Η Λίζα Διονυσιάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε αρχιτεκτονική στη Μόσχα, στα χρόνια της δικτατορίας και εργάστηκε στην Αθήνα και τον Πειραιά. Η πρώτη ποιητική δουλειά της με τίτλο “Εν λευκώ” ήταν μια αντίστιξη στην “Γαλάζια μηχανή” (Καστανιώτης), που εκδόθηκε ύστερα από τον πρόωρο χαμό του εικοσάχρονου γιου της, Γιώργου Φιλιππίδη, το 1997.
Μέχρι σήμερα έχει εκδώσει τα εξής βιβλία: Η Αχμάτοβα στον καθρέφτη μου, Εύμαρος, 2020. Ύστεροι έρωτες, Γαβριηλίδης, 2017, Ο άνθρωπος από τη Χάβρη, Γαβριηλίδης, 2014. Χιονίζει, Γαβριηλίδης 2012. Από μια σταγόνα γάλα, Publibook, Paris, 2011. Το τι του τίποτα, Ροές, 2003, Προς τα έξω, Οδός Πανός, 2002, Εν λευκώ, Οδός Πανός, 2001
Κ.Κ. : Από πότε αρχίσατε να γράφετε;
Λ.Δ: Άρχισα να γράφω πριν από 25 χρόνια, μια χρονολογία που σημάδεψε τη ζωή μου για πάντα, θέλοντας κατά κάποιο τρόπο να συνεχίσω εκείνο που μου άφησε ο γιος μου σαν παρακαταθήκη. Είναι πολύ παράξενο αυτό που μου συνέβη. Είναι σαν η κραυγή του νεαρού ποιητή που έφυγε να με οδηγεί.
Κ.Κ: Σπουδάσατε στη Μόσχα. Υπάρχουν κάποιοι Ρώσοι λογοτέχνες ή κάποια περίοδος από την ιστορία της ρωσικής λογοτεχνίας που σας εγείρουν έντονα το ενδιαφέρον;
Λ.Δ.: Σπούδασα στην Σοβιετική Μόσχα, μια πόλη που δεν υπάρχει πια, σε μια χώρα που επίσης δεν υπάρχει πια. Αυτό, από μόνο του αποτελεί μια πολύτιμη εμπειρία. Είναι σαν να έζησα σε άλλον πλανήτη. Νομίζω ότι όλη η ματιά μου στον κόσμο διαμορφώθηκε σε σχέση με αυτή την συνθήκη. Οι σπουδές μου δεν είχαν σχέση με την λογοτεχνία. Είχαν όμως τεράστιο ενδιαφέρον. Αρχιτεκτονική δίχως όρια στις μελέτες, αλλά με αυστηρούς οικονομικούς φραγμούς στην υλοποίησή της. Τελείωσα το Αρχιτεκτονικό ινστιτούτο Μόσχας και εργάσθηκα σαν αρχιτέκτονας σε Παρίσι, Αθήνα και Πειραιά. Ασχολούμαι με την λογοτεχνία τα τελευταία 25 χρόνια, όταν ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι αυτό με εξέφραζε περισσότερο.
Από τους Ρώσους λογοτέχνες, πέρα από τους κλασσικούς , Τσέχοφ, Ντοστογιέφσκι, Τολστόι , Γκόγκολ, με τους οποίους είχα γνωρισθεί από τα μαθητικά μου χρόνια, πριν βρεθώ στην Μόσχα, με κεντρίζει ιδιαίτερα ο Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ. Μέσα από το έργο του αναδύεται ο παραλογισμός του κόσμου και το βάσανο του ανθρώπου που δεν βρίσκει την δύναμη να ενεργήσει σύμφωνα με την συνείδησή του. Άλλος αγαπημένος μου είναι ο Μπούνιν. Σαν περίοδος με συγκινεί ιδιαίτερα η περίοδος των αυστηρών απαγορεύσεων, όταν οι συγγραφείς έδωσαν κυριολεκτικά την ψυχή τους, η εποχή που δίκαζαν την ποίηση.
Κ.Κ.: Ποιες οι βασικές θεματικές των βιβλίων σας;
Λ.Δ.: Βασική θεματική μου είναι ο άνθρωπος και η τραγωδία του στο δύσκολο πέρασμά του από τον πλανήτη μας..
Κ.Κ.: Ποιος ο ρόλος της γυναίκας στο συγγραφικό σας σύμπαν;
Λ.Δ.: Δεν θέλησα ποτέ να ξεχωρίσω τους ρόλους των δύο φύλων, (όσο και αν αυτό ακούγεται παράξενο). Για μένα υπάρχει μόνο ο άνθρωπος. Eπίσης, δεν με συγκίνησαν ποτέ τα φεμινιστικά κινήματα. Η γυναίκα σαφώς έχει την δική της δύναμη, αλλά ο άνθρωπος είναι πάντα το κυρίως θέμα.
Κ.Κ.: Σάς γοητεύει περισσότερο η εφιαλτική (σκοτεινή) ή η ονειρική (φωτεινή) εκδοχή του υπαρκτού;
Λ.Δ.: Δεν με γοητεύει καμία πλευρά του υπαρκτού τον οποίο θεωρώ εν τέλει θλιβερό σε όλες τις εκφάνσεις του. Πρόκειται για ένα όραμα που δεν κατάφερε να πραγματοποιηθεί, (70 χρόνια μπορεί να μας φαίνονται πολλά, ωστόσο μέσα στην ιστορία είναι πολύ λίγα), που απέτυχε και είναι αναγκαίο να το παραδεχθούμε όσοι ζήσαμε με αυτό, αν θέλουμε να προχωρήσουμε παρακάτω. Θεωρώ ότι και η πλέον φωτεινή πλευρά του, περιέχει σκοτάδι, από τη στιγμή που πνίγει την ελεύθερη έκφραση. Από την άλλη, η ελεύθερη έκφραση περιέχει άλλους κινδύνους, εκεί όμως η μάχη για το ξεπέρασμά τους έχει πραγματικό νόημα.
Κ.Κ.: Ποιος ο ρόλος της ασύνειδης εγγραφής στο έργο σας;
Λ.Δ. : Δεν θεωρώ ότι υπάρχει τέτοιος ρόλος εγγραφής στο έργο μου. Υπάρχει ίσως κάποιος υπερβολικός αυθορμητισμός υποκινούμενος από εσωτερικές φωνές, ενίοτε παθιασμένες, αλλά όχι ασύνειδες.
Κ.Κ.: Υπάρχουν κάποιοι συγγραφείς με τους οποίους θεωρείτε ότι αναπτύσσετε μια σχέση διακειμενικής συνομιλίας;
Λ.Δ.: Νομίζω ο Κούντερα είναι ένας απ’ αυτούς, κυρίως την περίοδο που έγραφε στα τσέχικα, ο Μπουλγκάκοφ επίσης, που κατάφερνε με την λεπτή ειρωνεία του να επιβιώνει και την σταλινική περίοδο.
Κ.Κ.: Ποια η αγαπημένη σας λογοτεχνική persona ως δημιουργός;
Λ.Δ.: Η Άννα Καρένινα.
Κ.Κ.: Θα προσδιοριζόσασταν περισσότερο ως γήινη ή ως υπερβατική συγγραφέας;
Λ.Δ.: Υπερβατική και μόνον θα ήθελα να προσδιορίζομαι ! Τα γήινα είναι ούτως η άλλως κουραστικά και αναμασημένα. Θεωρώ πως δεν έχουν κάτι άλλο να μας πουν. Νομίζω πως από δω και πέρα, θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο της ιστορίας και όχι της λογοτεχνίας. Ίσως κάποιοι διαφωνήσουν, αλλά αυτή είναι η δική μου άποψη.
Κ.Κ.: Ποια τα μελλοντικά σας λογοτεχνικά σχέδια;