Η νέα ποιητική συλλογή του Παπουτσάκη παρουσιάζει το ενδιαφέρον ότι ο λυρικός τρόπος γραφής και οι επιμέρους θεματικές της μάς ανάγουν στους σχετικούς προβληματισμούς της Γενιάς του ’30. Ειδικότερα, θα μπορούσε να παραλληλιστεί με την ποίηση του Νικηφόρου Βρεττάκου. Σύμφωνα με την συγκεκριμένη θεώρηση, ο νεότερος ποιητής διατηρεί το όραμα για την υψηλή αποστολή της ποίησης που συντελεί καταλυτικά στην απαλοιφή οποιασδήποτε κοινωνικής παθογένειας.
Το καταγγελτικό περιεχόμενο της συλλογής, για όσους καταδυναστεύουν τις ασθενέστερες κοινωνικά τάξεις, διαθλάται μέσα από το φίλτρο ενός γόνιμου σκεπτικισμού με βαθιά διάθεση αναστοχασμού, κάτι που συντελεί στην αντικειμενοποίηση της γραφής και σε μια πολυεπίπεδη εξέταση του κοινωνικού γίγνεσθαι. Ο ποιητής αποκτά μια ολιστική ματιά για τον κόσμο, αλλά, αντίθετα με την βιωματική γραφή, δείχνει να προστατεύει τον εσώτερο ψυχισμό του αντιμετωπίζοντας την ποίηση ως ένα ασφαλές οχυρό, ταυτόσημο με ένα διανοητικό εργαστήρι και όχι ως πεδίο έντονων ψυχικών κλυδωνισμών.
Η μακρά αφήγηση στα περισσότερα ποιήματα, με την παράθεση πλήθους εικόνων, δίνει την δυνατότητα στον κάθε αναγνώστη να βιώσει την κάθε ιστορία σαν μια κινηματογραφική αποτύπωση περιστατικών που θα μπορούσαν να διαδραματιστούν με πλήρη αληθοφάνεια στην χοάνη της μεγάλης πόλης. Θα ήταν δύσκολο, ωστόσο, να μπορέσουν να ενταχθούν πλήρως οι ίδιοι στην κάθε ιστορία. Τα περιγράμματα κάθε εξιστορούμενης υπόθεσης είναι συμπαγή και τα ευέλικτα όρια άκαμπτα.
Ενδεχομένως, αυτό υποδηλώνει τον ανηλεή κοινωνικό μηχανισμό που πολλές πτυχές του δεν αφήνουν περιθώρια ενσωμάτωσης του διαφορετικού. Από εκεί ξεκινά η ανάγκη του ποιητικού υποκειμένου να ανασυνθέσει βροχερά ποιητικά τοπία ώστε να εξαγνίσει τα λάθη που κουβαλά στην ράχη του ο παγκόσμιος κοινωνικός ιστός. Η βροχή μεταρσιώνεται σε μια αναζωογονητική διαδικασία που βοηθά το δρών υποκείμενο να αντέξει την απώλεια αγαπημένων προσώπων, να έρθει αντιμέτωπο με την αλήθεια μιας πνιγηρής καθημερινότητας και, το κυριότερο, να μετατρέψει την ζωή σε ποίηση.
Αναφέρει χαρακτηριστικά στο ποίημα «Λουλούδια στη βροχή»:
Δεν λέει να τελειώσει τούτη η βροχή/Πέφτει ασταμάτητα απ’ το βράδυ ως το πρωί/κι απ’ το πρωί ως το βράδυ/ Δεν είναι μπόρα/Αν ήταν, θα είχε περάσει/Είναι μια κανονική, μάλλον σιγανή/παραπονιάρικη βροχή/απ’ αυτές που ξέρεις πότε αρχίζουν/αλλά αγνοείς πότε θα τελειώσουν/Μας μιλάει η βροχή/αν και λίγοι καταλαβαίνουνε τι λέει/Ίσως μόνο εκείνοι που τους λέμε τρελούς/που δεν χρησιμοποιούν ποτέ ομπρέλα/και δεν τρέχουν κάτω απ’ τα υπόστεγα/για να μην βραχούν/όπως κάνουμε εμείς/που θεωρούμε τους εαυτούς μας γνωστικούς/Βλέπω απ’ το μπαλκόνι μου κάτι λουλουδάκια/που δέχονται ως δώρο τις σταγόνες της βροχής/για να ανθίσουν/και σκέπτομαι πως κάτι τέτοια λουλουδάκια/έχουν φυτρώσει γύρω απ’ το μνήμα του πατέρα μου/Θα έχουν ανθίσει τώρα κι αυτά/Και με τη βροχή θα ευωδιάζουν/Το άρωμά τους θα πλημμυρίζει το μνήμα/και θα φτάνει ως τον ουρανό/Ως τα ρουθούνια του Θεού.[1]
Η ποίηση του Παπουτσάκη μετατρέπει μεταφορικά το «φθινόπωρο» της ζωής σε «άνοιξη» της ποίησης. Συνεκτικός αρμός που συνενώνει τις δύο αυτές μεταβατικές εποχές είναι η βροχή, σηματοδοτώντας την γόνιμη αβεβαιότητα για το αύριο, δίνοντας την ελπίδα ότι η επόμενη μέρα που θα έρθει θα είναι λιγότερη οδυνηρή από την τωρινή, γιατί μέσω της ποίησης-βροχής μαθαίνει κανείς να ζει με τον πόνο, να συμφιλιώνεται με τον ανηλεή χρόνο που φεύγει, παίρνοντας μαζί του ευτυχισμένες στιγμές, αποκτά την δύναμη να λειαίνει κάθε τραγική ανάμνηση. Εκείνοι που ευνοούνται από την βροχή είναι οι ποιητές που δέχονται συνειδητά τα ποιήματα ως θεόσταλτο δώρο, συμπορευόμενο με την ύπαρξή τους, καθώς μέσω αυτών ξεπερνούν την αίσθηση της απώλειας, υπερνικούν την φθορά.
Οι ποιητικοί δέκτες συνιστούν το μετείκασμα κάθε ανθρώπινου συναισθήματος που λαχταρά να γευτεί την ευεργετική βροχή της ποίησης. Το ποιητικό ερέθισμα είναι ατομική υπόθεση αλλά η δεξίωσή του είναι υπόθεση όλων, αρκεί να μην φοβούνται αυτό το μεταφυσικό, για τον Παπουτσάκη, δώρο εκ των άνω. Η βροχή του ποιητικού υποκειμένου απηχεί την βροχή του Νίκου Γκάτσου, που πέφτει τόσο «στο πρόσωπό μου» όσο και «στου κόσμου τον καθρέφτη». Αντίστοιχα, συνυπάρχει με την σιωπή της νύχτας. Μάς θυμίζει τα λόγια της Τζένης Καρέζη στα «Κόκκινα φανάρια», που έλεγε χαρακτηριστικά ότι θέλει να μείνει στην βροχή, μέχρι να τελειώσει, παίρνοντας κάθε σταγόνα ένα μέρος από τον εαυτό της, ώσπου να χαθεί μαζί με την βροχή.
Η ατομική εξιλέωση ανακλάται στην συλλογική κάθαρση. Η συλλογή, για να κατανοηθεί σε όλο της το βάθος, καλό θα ήταν να συνεξεταστεί με την ποίηση του Νικηφόρου Βρεττάκου, με την οποία είναι παραπλήσιες οι φιλοσοφικές-θρησκευτικές αναζητήσεις και προβληματισμοί. Το σίγουρο είναι ότι το ποιητικό οδοιπορικό στη βροχή του Παπουτσάκη δεν μάς τρομάζει, αντίθετα μάς γοητεύει με την ειλικρίνεια και την αυθεντικότητα της ποιητικής του μυθολογίας. Η βροχή σηματοδοτεί το κάλεσμα στο καινούριο στο οποίο μάς οδηγεί η ποίηση, αρκεί να καταφέρουμε να γίνουμε και εμείς «ευνοούμενοι της βροχής».