-
Πείτε μας αρχικά τι αντιπροσωπεύει για σας η ποίηση;
Τείνω να απαντήσω με μια εικόνα – ένα, ας πούμε, λευκό κρινάκι με κίτρινο ύπερο σε πλαγιά της Πεντέλης με δυνατό αέρα και μέλισσες. Η σωστή λέξη στη σωστή θέση, ένα ωραίο επίρρημα, ένα σωματοποιημένο επιφώνημα. Όπως σε παλιότερη συνέντευξη μου ανέφερα, ποίηση για μένα είναι μια γέννα επίπονη και αλεξίμορος, είτε πρόκειται για την Ιθάκη του Καβάφη (ή μήπως την Αλεξάνδρεια) και για εκείνη την αρχετυπική του ραψωδού, είτε για τη Στέρνα του Σεφέρη (ή μήπως για τις Κύπριες Πλάτρες), είτε για την Έρημη Χώρα του Έλιοτ και τις φρέσκες μέλισσες του Ελύτη, είτε για το Ουζερί του Γκόρπα και τη Σαλώμη του Βαρβέρη και την Τζαμάϊκα της Λαϊνά και την Αντίστροφη Αφιέρωση της Μάτσης, είτε για τον όροφο της πυρκαγιάς της Ανν Σέξτον και εκείνο το αχ του ανώνυμου στο κάτω μπαλκόνι, είτε για τις γάζες του Καρούζου και του Κοντού, είτε, όντως, για εκείνο το λευκό κρινάκι με τον κίτρινο ύπερο και τη γύρη σε πλαγιά με αέρα. Όπως κάθε γέννα και θάνατος, η ποίηση προϋποθέτει επικονίαση και ξόδι. Και μια λαχτάρα ιδιόλεκτη, ένα συρματόσχοινο με ακίδες και εσωτερικές απολήξεις. “Αυτό το συρματόσχοινο προσφέρει στο χώρο μου έναν άλλο ουρανό”, ακούγεται να λέει ικανοποιημένος ο Δ.Χ., ένας δικός μου ήρωας κατά την κυοφορία του (stanza, σελ. 147).
-
Από πότε ξεκινήσατε να γράφετε;
Δεν θυμάμαι το πότε, θυμάμαι το ανέκαθεν. Η σχέση μου με τη γραφή υπήρξε ανέκαθεν καρμική. Γράφω αρκετά χρόνια τώρα, θα έλεγα από παιδί. Αρχικά, όπως συμβαίνει συνήθως, σε επίπεδο αυτοέκφρασης, θυμάμαι να γράφω λέξεις ακόμα και στους τοίχους του δωματίου μου, και, αργότερα, σε επίπεδο απεύθυνσης και δημιουργίας. Η “stanza”, εκδόσεις Gutenberg 2021, είναι το πρώτο μου βιβλίο, το πρώτο δημιούργημα στο οποίο επέλεξα να δώσω μορφή και ταυτότητα ώστε να υπάρξει, να προτείνει και να δοκιμασθεί.
-
Ποιοι οι αγαπημένοι σας ποιητές-λογοτέχνες; Με ποιους ποιητές θεωρείτε ότι επικοινωνείτε ιδιαίτερα;
Σαφέστατα οφείλω πολλά στους μεγάλους των ελληνικών, και όχι μόνο, γραμμάτων, σύγχρονων και προγενέστερων, στα κείμενα των οποίων, ποιητικά και πεζόμορφα, εντρύφησα και μαθήτευσα. Σαφέστατα σε αρκετά ποιήματά μου συνευρίσκομαι και συνομιλώ με αυτούς, είτε εμφανώς είτε κεκαλυμμένα, πάντα, όμως, με νέο ένδυμα, τοποχρόνο, ερμηνευτικό υπόστρωμα και ερμηνευτικές αμυχές: Καβάφης, Σεφέρης, Μάτση Χατζηλαζάρου, Γιάννης Βαρβέρης, Γιάννης Κοντός, Κική Δημουλά, Μαρία Λαϊνά, Γιώργος Χειμωνάς, Κάφκα, Λόρκα, Μπόρχες, Πόε, κ.α., ή/και δικοί τους εμβληματικοί ήρωες και τοπωνύμια (Γουαδαλκιβίρ, Κόρντοβα) νοηματοδοτούν και νοηματοδοτούνται μέσα από ένα διευρυμένο κάτοπτρο.
-
Ποια εκτιμάτε ότι είναι η επίδραση της αμερικανικής λογοτεχνίας στις νεότερες ποιητικές γενιές;
Κάθε λογοτεχνία η οποία αναπτύσσεται ή/και υποστασιοποιείται σε συγκεκριμένο τοποχρόνο, δυνητικά επιδρά στη λογοτεχνία της γενιάς ή του τόπου τον οποίο επισκέπτεται και διαπερνά μέσα από τις διάφορες μορφές ανάγνωσης ή/και μετάφρασης, όπου αυτό ενδείκνυται ή απαιτείται, αλλά και τις μελέτες, τις κριτικές και τις συγκριτικές αντιπαραθέσεις και, εντέλει, τις πολιτισμικές σπουδές στις οποίες πιθανόν να εντάσσεται. Αυτό, θεωρώ, οριοθετεί εν μέρει και τον τρόπο επίδρασης της αμερικανικής λογοτεχνίας στις νεότερες ποιητικές γενιές τόσο εντός όσο και εκτός των συνόρων της – επίδραση που δεν περιορίζεται στις εκάστοτε διαμορφούμενες τάσεις (πχ βρώμικος ρεαλισμός, μοντερνισμός, νεωτερικότητα, μεταμοντερνισμός, κλπ), αλλά αφορά και το εκάστοτε κοινωνικοπολιτικό-ιδεολογικό πλαίσιο. “Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας”, είχε γράψει σε ανύποπτο χρόνο ευθαρσώς ο Σεφέρης. Γιατί όχι και πολλών λογοτεχνιών και των όποιων ειδοποιών διαφορών τους;
-
Θεωρείτε ότι οι ποιητές είναι μοναχικά πλάσματα;
Ανάμεσα στο ουσιαστικό και τον επιθετικό προσδιορισμό της ερώτησης, επιλέγω να σταθώ στο πρώτο. Οι ποιητές είναι, ως αρχή, πλάσματα. Και ως πλάσματα, ναι, έχουν, βιώνουν ή/και επιδιώκουν στιγμές μοναχικότητας (και όχι κατ’ ανάγκη μοναξιάς), εσωστρέφειας και καταβύθισης σε χρόνο ενεστώτα (ίσως και ιστορικό). Ο παλαιστής-μοναχός στο ομότιτλο ποίημα του Γιάννη Κοντού αρέσκεται “να κάθεται με τις ώρες, πλάι σε μια κρήνη και να μιμείται το νερό, με κινήσεις, με ψιθύρους. Μια από εκείνες τις ώρες έγινε δέντρο στο παραμιλητό του και έζησε”.
-
Η πανδημία επηρέασε τις εσωτερικές σας αναζητήσεις ως δημιουργό;
Όχι ιδιαίτερα. Ίσως να προσέδωσε βάθος σε ήδη υπάρχουσες, ίσως να επέτεινε σκέψεις περί της άδειας καρέκλας και της άδειας αφής.
-
Πως θα αυτοπροσδιορίζατε την ποιητική σας ταυτότητα με πέντε λέξεις;
Θα περιοριζόμουν στη λέξη γλωσσοκεντρική – αγαπώ πολύ τις λέξεις (σημαίνοντα και σημαινόμενα μαζί, ιδιοσυγκρασιακές φωνές, ακίδες και, ενίοτε, ουρλιαχτά) και τις μεταξύ τους συνάψεις (ούγιες, πρέκια, πρόβολους δοκούς, αλλά και ανοξείδωτα συνδετηράκια) για την ποίηση που φέρουν και προσφέρουν. Πολύ.
-
Τι σηματοδοτούν για σας οι σπουδαίες διακρίσεις της ποιητικής σας συλλογής stanza;
Ένα βραβείο για ένα δημιουργό πέρα από τη δεδομένη τιμή και ευθύνη, σημαίνει και “συν-κίνηση” ή, άλλως, συγκίνηση που δυνάμει κινεί, μορφοποιεί και κατευθύνει περαιτέρω αποθέματα προς δημιουργία. Δεν απεμπολώ τα όσα κατά τα ανωτέρω φέρει ένα βραβείο, πόσο μάλλον το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το συγκεκριμένο βραβείο έχει, όντως, μεγάλο ειδικό βάρος για μένα, αλλά και μεγάλη συγκινησιακή φόρτιση. Όπως ανέφερα στην αντιφώνησή μου κατά την τελετή απονομής στη Λευκωσία, δεν έχω μπει στο χώρο της γραφής και της ποίησης για αναγνώριση και καταξίωση, μα το να σε τιμά η πατρίδα σου είναι η ύψιστη τιμή. Ναι, είναι το συν της κίνησης και της συγκίνησης. Εξίσου σημαντικό το Βραβείο “Γιάννη Βαρβέρη” της Εταιρείας Συγγραφέων, βραβείο που φέρει το όνομα ενός ποιητή του οποίου την ποίηση αγαπώ πολύ και με τον οποίο συχνά συνομιλώ. Σημείο αναφοράς και σηματοδότης για μένα ο στίχος του “Τι άλλο να θέλει το ποίημα/παρά να περάσει την κλωστή στη βελόνα/ – κι αλήθεια τη νύχτα γεμίζει κλωστές το δωμάτιο”.
-
Ποια τα μελλοντικά σας σχέδια ως προς την ποιητική συγγραφή;