You are currently viewing Κοσμάς Κοψάρης: Ο μοναχικός «διάβολος» του Αντώνη Φωστιέρη

Κοσμάς Κοψάρης: Ο μοναχικός «διάβολος» του Αντώνη Φωστιέρη

Ο Αντώνης Φωστιέρης, όταν το 1981 εξέδωσε την περίφημη ποιητική συλλογή του: ο διάβολος τραγούδησε σωστά, εισήγαγε το ζήτημα της απόλυτης υπαρξιακής εκμηδένισης στην ποίησή του. Ο φόβος του κενού είναι κάτι που θα απασχολεί μόνιμα τον ποιητή εφεξής. Σε αυτό το πλαίσιο, ο διάβολος ως πρωταγωνιστική μορφή των ποιημάτων του εν προκειμένω δεν αντιπροσωπεύει το φορέα του κακού. Απαλλάσσεται από κάθε μεταφυσική αίγλη τρόμου. Ενώ πηγή επίδρασης του Φωστιέρη για το προσωπείο του διαβόλου είναι ο Μπωντλαίρ, η πρωτοτυπία του επιγενόμενου ποιητή δημιουργεί ένα μοναδικό φαινόμενο στα χρονικά της νεότερης ποίησης: ο διάβολος μπορεί να είναι ο κάθε ευάλωτος και περιθωριοποιημένος άνθρωπος του σήμερα που απλά εμφορείται τη σκοτεινή όψη του αγγελικού. Αποτελεί, δηλαδή, τη ζοφερή πτυχή του κάθε ατόμου όταν νιώθει πως δεν έχει λόγο ύπαρξης σε έναν άκρως μηχανοποιημένο κόσμο. Αυτός ο νοσηρός αυτοματισμός αποξενώνει τον καθένα από τους γύρω του, επιφέροντας την υπαρξιακή βυθοσκόπηση συνάλληλα με τον φόβο του θανάτου. Έτσι, στην ποιητική μυθολογία του Φωστιέρη ο διάβολος συμβολίζει τον ερημικό άνθρωπο που ψυχορραγεί ακριβώς πάνω στα όρια ενός αλλοτριωμένου κόσμου, πριν αλλοιωθεί και  εκείνος. Για το συγκεκριμένο λόγο, ο διάβολος, όσο και αν ζει στο φωστιερικό σκοτάδι, δεν έχει αποβάλλει από μέσα του το αγγελικό φως. Αυτό αντιπροσωπεύει την ελπίδα του ποιητή ότι μέσω της ποίησης καταπολεμά τον μεγαλύτερο εχθρό της ύπαρξης, την ανυπαρξία. Ο διάβολος, όσο οξύμωρο και αν ακούγεται, γίνεται προασπιστής του οράματος του Φωστιέρη για τη διεκδίκηση της αιώνιας ζωής μέσω της ποίησης, στέκοντας πάντα στο μεταίχμιο μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας, φωτεινού και σκοτεινού, του είναι και του απόλυτου τίποτα.

 Επισημαίνεται από το Γαραντούδη για τη μορφή του διαβόλου στη σχετική συλλογή ότι λειτουργεί για τον Φωστιέρη: «ως το όχημα της περιπλάνησης σε ένα χώρο που από εδώ και πέρα θα ελκύει σταθερά τον ποιητή, το χώρο του φανταστικού και του παράδοξου».[1] Στην προκειμένη περίπτωση, ο έκπτωτος άγγελος: «δεν είναι το μυθολογικό σύμβολο της θεολογίας ως φορέας του κακού, αλλά ένα ποιητικό πρόσωπο που πίσω του κρύβει το απόλυτο κενό. Ενώ στη θεολογία, δηλαδή, ο διάβολος είναι μια οντότητα που βαραίνει ως αντίπαλον δέος του θείου, εδώ είναι μια συμπύκνωση του μη όντος, το οποίο όμως, μέσω της ποίησης, αποκτά υπόσταση. Έτσι αυτός γίνεται φορέας μιας διαλεκτικής κίνησης ανάμεσα στο ον και το μη ον, στο καλό και το κακό, στον άντρα και τη γυναίκα, στο μαύρο και το άσπρο, και σε κάθε ζεύγος εν γένει αντιθετικών εννοιών».[2] Για τον Ζήρα: «η εξύμνηση του δαιμονικού» στη συλλογή Ο διάβολος τραγούδησε σωστά «δεν είναι τίποτε περισσότερο από [….] το “καταραμένο κομμάτι” μας, όπως το ονόμασε αναλογικά ο G.Bataille αυτό που το εξορκίζουμε να μην εμφανιστεί, να μην αναδυθεί από το σκότος, γιατί αν αναδυθεί απειλείται η με τόση επιμέλεια χτισμένη ενότητα των αντιθέτων μας».[3] Επίσης, στην εν λόγω συλλογή διακρίνεται «ο πόθος της απόλυτης γνώσης, όχι μόνο του εξατομικευμένου είναι αλλά και της φύσης του, μιας φύσης […] αρχετυπικής, όσο το δυνατόν πιο αποκαθαρμένης και διαυγούς μέσα στην κοσμική πραγματικότητα».[4] Στη συγκεκριμένη ερμηνευτική θεώρηση: «το δαιμονικό, όπως απεικονίζεται στη συλλογιστική του Α. Φωστιέρη, είναι προφανώς η άλλη όψη του αγγελικού και ύψιστου. Η μήπως-δαιμονικό και αγγελικό-προσωπεία της μιας και μόνης κατάστασης του ανθρώπου στον κόσμο;».[5]

Το ποίημα: «Εκπομπή» από αυτή τη συλλογή, είναι ενδεικτικό της ατμόσφαιρας του τίποτα μέσα στην οποία ο Φωστιέρης επιχειρεί να θέσει το διάβολο μοναχικό πρωταγωνιστή. Ο συμβολικός, ωστόσο, ήρωας του Φωστιέρη εμφανίζει και μια άλλη πρωτοτυπία. Γίνεται το μέσο διάκρισης της αυταπάτης από την αλήθεια σχετικά με το τι συνιστά πραγματικά αυθεντικότητα ύπαρξης. Αυτή η μετάβαση στην απόλυτη εμπέδωση του είναι αποτελεί τη μέγιστη παρακαταθήκη του διαβόλου για κάθε άνθρωπο που ταλανίζεται στην υπαρξιακή του δίνη. Εδώ, η κορύφωση της εσωτερικής έντασης για το μοναχικό υποκείμενο σε μόνιμη πλήξη εντοπίζεται στην αδυναμία διάκρισης της πραγματικότητας, όταν αυτή αλλοιώνεται από απόκοσμους ήχους: κραυγές αγγέλων μπερδεμένες με το τραγούδι του διαβόλου προοιωνίζουν την έλευση του τίποτα την οποία ο ποιητής πασχίζει να ξορκίσει μέσω της παρουσίας του διαβόλου:

 

 Είσαι στο βάθος και σ’ ακούω που τραγουδάς

(Έτσι όπως κλαίνε, με λεπτές φωνές, οι λύκοι).

        Οι μέρες άδειες κι οι βδομάδες της σειράς

Μες στην καρδιά τους κατοικείς, κακό σκουλήκι.

 

           Θόρυβοι, γέλια, που μπερδεύονται σφιχτά

Με των ανθρώπων τις κραυγές και των αγγέλων.

                        Τηλεοράσεις, ραδιόφωνα ανοιχτά

            Μ’ ανταποκρίσεις κι εκπομπές από το μέλλον

 

            Τί θέλω εγώ σ’ αυτόν τον ψεύτικο ουρανό;

          Κλείνω τα μάτια μου, νυστάζω και φοβάμαι.

                 Βαθιά στα φέρετρα, σε δρόμο αδειανό,

         Βάζει ο διάβολος μπροστά

                                            τη μηχανή,

                                                                  και πάμε.[6]

 

Ενδιαφέρουσα, επίσης, η παρακάτω άποψη για τη συγκεκριμένη συλλογή του ποιητή: «Ο έρωτας του διαβόλου δεν είναι παρά το τελευταίο, το κρισιμότερο στάδιο του Έρωτα: η απεγνωσμένη απόπειρα εισβολής στο σώμα του Κακού. Η επερχόμενη συμφιλίωση, που αίρει την αρχαία ρήξη του Καλού και του Κακού, και η δικαίωση που ακολουθεί, μέσα στην απόλυτη Γνώση του αναπόφευκτου τέλους, είναι η βάση που πάνω της στηρίζεται» η συλλογή Ο διάβολος τραγούδησε σωστά.[7]

Στις κριτικές θεωρήσεις για τη λειτουργία του διαβόλου στον Φωστιέρη, η παρακάτω συνδέεται εύστοχα με τη γενικά έντονη τάση του ποιητή προς τον υπαρξιακό μηδενισμό: «Ο Φωστιέρης, πολύ πιο σατανικός, μ’ όλα αυτά τα ποιήματα μας λέει να μην ελπίζουμε ούτε στον Άγγελο ούτε-ιδίως-στο Σατανά, γιατί δεν υπάρχουν. Αλλού είναι ο τρόμος, κρύβεται σ’ αυτά που δεν μπορείς να ονομάσεις. Ο Σατανάς, ο ανύπαρκτος και ο δίχως όνομα, υπνοβάτης και σχοινοβάτης πάνω σ’ αυτή την εξαίσια κόψη του ξυραφιού, αιωρείται, στο ακριβές σημείο μεταξύ αθροίσματος και αφαίρεσης, αυτό το κοσμικό ακριβές σημείο του συν και του πλην, δηλαδή του τίποτα».[8]

Σε αυτή τη βάση: «το ανύπαρκτο δάχτυλο του Διαβόλου δείχνει τα αντικείμενα τα ονομάζει. Αλλά στη στιγμή ακριβώς της βάφτισης, το κάθε αντικείμενο χάνει το όνομά του, γιατί ο προσδιορισμός το αφανίζει. Το αντικείμενο όμως παραμένει, ανελέητο, γιατί ακριβώς ελεύθερο πια από κάθε ονομασία, αντικείμενο αναρχικό, που δεν αφανίζεται με τίποτα. Κι έτσι, το Χάος, η μόνη μας ελπίδα, μας είναι απαγορευμένο. Τα αντικείμενα, σε μία πτώση αργή και ιερατική, ακουμπούν αυτό το χάος και το γεμίζουνε με έννοιες νεκρές, μ’ ένα θρόισμα τρέλας, και μας το κλέβουν.[….] Η ποίηση του Φωστιέρη, το μυστικό της, είναι εκεί: η κάθε της λέξη είναι ένα αντικείμενο εν πτώσει.[….] Ποίηση της πτώσης, του αφανισμού, του τίποτα, ούτε του πριν, ούτε του μετά, αλλά του ανύπαρκτου τώρα».[9]

Ο συνδετικός κρίκος του πεπερασμένου και της υπερβατικής απεραντοσύνης είναι η σιωπή. Αυτή από τη μια υποδηλώνει το δέος του ποιητή για τα τόσα σοβαρά οντολογικά ζητήματα που επεξεργάζεται στην ποίησή του, μα από την άλλη συνιστά ένα κάλεσμα στον αναγνώστη να απαντήσει εκείνος στα ερωτήματα που θέτει ο Φωστιέρης, ως έναυσμα για περαιτέρω συνομιλία. Έτσι, ο διάβολος, τη στιγμή που στο ομότιτλο ποίημα αυτής της συλλογής εγκαινιάζει το τραγούδι της ανυπαρξίας, είναι σαν να επιζητεί να διαστείλει το γήινο χρόνο του καθενός μας, τραβώντας τη ζωή, έστω για λίγο, μακριά από το θάνατο. Είναι σαν να λέει με άλλα λόγια ο ποιητής ότι το συμπαντικό άπειρο θα βασιλεύει αιώνια. Ας καθυστερήσουμε λίγο ακόμη μέσω της ποίησης τη μετάβαση στο υπερβατικό άπειρο με το τραγούδι του διαβόλου. Αυτό το άκουσμα αποτελεί το κάλεσμα για όλους όσους πασχίζουν να περισώσουν, όπως ο ποιητής, κάθε στιγμιότυπο ύπαρξης στην αιωνιότητα. Τίθεται στο παρακάτω ποίημα γενικά η σημασία της τέχνης ως πανάκεια για τον αμείλικτο χρόνο που καταστρέφει τα πάντα:

 

Αν πέρασες για λίγο στο τραγούδι μου

Είναι που δεν υπάρχεις.

Αφού ό,τι ζει

Μιλάει μονάχο για τη δόξα της ζωής του

Αφού ό,τι έζησε

Ξεφούσκωσε στο φως

Το θούριο το μπαλόνι του θριάμβου του.

Όμως κι εσύ τραγούδησες σωστά,

Με σιωπή,

Περίμενες να εξαντληθεί ο Ύμνος

Να σβήσουν τα καντήλια της θεότητας

Καθώς εκείνο που λατρεύτηκε ξεφτάει

Κι αυτό που ειπώθηκε το παίρνει ο καιρός

Τ’ αλέθει η λήθη το σκορπάει στο Έγινε.

Τραγούδησες σωστά, με σιωπή,

Βουίξανε οι σάλπιγγες της μήτρας

Κι απάντησε στην ίδια γλώσσα ο θάνατος

Άηχη φωνή

Πηχτό ακατάσχετο το μαύρο απ’ την αρχή

Μέσα του λιώνει

Με στριγγλιές φωτός

Η σφαίρα.

 

Ως προς τη φωνή του διαβόλου στον Φωστιέρη ως κάλεσμα στην ανυπαρξία επισημαίνεται το εξής: «Το τραγούδι του διαβόλου δεν είναι παρά το τραγούδι μιας βουβής τρέλας που φτάνει σ’ εμάς μέσα από φανταστικές εικόνες πτώσης και παρακμής: είναι ένα τραγούδι “φανταστικό”, που συλλαμβάνεται χωρίς ποτέ να μπορεί να “ακουστεί”, να γίνει παλμική,  μουσική νότα και να καταγραφεί στο χώρο. Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι ο διάβολος του Φωστιέρη είναι, ποιητικά, απρόσιτος ή απρόσωπος. [….]

Το σημαντικότερο γνώρισμα του διαβόλου του Φωστιέρη είναι η τάση του να εξοικειωθεί γρήγορα, πολύ γρήγορα, μαζί μας. Θέλει να τον εμπιστευτούμε αμέσως. Να τον πιστέψουμε-και γι’ αυτό κάνει τα πάντα: υπόσχεται, αυτοταπεινώνεται, υποκρίνεται στο έπακρο, υπαναχωρεί, σωπαίνει. Στο τέλος υποδύεται τον ακίνδυνο, κουρασμένο να πετάει πια, άγγελο. Φυσικά ψεύδεται. Είναι, καταρχήν, “ανύπαρκτος”».[10]

Ο διάβολος του Φωστέρη, μοναχικός περιπατητής στην άκρη του κόσμου, ακροβατώντας μεταξύ φωτός και σκότους, αφήνει ένα αισιόδοξο μήνυμα στον αναγνώστη: όποιος βρίσκεται στο σκοτάδι, μπορεί να επιστρέψει στο φως, όπως εκείνος, διεκδικώντας το αγγελικό του ανθρώπινου πεπρωμένου. Όποιος ανάλογα αισθάνεται ότι δεν έχει φωνή, υπόσταση ή λόγο ύπαρξης είναι δυνατόν εκ νέου να αναχθεί στο υπαρκτό της κοινωνικής πραγματικότητας, αρκεί να είναι κατάλληλα συντονισμένος για να αντιληφθεί τα σήματα ύπαρξης κατά περίπτωση. Επίσης, ο γήινος χρόνος μπορεί να φαντάζει μικρός, αλλά εκείνο που μάς διδάσκει ο διάβολος του Φωστιέρη είναι ότι η αιωνιότητα ενδέχεται να μην βρίσκεται αποκλειστικά στο επέκεινα αλλά στα εγκόσμια. Αν ο καθένας συνειδητοποιήσει αυτή τη βασική αρχή της ποίησής του, θα ακούσει το τραγούδι του διαβόλου και τότε θα επιβεβαιωθεί πως: ο διάβολος τραγούδησε σωστά.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Αναλυτικότερα, βλ. Ευριπίδης Γαραντούδης, «Η ποίηση του Φωστιέρη: μια περιπλάνηση στη νύχτα του τίποτα», Εμβόλιμον, τχ.41-42 ([Δεκέμβριος] 2000), σ.49.

[2] Γιώργος Μαρκόπουλος, Εκδρομή στην άλλη γλώσσα, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1994, σ.171, πρβλ. τις αντίστοιχες απόψεις του Μαρκόπουλου για το ίδιο ζήτημα στο: Γιώργος Μαρκόπουλος, «Κατάδυση στο βαθύτερο είναι των πραγμάτων και στις ζοφερές σφαίρες της μεταφυσικής», Αλφειός, τχ.12-13 (Καλοκαίρι 1997), σ.21.

[3] Αλέξης Ζήρας, «Αντώνης Φωστιέρης: τo Θα και το Να του Θανάτου», Γράμματα και Τέχνες, τχ.56, (Ιούλιος-Οκτώβριος 1988), σ.13.

[4] Ό.π.σ.13.

[5] Αναλυτικότερα για τη θεώρηση της εν λόγω συλλογής του Φωστιέρη από το Ζήρα, ό.π.σσ.13-14.

[6] Για τα ποιήματα του Αντώνη Φωστιέρη που παρατίθενται και εξετάζονται στο συγκεκριμένο άρθρο χρησιμοποιείται η έκδοση: Αντώνης Φωστιέρης, Ποίηση 1970-2005: συγκεντρωτική έκδοση, εκδ. Καστανώτη, Αθήνα 2008.

[7] Γιώργος Βέης, «Η διαιώνιση του δαιμονικού», Διαβάζω, τχ. 161 (11-2-1987),  σ.57.

[8] Μαργαρίτα Καραπάνου, «Ο διάβολος τραγούδησε σωστά», Αντί, τχ. 232 (27-7-1983), σ.48.

[9] Ό.π.σ.48.

[10] Βέης, «Η διαιώνιση του δαιμονικού», ό.π.σ.57.

Ο Κοσμάς Κοψάρης είναι Δρ. Φιλολογίας Π.Ι ,Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας ΕΚΠΑ, Υπ. Διδάκτωρ Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας Α.Π.Θ. και Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας Α.Π.Θ.

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.