Το μπωνλαιρικό spleenαναβιώνει σε έναν ποιητή που μεταμόσχευσε τον εαυτό του στα ποιήματά του. Πρόκειται για τον αυτόχειρα ποιητή Γιώργο Φιλιππίδη, που αν ζούσε τώρα θα είχε περίπου την ηλικία μου. Η μόνη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο: Γαλάζια Μηχανή,[1] δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό του. Οδόστρωμα στην εξαιρετική αυτή συλλογή είναι η μοναξιά του ποιητή ο οποίος ατενίζει τον κόσμο ως ένας βαθυστόχαστος ώριμος διανοούμενος, όχι ως νεαρός ποιητής. Είναι ενδεχομένως και αυτή μια εκδοχή ενός σύγχρονου καταραμένου ποιητή. Στην «Επιστολή», στην αρχή του βιβλίου αναφέρει χαρακτηριστικά: «Έχω να πω τόσα πολλά, κι όμως ξέρω πως δεν θα καταφέρω να πω τίποτα. Φοβάμαι ότι η μοναξιά είναι πιο κοφτερή ανάμεσα στους γνωστούς, μέσα στην οικειότητα των προσώπων και των δρόμων. Οι τοίχοι του δωματίου μου δεν λιώνουν ποτέ όταν είναι κάποιος άλλος στο δωμάτιο. Έτσι περιμένω τα βράδια».
Η επιστολή αυτή ίσως παραπέμπει στην αποχαιρετιστήρια επιστολή του Καρυωτάκη. Εδώ, ωστόσο, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Ο ποιητής ολισθαίνει διαρκώς στην υπαρξιακή του δίνη, περνά ουσιαστικά ήδη πέρα από το μηδέν της ύπαρξης. Είναι σαν να έχει διατρέξει το καρυωτακικό χείλος της αβύσσου και να έχει μεταβεί στην άλλη πλευρά. Στο ποίημα: «Ερωτική προπαγάνδα», σε έντονα καταγγελτικό ύφος, σε σπαραξικάρδια ζοφερούς τόνους, ακούγεται η οργισμένη φωνή ενός ποιητή-προφήτη: «Ακούστε καλά!//κυνηγημένοι σαν Βιετναμέζοι//στη ζούγκλα των τοξικών αναθυμιάσεων//φεύγουμε//φεύγουμε//φεύγουμε μακριά». Αισθάνεται ότι έχει ήδη βγει έξω από το χρόνο, αιωρούμενος πέρα από μια γήινη πραγματικότητα, ολότελα δυστοπική για κείνον: «Φάντασμα της πραγματικότητας// στοιχειό της Ιστορίας […]//Παρελαύνει ο κόσμος//φτύνοντας τώρα γηραλέα//ό,τι βύζαξε απ’ τις θηλές μιας σκύλας//δισεκατομμυρίων ετών//πλανητικής ηλικίας://μητέρα εξουσία//εφηβεία εξουσία//εξουσία ενήλικη//εξουσία του θανάτου!».
Η ποίηση του Φιλιππίδη διέπεται από δύο αντιφατικά στοιχεία στα οποία στηρίζεται τόσο η αυθεντικότητα όσο και η ιδιαιτερότητά της. Ο έντονος λυρισμός της έκφρασης προσκρούει στην τραγικότητα του περιεχομένου. Με αυτόν τον τρόπο η ευαισθησία βρίσκεται μόνιμα σε σύγκρουση με τον κυνισμό και την ωμότητα. Τα όρια είναι λεπτά, όποια από τις δύο πλευρές νικήσει, ο χαμένος θα είναι πάντα ο ποιητής. Εκείνος είναι αναπόφευκτο ότι θα πέσει διότι δεν υπάρχει πουθενά διέξοδος. Παντού ο κόσμος είναι αεροστεγής, δεν βρίσκει καταφύγιο, ούτε ακόμη στη δεξαμενή της ποίησης. Απομένει η σιωπή και η αυτοδιάλυση.
Ο εσωτερικός μικρόκοσμος ακολουθεί τα ίχνη αποσύνθεσης της εξωτερικής πραγματικότητας. Διαλύεται στην χοάνη ενός ανοίκειου περίγυρου. Αυτή η ιδέα είναι ευδιάκριτη στο ποίημα: «Μέλισσα», καθώς εκεί το ποιητικό εγώ ανεβάζει την εσωτερική του ένταση αναφέροντας: «Τα μάτια μου τα σύννεφα ραγισμένα τρέχουν//τρέχουν πάνω απ’ τον/άνεμο, τη σιωπή, την ίδια σιωπή, την ίδια που κυλούσε στα//μάγουλά σου δάκρυ//άυλο, πόσο πιο//πολύ πονάς// να γδέρνομαι τη μέρα//κι η νύχτα να πέφτει ολοένα πιο αλαφριά, πιο αβάσταχτη//λάσπη απ’ τα πλευρά σου».
Ο ποιητής εξαϋλώνεται από τη στιγμή που βιώνει την ίδια του την ύπαρξη ως «φιτίλι και όχι πια αίμα//που καίει//πιο γρήγορα απ’ τον χρόνο». Έχει πια εκτοξευτεί με τη «γαλάζια του μηχανή» σε ένα φωτεινό κόσμο. Εκεί δεν αισθάνεται ούτε φόβο ούτε απέχθεια για το τι υπάρχει γύρω του. Μονάχα ταξιδεύει στο όνειρο γιατί βρίσκεται μακρά από τη μίζερη και σκυθρωπή καθημερινότητα της μεγαλούπολης. Είναι πια ελεύθερος, σαν ένας άλλος «Μοτοσικλετιστής», παραπέμποντας στο σχετικό ποίημα της Μαρίας-Κέντρου Αγαθοπούλου. Αντίθετα, η κατάσταση που αποτυπώνεται στο ποίημα: «Η πόλη», είναι ανυπόφορη: «Με έχει σήμερα//η πόλη τρομάξει//με μια κορδέλα//πλαστική//τυλίγω το σώμα μου//γενέθλιο δώρο//-παραξενιά μικροαστική-σερβίρομαι ολόγυμνος//για μια κηδεία//τηλεοπτική//χίλια εννιακόσια ενενήντα έξι//τα σαλόνια που τήκονται//ψυχωτική μεγαλούπολη//κυλάνε//αργά//υγρά//κι απορροφώνται//σε στροβίλους λιωμένου γυαλιού//έγχρωμα γνώριμου/τηλεπολτού».
Έχει το χάρισμα να κινηματογραφεί την ίδια του την ύπαρξη και να θεάται την όψη του στα οντολογικά του θραύσματα. Το άλμπατρος για κείνον δεν είναι ονειρικό μέσο φυγής αλλά βουλιάγματος σε ένα ανυπόφερτο παρόν, καθώς στο ομώνυμο ποίημα περιγράφεται ότι γύρω του: «ένας ένας//ξεγλιστράνε οι εφιάλτες// σαν θορυβώδης γραφομηχανή//που πληκτρολογάει//στην κρουστή επιφάνεια μιας υγρής καρδιάς//τραυματισμένης//πολλαπλά δελτία ειδήσεων//προσπέκτους//μιας βιομηχανίας κατασκευής συνειδήσεων//βραδιά//φυλακισμένη αλλόκοτα//στο λεβητοστάσιο μιας πολυκατοικίας//λουσμένης στον ιδρώτα// του κακού ονείρου σου// του κακού ονείρου σου// του κακού ονείρου μου».
Ο Φιλιππίδης υπήρχε μαζί με την ποίησή του, μάς άφησε παρακαταθήκη την ποίησή του, θα υπάρχει πάντα μέσα από την ποίησή του. Τα ποιήματα της μίας και μοναδικής συλλογής του είναι λογοτεχνικοί χείμαρροι. Δεν απέχει καθόλου από τον Μπωντλαίρ. Χάνεται μέσα στο ανώνυμο πλήθος, στρέφει το πρόσωπό του παντού ολόγυρα και εσωτερικεύει όχι αυτό που παρατηρεί για ώρα, αλλά αυτό που προσπερνά φευγαλέα. Αυτό ακριβώς αναπαριστά στο ποιητικό του έργο. Ένα σύνολο από αποουναρμολογούμενες εικόνες. Είναι η δική του θέαση της κοινωνίας, έστω και αποκρουστικής.
Ο κινηματογραφικός ρεαλισμός διαποτίζει κάθε πτυχή των στίχων του. Είναι τόσο έντονα αυτά που βιώνει και τα μεταθέτει τόσα αυτούσια ώστε οι αντίλαλοί του να φτάνουν μέχρι το σήμερα. Πρόκειται για μια ποίηση που λειτουργεί ως ηχητικό ντοκουμέντο. Κυριολεκτικά επενεργεί ως η αυτοανάφλεξη της ύπαρξης, ως ο πιο σκληρός τρόπος να θωρακίσει την ποιητική του ενόραση από τις επιβλαβείς προσμείξεις μιας αλλοτριωμένης κοινωνίας. Ο Φιλιππίδης έφυγε πολύ νωρίς. Κρεμάστηκε και ταυτόχρονα αυτοπυρπολήθηκε. Φρόντισε, όμως, να απαλλάξει την ποίησή του από την κατάρα του αυτόχειρα. Δεν έγραφε ως μελλοθάνατος αλλά ως ποιητής που διεκδικεί με κάθε τίμημα την ποιητική ιδιότητα, ακόμη και με το τίμημα της οντολογικής εξακτίνωσης.
[1]Γιώργος Φιλιππίδης, Γαλάζια μηχανή, Με ένα κείμενο του Γιωργου Χειμωνά, Πρόλογος: Νάσος Βαγενάς, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1999.
Ο Κοσμάς Κοψάρης είναι Δρ. Φιλολογίας Π.Ι., Υπ. Δρ. Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας ΑΠΘ, Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας ΑΠΘ, Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Ελληνικής Φιλολογίας Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας ΕΚΠΑ, κριτικός Λογοτεχνίας, Θεάτρου, Κινηματογράφου.