Είναι πραγματικά εξαιρετικά ενδιαφέρον όταν το θέατρο διασταυρώνεται με τον κινηματογράφο, ακροβατώντας παράλληλα οι δύο περιοχές πάνω σε ένα δυσεύρετο σασπένς σπάνιας λογοτεχνικής υφής και δύναμης. Η Διγενή χειρίζεται επιδέξια την θεατρική της πένα, με ευαισθησία όσο και με μια αξιοσημείωτη ψυχογραφική μαεστρία. Αποδομεί και μετασχηματίζει τον αμφίδρομα ηγεμονικό ρόλο των δύο φύλων όπως ανακλάται σε ζητήματα έμφυλης ταυτότητας αλλά και της επιτελεστικής τους αναπαράστασης στην κοινωνική διάδραση. Όλα ξεκινάνε όπως τελείωσαν, διεκδικώντας το κυνήγι της χαμένης αθωότητας.
Αν η Μαργαρίτα του Ατάιντε διδάσκει στους μαθητές της πικρές αλήθειες της ζωής, η «Μαργαρίτα» της Διγενή διδάσκει την ίδια την ζωή, ενώ παράλληλα με την ιλιγγιώδη της ταχύτητα σε επίπεδο πλοκής προσπερνά την ίδια την δημιουργό της. Γίνεται μια γυναίκα παρασυρμένη όσο και εγκλωβισμένη στον θεατρικό καμβά που η ίδια διαμόρφωσε, υπνωτισμένη από την φαντασματική περσόνα της Λαίδης Μάκβεθ, εντυπωμένη υποβλητικά στο πετσί ενός νεαρού άντρα και της μεσήλικης αυτής γυναίκας. Με μοναδικό και αξιοσημείωτο τρόπο, θα ανακαλύψετε βήμα βήμα την βαθύτερη συνεκτική υφή των δύο αυτών προσώπων που δεν συνιστούν τίποτε περισσότερο αλλά και τραγικότερο από τα δύο αντίρροπες όψεις της κλασικής σαιξπηρικής ηρωίδας: της αντρικής και της γυναικείας.
Το βασικό ζήτημα ενέχεται στην σεξουαλική επιβολή του αρσενικού έναντι του θηλυκού, κάτι σχετικό από την στιγμή που όλος αυτός ο μηχανισμός μπορεί να αποτελεί ένα καλοστημένο σκηνοθετικά παιχνίδι ώστε να σαρκάσει την αμφιλεγόμενη πλευρά της γυναικείας αυτοπραγμάτωσης σε ένα ανδροκρατούμενο κόσμο. Η γραφή της Διγενή αποτελεί ένα κοφτερό μαχαίρι χτυπώντας ανελέητα πάνω στα συμπαγή τοιχώματα της θεατρικής ψευδαίσθησης, αφήνοντας βαθιές χαρακιές της σκληρής πραγματικότητας. Η υπόθεση έτσι καθίσταται τόσο ονειρική όσο και δυστοπική, φωτεινή και συνάμα ζοφερή, χοϊκή αλλά και αέρινη. Δεν υπάρχει τίποτε που να πλεονάζει σε αυτό το έργο.
Συνιστά μια αριστουργηματικά εναρμονισμένη αποτύπωση μιας φανταστικής ιστορίας προσδεμένης γερά σε ρεαλιστικό έδαφος, σε σημείο που να σαγηνεύει ευρυγώνια και πολυεπίπεδα τον θεατή‒αναγνώστη. Στην αρχή, νιώθεις ότι διαβάζεις ένα βιβλίο που σου κάνει «το κλικ» με την πρώτη περιγραφή, με τις εναρκτήριες εικόνες. Στην συνέχεια, μπαίνεις τόσο βαθιά στο θεατρικό του οικοδόμημα για να αισθανθείς τελικά ότι παίζεις και ο ίδιος βασικό ρόλο σε μια ταινία, όχι, όμως, με την έντονη δράση αλλά με την μαγεία της σιωπής σου. Αρκεί να βρεις την δύναμη να παρατηρείς την απεικονιζόμενη απογυμνωμένη αλήθεια, στωικά αλλά και σθεναρά να είσαι σε θέση να αντιστέκεσαι στην οποιαδήποτε συνθηκολόγηση της διαδρομής πριν την αναπότρεπτη κάθαρση.
Διαβάζοντας την τελευταία σελίδα, θα καταλάβεις ότι αποτελείς σημαντικό κομμάτι της ευτυχίας των προσώπων γιατί εσύ τους οδήγησες εκεί με την εναγώνια θέλησή σου να τους δεις ευτυχισμένους. Δεν θα πω περισσότερα σχετικά με τον τρόπο που ορίζει η συγγραφέας την έννοια της ευτυχίας ούτε το πως αυτή προσδιορίζεται κατά περίπτωση από τα δρώντα πρόσωπα. Το επαναλαμβανόμενο flashback, ωστόσο, στο ομώνυμο ιταλικό τραγούδι πιστοποιεί ότι τελικά το περιεχόμενο του βιβλίου κατά βάθος είναι αισιόδοξο γιατί οι ήρωες, έστω και για λίγο, βρίσκουν την ευτυχία, ακριβώς με τον τρόπο που τόσο σταθερά και επίμονα την επιζητούσαν.