Αντικείμενο προς εξέταση στο συγκεκριμένο άρθρο αποτελεί η ανίχνευση όψεων από τον σκοτεινό κόσμο της ποίησης του Αλέξη Τραϊανού. Αρχικά, ως προς το βιογραφικό πλαίσιο επισημαίνεται ότι ο Αλέξης Τραϊανός γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 20 Οκτωβρίου του 1944. Τα παιδικά του χρόνια (1944-1959) τα πέρασε στη Θεσσαλονίκη. Από το 1959 έως το 1963 η οικογένειά του θα εγκατασταθεί στην Ξάνθη ύστερα από μετάθεση του πατέρα του που εργαζόταν ως διοικητικός υπάλληλος στον Ο.Τ.Ε. Το 1963 επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη καθώς εισάγεται στο Τμήμα Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών της Νομικής Σχολής εκεί. Κατά την περίοδο 1966-1968 αποκτά βαθύτερη γνωριμία με την ελληνική και την παγκόσμια ποίηση. Στις 21 Αυγούστου του 1968 κάνει την πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας με πικραμύγδαλα. Στις 17 Μαΐου του 1969 παντρεύεται κρυφά από τους δικούς του, ενώ η οικογένειά του πληροφορείται για την τέλεση του γάμου του τον Ιούνιο του 1970. Το Μάιο του 1973 δημοσιεύεται από τις εκδόσεις «Τραμ» η πρώτη συλλογή ποιημάτων του με τίτλο: Οι μικρές μέρες, στην οποία κυριαρχεί το σκιερό κλίμα της έντονης θλίψης για τη βίωση του κενού στη ζωή του στο μόνιμο φόντο του σκοτεινού, όπου το πουθενά και το τίποτα ενισχύουν την τάση προς τον υπαρξιακό μηδενισμό και τη συνακόλουθη βυθοσκόπηση. Στην εστίαση του ποιητικού του φακού η πολιτεία μένει ολότελα άδεια από ανθρώπους («Δεν έμεινε κανείς»), σε πλήρη αναλογία με τη Γώγου στους Απόντες.
Αξίζει να αναφερθεί, επίσης, ότι τον Οκτώβριο του 1973 σε επίσκεψή του στην Αθήνα όπου παρακολουθεί μαθήματα στη Σχολή Πολιτικής Αεροπορίας (Σ.ΠΟ.Α.), καθώς και με την ευκαιρία ορισμένων μετέπειτα επισκέψεων του εκεί, γνωρίζεται με σημαντικούς ποιητικούς εκπροσώπους της γενιάς του ’70 (Πούλιο, Κοντό, Μαστοράκη, Μπεκατώρο, Στεριάδη-χαρακτηριστικές περιπτώσεις της γνωριμίας του), ενώ με την ποιήτρια Νανά Ησαΐα διατηρεί μια πολύ σημαντική αλληλογραφία στην οποία εκθέτει τις θέσεις του περί της γενικευμένης τάσης του σε ζωή και ποίηση ως προς τον υπαρξιακό μηδενισμό. Τον Απρίλιο του 1974 εγκαθίσταται πλέον μόνος του σε διαμέρισμα στη Θεσσαλονίκη, διότι από καιρό είχε προβλήματα με τη γυναίκα του.
Τον Αύγουστο του 1975 δημοσιεύεται από τις εκδόσεις «Εγνατία» η δεύτερη ποιητική συλλογή του με τον τίτλο: Η κλεψύδρα με τις στάχτες. Στην εν λόγω συλλογή εντείνεται η πεισιθάνατη διάθεση, καθώς πυκνώνουν οι εικόνες θανάτου στο πλήθος των περιγραφόμενων νεκρών, μαζί με την έντονη νοσταλγική διάθεση για τα περασμένα στις μνήμες από τη Θεσσαλονίκη κατά την παιδική ηλικία, ενώ πραγματώνεται εδώ η προφητική, όπως θα αποδειχθεί στη συνέχεια, συνάντησή του με τους δύο αυτόχειρες ποιητές, Κώστα Καρυωτάκη και Σύλβια Πλαθ.
Το Δεκέμβριο του 1977 δημοσιεύονται οι δύο ενότητες ποιημάτων του: To δεύτερο μάτι του Κύκλωπα/Cancerpoems από τις εκδόσεις «Εγνατία», όπου εκεί πλέον προβάλλεται μια γενική ατμόσφαιρα αποσύνθεσης, διότι εντείνεται η αίσθηση της ολικής μετατόπισης στο τίποτα. Είναι σαν να κατακλύζεται η εξωτερική πραγματικότητα από αποσυναρμολογούμενες εικόνες ενός ταραγμένου εσωτερικού κόσμου, συμπαρασύροντας στην κατάρρευση το αντικειμενικό περίγραμμα του εξωτερικού περιβάλλοντος. Συνεπώς, οι τραγικοί τόνοι μεταβιβάζονται αυτούσια στον αναγνώστη δίχως παρέμβαση του αφηγητή, αφού γίνεται πια εμφανώς αντιληπτή η αποδιδόμενη αυτοκαταστροφική του τάση.
Τέλη Δεκεμβρίου του 1979 ή στις αρχές του 1980 βρίσκεται προς έκδοση η τελευταία συλλογή του ποιητή με τίτλο: Το σύνδρομο του Ελπήνορα από την «Εγνατία», η οποία θα παραμείνει ανέκδοτη για τέσσερα χρόνια. Σε αυτή τη συλλογή αποκομίζεται η εντύπωση της μόνιμης καθήλωσης στο παρελθόν, με αποτέλεσμα την αποκοπή από την ομαλή ροή του χρόνου σε παρόν και μέλλον στην αναμονή συνένωσης με το υπερβατικό τίποτα και με την παράδοξη ενίοτε οπτική του συντελεσμένου. Ως εκ τούτου, η αποτύπωση της πραγματικότητας τώρα καθίσταται τραγικότερη σε σχέση με τις προηγούμενες συλλογές.
Στις 17 και 18 Μαρτίου του 1980 ο ποιητής αποπειράται ξανά να αυτοκτονήσει με αναθυμιάσεις καμένου φαγητού. Στις 7 Μαΐου του 1980 αυτοκτονεί σε ηλικία 36 μόλις ετών, σε αγροτική τοποθεσία μεταξύ Καπανδριτίου και Καλάμου της Αττικής, κατά τις πρώτες πρωινές ώρες, εισπνέοντας τα καυσαέρια από την εξάτμιση του αυτοκινήτου του, τα οποία διοχέτευσε με σωλήνα μέσα. Θα βρεθεί από την αστυνομία ξαπλωμένος στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Το Μάιο του 1984 δημοσιεύεται από τις εκδόσεις «Ύψιλον» η τελευταία συλλογή ποιημάτων του (Το σύνδρομο του Ελπήνορα).[1]
Αν προσδιόριζε κανείς την ποιητική πορεία του Τραϊανού ευσύνοπτα, ο πιο ακριβής χαρακτηρισμός θα ήταν μια κούρσα θανάτου, επιζητώντας την αιώρηση στην άβυσσο, στην επικίνδυνη ιδιαίτερα επιτάχυνση προς το κενό στις δύο τελευταίες συλλογές του. Λίγες μέρες ύστερα από την αυτοκτονία του ποιητή, στις 18 Μαΐου του 1980, αυτοκτονεί επίσης ο τραγουδιστής των «Joy Division» Ίαν Κέρτις σε ηλικία 24 μόλις ετών. Το τραγούδι του «Disorder», εστιάζοντας στην απώλεια της γενικότερης αίσθησης με το περιβάλλον, αποδίδει απόλυτα την ανάλογη εσωτερική αποδιοργάνωση των δύο αυτών ατόμων, που οδηγήθηκαν στην αυτοκτονία την ίδια εποχή στην αντίστοιχα ζοφερή, αλλά πολύ ιδιαίτερη διαδρομή τους σε ποίηση και μουσική, συνιστώντας για εκείνους κατά περίπτωση τον ολότελα σκοτεινό χώρο αυτοέκφρασης, με κοινή κατάληξη τον απότομο τερματισμό ζωής και έργου.[2]
Από τη συλλογή Οι μικρές μέρες του Τραϊανού, στην «Αφίσα» προβάλλεται έντονο το ζήτημα της οντολογικής βυθομέτρησης του υποκειμένου σε διαρκή εσωτερική αστάθεια στην προοπτική ανίχνευσης και προσδιορισμού της ύπαρξης.[3] Ως εκ τούτου, από την πρώτη συλλογή του Τραϊανού διαφαίνεται η βίωση της κενής πραγματικότητας λόγω της μάταιης αναζήτησης ουσιαστικών κινήτρων ύπαρξης στη θέαση ενός ολότελα αμφίβολου κόσμου ως προς τη δυνατότητα ανταπόκρισης στις βαθύτερες υπαρξιακές διερευνήσεις του υποκειμένου:
Μα επι τέλους τί είμαι
Εγώ που έψαυσα ένα χάρτινο πρόσωπο
Στημένο στην αμφιβολία των δρόμων
Στα σταυροδρόμια της σιωπής
(«Αφίσα»)
Από την αρχή της εν λόγω διαδρομής, λοιπόν, εντοπίζονται τραγικοί τόνοι ως προς την ρεαλιστική αποδόμηση συνολικά απορριπτέας ζωής ως ανάξια βιωμένης, προς υπέρβαση της απόμακρης από υπαρξιακούς κλυδωνισμούς νεορομαντικής ενατένισης, με διατήρηση της σταθερότητας στον περιορισμό σε αυτή την περίπτωση στην ήπια μελαγχολική διάθεση:
Μια ζωή γέμισα μια ζωή γεμάτη ινδάλματα […]
Κλείνουν οι δρόμοι ένας ένας
Κλείνουνε πίσω
Πίσω απ’ τα κουρασμένα πόδια μας
Με τα χλωμά παράθυρα με τα φτωχά ινδάλματα
Λόγχη του χρόνου ικρίωμα του καιρού
Κλείνουν τα πρόσωπα τα μάτια μέσα μου
Βαραίνω
(«Μια ζωή γέμισα»)
Γίναν οι στοχασμοί σβησμένα αποτσίγαρα
Γίναν καφέδες
Γίνεται κάποια αποσύνθεση
Κάτω από μια βυσσινί πιτζάμα
Σε σχήμα οκλαδόν ενίοτε
(«Το σχήμα»)
Για τον έντονα ρεαλιστικό χαρακτήρα στην ποίηση του Τραϊανού ως προς τη μετάγγιση αυθεντικών βιωμάτων στην ποιητική απόδοση προς επικύρωση της απόλυτης συνέπειας ζωής και έργου στον συγκεκριμένο ποιητή, ενδιαφέρουσες οι παρακάτω παρατηρήσεις του Ζήρα:
«Η ποίηση του Αλέξη Τραϊανού είναι εντελώς γειωμένη, με την έννοια ότι αδιάκοπα σχετίζεται με πραγματικά περιστατικά, με προσωπικές εμπειρίες, ή, αντίστροφα, το πραγματικό γεγονός (πραγματικό, στο βαθμό που έχει συμβεί και έχει μετουσιωθεί στον κόσμο του ποιητή) χρησιμοποιείται πάντοτε ως πυρηνικό σημείο, ως πρώτη ύλη από την οποία ανάγεται στο επίπεδο του βιώματος και της ποιητικής πράξης.
Σε αντίθεση μάλιστα με άλλους παλαιότερους ή συνομήλικούς του ποιητές, […] ο Τραϊανός δεν μεταφέρει το εμπειρικό γεγονός σε ένα άλλο επίπεδο, δίνοντάς του μια συμβολική σημασία. Κρατάει το γεγονός με μια απελπισμένη επιμονή στις “συμβατικές” του διαστάσεις, στα πραγματικά του όρια, στο γνώριμο γι’ αυτόν περίγραμμα. Το μυθοποιεί βέβαια, αλλά δεν το διογκώνει, δεν το διαστέλλει, παρ’ ό,τι φαίνεται το αντίθετο. Η εφιαλτική εμπειρία, ο τρόμος, η αίσθηση του μάταιου, του κενού και της ασφυξίας, είναι δικές του εμπειρίες, συνυφασμένες με τις φαντασιώσεις του».[4]
Αναλυτικότερα, στη συλλογή: Οι μικρές μέρες, αποτυπώνεται ο εγκλωβισμός του ποιητικού εγώ σε ασφυκτικό ερμητισμό ως επακόλουθο της έλλειψης εμπιστοσύνης σε μια ανηλεή κοινωνική πραγματικότητα ως προς την κάλυψη των επιδιώξεών του, όπως αυτή ανακλάται στην παρακάτω χαρακτηριστική περιγραφή εσωτερικής αποσύνθεσης:[5]
Πέφτουν νερά
Ξυπνά η φρίκη κι αντικατοπτρίζεται
Μ’ ένα ξεχτένιστο κεφάλι
Με ξεσκισμένες πόρτες
Στη μουσική που γέμισε στη θλίψη
Και στων εντόμων τις φωνές
Σ’ αυτό το σώμα π’ αγκαλιάζει τη σποδό του
(«Ερμητικές κάμαρες»)
Επιπλέον, στους παρακάτω στίχους αποτυπώνεται η νέκρωση κάθε λειτουργίας στην πολιτεία σε συνάρτηση με το ανάλογα αδρανές ως προς κάθε δραστηριότητα υποκείμενο:
Νεκρώσιμη πολιτεία παροπλισμένα σπίτια
Με ράχες παραθύρων κλειστές σ’ έν’ άγουρο φεγγάρι
Τσαλακωμένα όνειρα σ’ εφημερίδες
(«Η αφαίρεση»)
Αναφορικά με την πρώτη συλλογή του Τραϊανού ορθά επισημαίνεται από το Γαραντούδη ότι: «Η υποβολή δυσοίωνων ψυχικών καταστάσεων κατορθώνεται ενίοτε με έναν λόγο άμεσο, ευθέως αναφορικό και απερίστροφα ρεαλιστικό [….]. Η αποστροφή προς εαυτόν ή προς ένα απόν πρόσωπο αντηχεί μάλλον ως ρητορικό πρόσχημα, παρά ως προσπάθεια σύναψης διαλόγου, αφού ο ποιητικός λόγος αρθρώνεται εκ των υστέρων, όταν πια κάθε ελπίδα και προσδοκία έχουν ματαιωθεί, με σκοπό να αποτιμήσει προσωπικές και συλλογικές απώλειες. Οι παρελθούσες μέρες είναι οριστικά χαμένες και οι παρούσες πιεστικά μικρές».[6]
Εύστοχα για την έντονη τάση υπαρξιακού μηδενισμού στην ποίηση του Τραϊανού ο Γιώργος Βέης παρατηρεί: «Ο Αλέξης Τραϊανός πρότεινε μιαν ιδιαίτερα ρεαλιστική ποιητική γραφή, όπου τα πράγματα απογυμνώνονται από οποιαδήποτε μεταφυσική αίγλη. Ο κόσμος εκμηδενίζεται μια και το ίδιο, το αδηφάγο και αδέκαστο εγώ του ίδιου του ποιητή δεν γνωρίζει καμιά κάθαρση, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές του, δεν απολαμβάνει σχεδόν τίποτα και τελικά δεν επιζεί».[7]
Στην εκτεταμένη αφήγηση από το ομότιτλο με τη συλλογή ποίημα: «Η κλεψύδρα με τις στάχτες», συναρθρώνονται παραληρηματικές εικόνες, με το υποκείμενο στη βυθομέτρηση της ύπαρξης διεκδικώντας την υπερβατική νύχτα ως διέξοδο στην πλήρη βίωση μιας ανενεργής ζωής. Αντιπροσωπευτικοί οι παρακάτω στίχοι:
Κάποιο πρωί θα ξυπνήσουμε δίχως πρωί
Τα μάτια μας θα ’χουν γκρεμιστεί μέσα στη νύχτα
Φώτα σβηστά βλέφαρα ασύνταχτα
Γράμματα μπερδεμένα μες στα κουρελιασμένα χείλια μας
Μασώντας την τελευταία μας λέξη σαν ξέφτι [….]
Αυτή η συνέχεια η συνέπεια
Να μην περιμένεις τίποτα
Να ξεφύγεις απ’ ό,τι ήθελες να ξεφύγεις
Να ξεχάσεις αυτό που θα ’θελες να ξεχάσεις
Να μην υπάρχεις σ’ αυτά που υπάρχεις [….]
Μόνον εγώ το ξέρω πώς περνώ τις μέρες μου
Χαρούμενα με τούτο τον πονόδοντο στο στήθος
Μόνον εγώ μες στων χεριών μου τη γωνιά
Μόνος το είδα το φαρμακείο να δηλητηριάζεται
Τα βότανα ανεβαίνουν στα κλωνιά τους
Κι οι λέξεις μαύρισαν σε μελανοδοχεία αόμματα
Θλιβεροί αστοί έρπουν στις λεωφόρους
Ταξιδεύουν μέσα σε κίτρινα χαρτιά κουτιά
Κίτρινα απογεύματα ταξιδεύουν
Δοκιμάζουν νερό με το πόδι τους
Λίγο πριν μπουν στον υπόνομο.
Σε αυτή τη βάση, ενδιαφέρουσες οι παρακάτω παρατηρήσεις του Στογιαννίδη για τη συλλογή: Η κλεψύδρα με τις στάχτες: «Το κλίμα γίνεται οδυνηρό. Το μελαγχολικό τοπίο, το γεμάτο υγρασία και σιωπή, μεταμορφώνεται σε μια φριχτή ερημιά. Η ζωή σχεδόν απουσιάζει ή, αν υπάρχει, τα χαρακτηριστικά της έχουν αλλοιωθεί. Τα πουλιά βογγούν αντί να κελαηδούν, το φώς είναι μαύρο, οι τοίχοι βουλιαγμένοι, οι πεταλούδες βρώμικες, φίδια παραθερίζουν μέσα στο αίμα μας, κλίμα σαν κι εκείνο που ζήσαμε σε διηγήματα τρόμου και φρίκης.[….].
[….] Άλλοτε είχε το κουράγιο να σκύψει και να μυρίζει το άρωμα των χαμένων ημερών, πριν αποπειραθεί να εγκατασταθεί στο χάος. Τώρα, πραγματοποιώντας την απόφαση εκείνη να μην περιμένει τίποτα, να ξεχάσει αυτό που ήθελε να ξεχάσει, να μην υπάρχει μέσα στο υπαρκτό, δεν θα παραλείψει μέσα από την ανυπαρξία του να μιλήσει.
[….] Διωγμένος απ’ το παρόν, κυκλοφορεί στο σπαραγμένο του παρελθόν. Είναι μια μνήμη παλιά που έχει γεράσει μέσα στα παιδικά του χρόνια και φέρνει στην επιφάνεια σκονισμένα αναμνηστικά που έχουν το χρώμα ρημαγμένης βιολέτας.
Ο Αλέξης Τραϊανός “ξεκοιλιάζει” συνεχώς μια μνήμη νεκρή για να ξανανθίσει, πιστεύει πως κάποτε μες απ’ τον ρημαγμένο του παράδεισο θα ξεπεταχτεί ένα λουλούδι που θα μοσχοβολήσει τον κόσμο του, τον κόσμον αυτόν που μάχεται ν’ αναστήσει με πολλή πίκρα κι αφόρητη οδύνη.[….]
Ο χώρος του Τραϊανού θυμίζει ερημιά. Όμως ο ποιητής είναι ανίκανος να τη μεταμορφώσει σε όαση. Μάλλον αφήνεται να υποστεί τη διάβρωσή της.[….]
Επιμένει στο τίποτα, θέλει να ξεχάσει αυτό που κάποτε σκέφτηκε να ξεχάσει, να μην υπάρχει μέσα στο υπαρκτό».[8]
Για το ιδιάζον ποιητικό σύμπαν του Τραϊανού, η Μάρω Τριανταφύλλου αναφέρει: «Έχει κανείς την αίσθηση ότι το σύνολο της ποιητικής του δημιουργίας είναι ένα και μοναδικό ποίημα που αναπλάθεται για να καταγράψει τον εφιάλτη μιας προσωπικής Οδύσσειας μέσα στο κλειστό και ασφυκτικό σύμπαν του διαμερίσματος. Η παρηγοριά της Ιθάκης απουσιάζει παντελώς. [….]
Χωρίς να καταργεί την Ιστορία, η ποίησή του λειτουργεί με τους νόμους ενός χρόνου συμπαγούς, ακίνητου και απειλητικού. Οι χρονικές διαβαθμίσεις δεν υπάρχουν, το χτες, το σήμερα, το αύριο χάνουν τη σημασία τους, μπερδεύονται σ’ ένα παρόν απελπισμένο και ολεθροτόκο. Επιστροφές στην παιδική ηλικία, εμμονές σε καταστάσεις βιωμένες στην εφηβεία, ματαιώσεις».[9]
Χαρακτηριστική, επίσης, η αποτύπωση της έντονης αυτοκαταστροφικής τάσης στην ποίησή του, στη σταθερή βάση ροπής του προς τον υπαρξιακό μηδενισμό από συνδυασμό ανίας και αγανάκτησης ως άμεσα απότοκα της κοινωνικής απαρέσκειας:
Το πρόσωπό μου ένα λίγο
Το απειλώ μέσα σε κάθε χρώμα
Ύστερα απ’ τις ναρκωτικές μποτίλιες του φεγγαριού
Νωρίς το πρωί όπως στις εκτελέσεις
(«Πάρκο του φεγγαριού»)
Καταστρέφω το πρόσωπό μου
Η οδύνη μου είναι από σένα
Γλίστρησε μέσα στο αίμα
Ο ήχος των λέξεων ο κίνδυνος
Ένα σωσίβιο με μολύβια
(«Χάρτης διακοπών»)
Γελοίο το πλήθος συνωθείται γύρω μου
Όπως σ’ ένα χυδαίο όνειρο αμερικάνικο περίπου
Με ζαχαρένια σπίτια πουκάμισα περιτυλίγματος
(«Πυροβολώ την τούρτα με κεράκια»)
Ως προς την τελευταία συλλογή του Τραϊανού αξίζει να αναφερθεί ότι η λεπτομερειακή περιγραφή μιας τόσο ανυπόφερτης πραγματικότητας ως προς την ολική έλλειψη προοπτικής στο τέλμα δωματίου επικυρώνει την απόφαση τέλους ως νομοτελειακή αναγκαιότητα απεγκλωβισμού από μια εντελώς απεχθή ζωή:
Ξαπλωμένος
Απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα
Του δωματίου μου
Βλέπω πάντα το ίδιο τοπίο
Τη μισάνοιχτη πόρτα του αποχωρητηρίου
Μισή άσπρη λεκάνη
Μισό μαύρο καπάκι
Το σφουγγαρόπανο για τα δάκρυα
Καμένα μάτια φαντασμάτων
Στο λεπρό καθρέφτη
(«Σύνδρομο του Ελπήνορα ή Έτοιμος»)
Ψάχνοντας τ’ όνομά μου
Ψάχνοντας γι’ αέρα ’δω μέσα
Χώρους όσφρησης για μια φράση
Τώρα που ο κόσμος αναπνέει τη βρώμα του
Αντισηπτικά οράματα
Ανταλλακτικά του κενού
(«20-10-44»)
Συνεπώς, εστιάζοντας στην τελευταία του συλλογή επισημαίνεται ότι «βάση της ποίησης του Τραϊανού είναι το μηδενιστικό εγώ και κύρια στοιχεία της η αγωνία που προκαλείται από ακραίες υπαρξιακές καταστάσεις (θάνατος, φθορά), το βίωμα του άχρονου και η αθώα, προσυνειδητή πρόσληψη των πραγμάτων».[10] Ως προς την έντονη τάση εσωτερικής σύγχυσης στο: Το σύνδρομο του Ελπήνορα, με κέντρο αναφοράς την ανάλογη αίσθηση αποδιοργάνωσης στον κόσμο ως βάση για την ρεαλιστική αναπαράσταση στην ποίηση, ο Βέης ορθά παρατηρεί: «Στην αποφορά της περιρρέουσας ατμόσφαιρας και στον γενικότερο εκμαυλισμό που διαβρώνει τους πάντες, ο Αλέξης Τραϊανός δεν έχει να αντιπαραθέσει σχεδόν τίποτα. Καταρρέει και μαζί του καταρρέει το όνειρο πολλών που πίστεψαν στην αποκατάσταση των φθαρμένων αξιών της ανθρωπιάς και του έρωτα, που χάθηκαν μέσα απ’ τα ίδια τους τα χέρια».[11]
Συνοψίζοντας, πολλά ακόμη μπορούν να ειπωθούν για το κλειστοφοβικό πλαίσιο της ποίησης του Τραϊανού. Πρόκειται για στίχους που σηματοδοτούν την ανάγκη για απόδραση σε μια άλλη κοινωνική πραγματικότητα, εκεί όπου το γήινο- πεπερασμένο μπορεί να αντικατασταθεί από το υπερβατικό, άρρηκτα συνυφασμένο με την προοπτική ευόδωσης των ανεκπλήρωτων στόχων της ζωής σε ένα πολλά υποσχόμενο επέκεινα.
[1] Για το χρονολόγιο της ζωής και του έργου του ποιητή, αναλυτικότερα, βλ. Αλέξης Τραϊανός, Φύλακας Ερειπίων: Τα ποιήματα, επιμ. Αλέξης Ζήρας-Στέφανός Μπεκατώρος, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 1991, σσ.307-315.
[2] Για τη ζωή του Ίαν Κέρτις και τη σύντομη, αλλά σημαντική μουσική του διαδρομή ως βάση για τη διαμόρφωση μετέπειτα της ροκ μουσικής σκηνής, βλ. αναλυτικά Νίκος Κομπολάκης, «Ίαν Κέρτις-Ο πρωτοπόρος αυτόχειρας», <http://www.flowmagazine.gr/ian_curtis_protoporos_autoxeiras/>, 11 Δεκεμβρίου 2016.
[3] Για τα ποιήματα του Αλέξη Τραϊανού που παρατίθενται και ερμηνεύονται εδώ χρησιμοποιείται η συγκεντρωτική έκδοση, Αλέξης Τραϊανός, Φύλακας ερειπίων: Τα ποιήματα, επιμ. Αλέξης Ζήρας-Στέφανος Μπεκατώρος, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 1991.
[4] Αλέξης Ζήρας, «Η Συνείδηση του Μηδενός: μια ανάγνωση της ποίησης του Αλέξη Τραϊανού» στο: Αλέξης Τραϊανός, Φύλακας ερειπίων: Τα ποιήματα, επιμ. Αλέξης Ζήρας-Στέφανος Μπεκατώρος, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 1991, σ.289.
[5] Για το ερμηνευτικό βάθος του πρώιμου ποιήματος «Ερμητικές κάμαρες» ως βασικό κλειδί κατανόησης των μετέπειτα βασικών συμβόλων στην ποίηση του Τραϊανού, βλ. Γιώργος Βέης, «Όταν τα γυαλικά της ποίησης σπάνε σε κάμαρες ερμητικές», Αντί, τχ.240 (2 Σεπτεμβρίου 1983), σσ.40-41.
[6] Αναλυτικότερα, βλ. Ευριπίδης Γαραντούδης, Από τον μοντερνισμό στη σύγχρονη ποίηση (1930-2006), εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2007,σ.297-298. Επίσης, βλ. το ίδιο κείμενο του Γαραντούδη για την ποίηση του Τραϊανού στο Ευριπίδης Γαραντούδης, «Αναφορά στην ποίηση του Αλέξη Τραϊανού», Εντευκτήριο, τχ. 20 (Οκτώβριος 1992), σσ.35-40.
[7] Γιώργος Βέης, «Απ’ τη φθορά των αδιεξόδων στην αφθαρσία του λόγου», Διαβάζω, τχ.119 (22 Μαΐου 1985), σ.59.
[8] Γ.Ξ.Στογιαννίδης, «Αλέξης Τραϊανός: Ένας Θεσσαλονικιώτης ποιητής της πληγωμένης μνήμης», Πλανόδιον, τχ. 13 (Δεκέμβριος 1990), σσ.458-459,461.
[9] Μάρω Τριανταφύλλου, «Ξαναδιαβάζοντας τα ποιήματα του Αλέξη Τραϊανού», Πλανόδιον, τχ.17 (Δεκέμβριος 1992), σσ.596-597.
[10] Στέφανος Μπεκατώρος, «Ποίηση ερειπίων», Πρώτη, 19 Απριλίου 1986.
[11] Γιώργος Βέης, «Απ’ τη φθορά των αδιεξόδων στην αφθαρσία του λόγου», ό.π.σ.60.
Ο Κοσμάς Κοψάρης είναι Δρ. Φιλολογίας Π.Ι., Υπ. Δρ. Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας Α.Π.Θ., Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας Α.Π.Θ., Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας Ε.Κ.Π.Α., κριτικός Λογοτεχνίας-Θεάτρου-Κινηματογράφου.