιητικής πρωτοτυπίας, που αποδόθηκαν ποτέ στην μοντέρνα ποίηση. Το σπάνιο ποιητικό χάρισμα του Τρακλ είναι ότι φιλτράρει τόσο επιδέξια τις βιωματικές εμπειρίες του στον ποιητικό του μικρόκοσμο, που καταφέρνει να μην μεταδώσει στο ελάχιστο τον πόνο της απώλειας ή την προσωπική του οδύνη. Είναι σαν να ατενίζει κάθε περιγραφόμενη κατάσταση μέσα από ένα είδωλο, ανακλαστικό δείκτη της ποιητικής εμπειρίας, όχι, ωστόσο, καθαυτής της εμπειρίας. Όσο και αν πλησιάζει το τέλος στους στίχους του, ο αναγνώστης περιμένει εναγωνίως να διαβάσει το επόμενο ποίημα, όντας βέβαιος μέσα σε αυτή την αδιάλειπτη θεματική συνέχεια ότι θα υπάρχει αέναα επόμενο και ξανά επόμενο ποίημα, στο διηνεκές. Αυτό αποκαλύπτει την λαχτάρα του δημιουργού να ζήσει για πάντα μέσα από την ποίησή του, αίσθηση που εντείνεται, όσο διαισθάνεται ότι στενεύουν τα περιθώρια του υπαρκτού κόσμου. Σε κάθε περίπτωση, η ποιητική δημιουργία για κείνον εξακολουθούσε να αχνοφέγγει ως το μόνο πλέον καταφύγιο, ως το εναπομείναν ψυχικό αντιστύλι.
[1] Γκέοργκ Τρακλ, Επιλεγμένα ποιήματα, Μτφρ.: Μαρία Κατσοπούλου, εκδόσεις Βακχικόν, Αθήνα, 2021, σ.17.
[2] «Τρομπέτες», ό.π.σ.18.
[3] «Η καρδιά μου το βράδυ», ό.π.σ.22.
[4] https://www.greek- language.gr/digitalResources/literature/tools/concordance/browse.html?cnd_id=6&text_id=1040, 13-8-2021.
[5] «Τα ποντίκια», ό.π.σ.23.
[6] «Στα βοσκοτόπια», ό.π.σ.24.
[7] «Γέννηση», ό.π.σ.26.
[8] «Εκ βαθέων», ό.π.σ.27.
[9] «Παρακμή και ήττα», ό.π.σ.28.
[10] «Η καταθλιπτική διάθεση», ό.π.σ.32.
[11] «Θρήνος», ό.π.σ.37.
[12] «Μεταμόρφωση», ό.π.σ.47.