Ο θάνατος για τον Αντώνη Φωστιέρη συνιστά μια έντονα οντολογική αναμέτρηση, ένα παιχνίδι με τα ακροτελεύτια όρια της ύπαρξης. Ο θάνατος ερμηνεύεται από τον ποιητή ως ένα δίπολο που αφορά τόσο το τέλος του επίγειου όσο συνάμα και την αρχή του επέκεινα. Αυτή η διφορούμενη έκφανση της νομοτελειακής φθοράς διοχετεύεται στον αναγνώστη μέσα από το φίλτρο μιας ιδιότυπης φιλοσοφικής βιβλικότητας. Ο στοχασμός του ποιητή για την ποιητική απόδοση του θανάτου στο νέο βιβλίο του: Θάνατος ο Δεύτερος, ανάγεται στο σχετικό χωρίο από την Αποκάλυψη του Ιωάννη, όπου αναφέρεται σχετικά ότι: «Και ο θάνατος και ο Άδης εβλήθησαν εις την λίμνην του πυρός».[1] Το ώριμο ποιητικό εγώ σε αυτή τη συλλογή ανασυνθέτει την πραγματικότητα μέσα από την ποιητική δημιουργία, η οποία συνεχώς αναζωογονεί τον εσωτερικό του κόσμο. Η έκρηξη του σύμπαντος σηματοδοτεί την αρχή της ύπαρξης, την ενεργοποίηση της γλώσσας με τη συνακόλουθη απόδραση του οντολογικού είναι από το τίποτα: «Η μήπως η έκρηξη//να ’ταν εκείνη//Μόνη απ’ την αρχή//Ο αληθινός πυρήνας//όλων των νοημάτων;».[2] Στο προκείμενο φωστιερικό σύμπαν, όπως και εν γένει σε όλο το εύρος του ποιητικού του καμβά, η ποίηση έχει την ιδιότητα του να κατακερματίζει τα χρονικά επίπεδα όσο και να τα ανασχηματίζει. Με τον τρόπο αυτό, το τέλος δεν μάς τρομάζει γιατί βρίσκεται πολύ κοντά στην αρχή.
Η εναγώνια σκέψη του ποιητή είναι να διασώσει την έννοια της ύπαρξης στο επέκεινα. Η διανοητική μήτρα αυτού του στοχασμού συνδέεται με την αρχαία ελληνική φιλοσοφία: «Τίποτα λέει δεν χάνεται στο σύμπαν//Τίποτα-//Κι αυτό που υπήρξε κάποτε//Πάντα θα υπάρχει αλλάζοντας//Μορφές και σχήματα στα εξ ων».[3] Μέγιστο προτέρημα αυτών των ποιημάτων είναι η στιβαρότητα μαζί με μια ανανεωτική έκφραση που ανακλά τη νεανική διάθεση του ποιητή του «Σκοτεινού Έρωτα» προς διερεύνηση του γοητευτικού σκοτεινού απείρου. Η σκοτεινή διαδρομή του Φωστιέρη σηματοδοτεί όλα αυτά τα χρόνια την τάση αποδόμησης όσο και αναδόμησης της έννοιας του θανάτου. Σε αυτή την περίπτωση ενδεικτικός είναι ο τίτλος της συλλογής: το Θα και το Να του θανάτου, που συμπυκνώνει τα βαθύτερα φιλοσοφικά αποστάγματα του Φωστιέρη γύρω από αυτή την ιδέα. Στην τωρινή συλλογή, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η απόπειρα σύζευξης της πλατωνικής με τη χριστιανική ιδέα περί θανάτου. Όλα παρατάσσονται εδώ με έναν έντονα ιερατικό-υποβλητικό ρυθμό που ουσιαστικά δείχνει την αρχή προέλευσης των πάντων, ήτοι το αρχέγονο σύμπαν ως η ζωτική πηγή εξουδετέρωσης του φόβου για το απόλυτα τίποτα μετά το θάνατο.
Αν τα Τοπία του τίποτα, η προηγούμενη συλλογή του Φωστιέρη, μάς τρομάζει διότι μάς φέρνει αντιμέτωπους με την απεραντοσύνη του χείλους της αβύσσου, ο Θάνατος ο Δεύτερος μάς λυτρώνει, μάς οδηγεί στην κάθαρση διότι δείχνει ότι η ποιητική δημιουργία καταπολεμά την ανυπαρξία. Η ποίηση είναι κάτι το πύρινο, το φωτεινό, παρόλο που τρέφεται με το αιώνιο, ερεβώδες σκοτάδι: «Ευκίνητος ζογκλέρ το σύμπαν//Προχωράει σφυρίζοντας//Δεν διαψεύδει με αγνοεί//Στριφογυρνάει μανιωδώς//Τις σφαίρες του».[4] Εύλογο το ερώτημα από την ανάγνωση στίχων της συλλογής, σχετικά με τον αν η ποίηση σαρκώνει το υπαρκτό ή το ανύπαρκτο. Αποδίδεται η αίσθηση μιας απόπειρας αντιστροφής του κοσμικού χρόνου ώστε μέσα από έναν εκ νέου προβαλλόμενο αγνωστικισμό να αναδειχθούν τα μείζονα συμπαντικά ζητήματα που επιχειρεί να ξεκλειδώσει ο άνθρωπος ανά τους αιώνες («Ουκ έχω ειδέναι»).[5]
Όλος ο πολυσύνθετος μηχανισμός βιολογικής σύστασης κάθε ατόμου καταμαρτυρεί την καταγωγή του από ένα σκοτεινό μηδέν, στο οποίο πάλι θα καταλήξει. Ωστόσο, αναρωτιέται κανείς πως αν από το τίποτα προκύπτει το είναι, το εκάστοτε είναι, τότε η μετατόπιση στο επέκεινα επιβεβαιώνει τα ίχνη της αιώνιας παρουσίας της ύπαρξης, έστω και αν αυτή ταξιδεύει αφανής δίπλα από τον καθένα στο διηνεκές του χρόνου, ως παράλληλος άξονας: «Και άξαφνα//Να τιναχτείς εσύ μέσ’ απ’ το αίμα//Κλαίγοντας, //Μην σε τραβήξει//Πίσω το//Μηδέν//».[6] Η μνεία στον Πλάτωνα στη συγκεκριμένη συλλογή δεν είναι τυχαία. Μήπως, τελικά, είμαστε δέσμιοι των αισθήσεων, όπως θέτει το ζήτημα ο φιλόσοφος στην «Αλληγορία του Σπηλαίου»; Διαβάζοντας κανείς αυτούς τους στίχους, μπορεί να θέσει το ζήτημα της αναπαριστώμενης στον Φωστιέρη πλατωνικής θεώρησης περί αίσθησης και ιδέας: «Περιπλανώμενος//Νοερός νεκρός//Στον Άδη αυτόν//Του απάνω κόσμου//Ανάμεσα//Σε τόσους ζωντανούς//Που ανόρεχτοι//ρουφούν το χάδι του φωτός//Την ευωδία των ήχων//-Τι άξεστο//Ανάξιο κοινό//Στην πιο ευφάνταστη//Σκηνοθεσία//του όντος».[7]
Η ύπαρξη εκλαμβάνεται από τον ποιητή ως κατασκευή η οποία πιστοποιεί συνεχώς την ανάγκη του υποκειμένου για δημιουργία ως αντίβαρο στη νεκρική αδράνεια: «Γρανάζια τροχαλίες στρόφαλοι//Δουλεύοντας νυχθημερόν//Στο ακοίμητο εργοστάσιο//Του σώματός σου».[8] Η σωματική υπόσταση θεωρείται από τον Φωστιέρη ως η σχηματοποίηση της αιωνιότητας μέσα σε κάτι το πεπερασμένο, γεγονός που προσδίδει στο τελευταίο διασταλτική έννοια: «Το σώμα σου ένδυμα//Μανδύας του Παντός».[9]
Ο χρόνος γίνεται το όχημα του ποιητικού εγώ για να βυθομετρήσει την ύπαρξή του. Περιδιαβαίνει με άνεση τις χρονικές βαθμίδες, από το παρελθόν στο μέλλον, για να μπορέσει να ξορκίσει το φόβο της φθοράς του καιρού που φεύγει ανεπιστρεπτί. Όταν το τέλος συναντά την αρχή, τότε και ο ποιητής μπορεί να ελπίζει σε μια οντολογική αναζωογόνηση. Τότε ο Θάνατος ο Δεύτερος γίνεται το απείκασμα της ζωής που φεύγει για να επιστρέψει (Εκείνο//Το μικρό παιδί//Που κάποτε// ήσουν// Θαμμένο//Τυλιγμένο με φασκιές//Στη ζωντανή σαρκοφάγο//Του νέου σου//Σώματος),[10] διατηρώντας σε κάθε δημιουργική της πνοή το αίσθημα της απεραντοσύνης που αποκομίζει ο Φωστιέρης μέσα στο ποιητικό του εργαστήρι. Είναι, δηλαδή, σαν να αιωρείται πάνω και πέρα από τη δική του ύπαρξη χάρη στην αποτυπωμένη αθανασία μέσω στίχων: «Κάθε χρόνο//Προσπερνάω ανύποπτος//Την ημερομηνία την ώρα//Εκείνο τ’ αφανέρωτο λεπτό//Του μέλλοντος θανάτου μου».[11] Η μη διάζευξη των αντιθέτων είναι χαρακτηριστικό της ποίησης του Φωστιέρη, μία αρχή που συνιστά σημείο συνάντησης με την καρυωτακική ποίηση. Εξάλλου, ο Φωστιέρης αναφέρεται ονομαστικά στον Κ.Γ.Καρυωτάκη στο ποίημά του: «Κρυφό Σονέτο»,[12] με σκοπό να δηλώσει την κορύφωση του ψυχικού αδιεξόδου του μεσοπολεμικού αυτόχειρα ποιητή στην επίγεια πραγματικότητά του («Κάθε πραγματικότης/Του ήταν αποκρουστική//Το μέλλον// ‘Έννοια παντελώς αφηρημένη »).[13] Ως εκ τούτου, το μέλλον γίνεται λήθη αντί προσμονή («Στη λήθη του ανθρώπου//Το μέλλον),[14]ενώ για το βιωματικό εγώ του ποιητή περιγράφονται κάποιες δύσκολες στιγμές, όταν ο αόριστος ως χρόνος: «Σφραγίζει οριστικά//Τα περασμένα».[15]
Παρακολουθώντας κανείς την ποιητική πορεία του Φωστιέρη εντυπωσιάζεται στο συγκεκριμένο βιβλίο από την ενίοτε απογυμνωμένη γραφή, τον μινιμαλιστικό τρόπο απόδοσης των νοημάτων όσο και από την αναγωγή στον βαθύτερο μηχανισμό που συνέχει και συνάμα διαπερνά την ποιητική δημιουργία. Πρόκειται για τον συμπαντικό μηχανισμό, που είναι εξίσου αθάνατος όσο και η ελπίδα του ποιητή να παραμείνουν οι στίχοι του αιώνιοι. Είναι σαν να μάς λέει, με άλλα λόγια, ο Φωστιέρης ότι κάθε φορά που γεννιέται ένας στίχος, ο καθένας μας μπορεί να ατενίσει τον εαυτό του στην αιωνιότητα, να περιηγηθεί στο φωστιερικό, «πύρινο» σκοτάδι του απείρου.
Ο Κοσμάς Κοψάρης είναι Δρ. Φιλολογίας Π.Ι., Υπ. Δρ. Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας Α.Π.Θ., Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας Α.Π.Θ., Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας Ε.Κ.Π.Α., κριτικός Λογοτεχνίας-Θεάτρου-Κινηματογράφου.
[1] Αντώνης Φωστιέρης, Θάνατος ο Δεύτερος, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2020, σ. 7.
[2] «Ο πυρήνας του νοήματος», ό.π.σ.9.
[3] «Ψιχία ψυχής», ό.π.σ.10.
[4] «Βελούδινος Γκρεμός», ό.π.σ.12.
[5] «Ουκ έχω ειδέναι», ό.π.σ.17.
[6] «Το Παζλ», ό.π.σ.25.
[7] «Ο νοερός νεκρός», ό.π.σ.24.
[8] «Το εργοστάσιο», ό.π.σ.26.
[9] «Η σάρκα του χρόνου», ό.π.σ.29.
[10] «Η μούμια», ό.π.σ.51.
[11] «Προεπέτειος», ό.π.σ.39.
[12] «Κρυφό Σονέτο», ό.π.σ.52.
[13] Ό.π.σ.52.
[14] «Το Μέλλον», ό.π.σ.41.
[15] «Οριστική, Χρόνου Αορίστου», ό.π.σ.42.