You are currently viewing Κοσμάς Κοψάρης, Στέλιος Θ. Μαφρέδας, Η Πρέβεζα στην νεοελληνική ποίηση, Ανθολογία,  εκδ. Ίδρυμα Ακτία Νικόπολις, Πρέβεζα 2018.

Κοσμάς Κοψάρης, Στέλιος Θ. Μαφρέδας, Η Πρέβεζα στην νεοελληνική ποίηση, Ανθολογία,  εκδ. Ίδρυμα Ακτία Νικόπολις, Πρέβεζα 2018.

Στην συνείδηση των περισσότερων η Πρέβεζα ως ποιητικός τόπος είναι συνυφασμένος με την καρυωτακική πεισιθάνατη ατμόσφαιρα. Σε αυτή την βάση, ανοικειώνεται στην ποιητική δεξαμενή ως χώρος που στερεί το εκάστοτε γράφον υποκείμενο από την δυνατότητα πραγμάτωσης των ενδόμυχων επιθυμιών του. Η ανθολογία του  Στέλιου Μαφρέδα συνενώνει πλήθος ποιητών που έχουν γράψει για την Πρέβεζα με αφετηρία τον μεσοπολεμικό αυτόχειρα. Στην καρυωτακική Πρέβεζα ο χώρος ουσιαστικά γίνεται μη τόπος, συνώνυμος της υπαρξιακής φθοράς και της αστικής παρακμής, μιας κοινωνίας που μένει στην επιφάνεια αδιαφορώντας για την ουσία των πραγμάτων.

Για τον Δημήτρη Αγγελή, η Πρέβεζα γίνεται σύμβολο της νοσταλγίας και επιδίωξη συνάμα ανάκτησης του χαμένου χρόνου που φεύγει οριστικά και αμείλικτα. Ο Αντώνης Αντωνάκος ταυτίζει την Πρέβεζα με τον Καρυωτάκη ως το πεδίο που δεξιώθηκε έναν αντικομφορμιστή ποιητή με έντονη την τάση κοινωνικής διαμαρτυρίας για τα δυσοίωνα κοινωνικά τεκταινόμενα του καιρού του. Για τον Πάνο Δ. Αποστολίδη, η Πρέβεζα αποτελεί ανακλητικό οδόσημο ευφρόσυνης μνήμης.  Για την Γιώτα Αργυροπούλου, στον αντίποδα, γίνεται αδυσώπητη σφαίρα που σκοτώνει όχι μόνο τον Καρυωτάκη αλλά και την Πολυδούρη. Ο Νάσος Βαγενάς συνδέει αντιθετικά την ζωή της Μαρίας Βερελή και εκείνη της Πολυδούρη με κοινή παράμετρο την μοίρα.

Ο Ευάγγελος Κ. Βαλσαμίδης συνυφαίνει το ποιητικό του πεπρωμένο με τους χοροστατούντες καταραμένους ποιητές: Μπωντλαίρ, Ρεμπώ, Καρυωτάκης, Πόε. Για την Μαρία Βαχλιώτη, η Πρέβεζα αποκτά μια διασταλτική λειτουργία θανάτου στον χώρο και στον χρόνο συνδεδεμένη όχι τόσο με τον κίνδυνο του υπαρξιακού μηδενισμού αλλά της ενοχής και της ευθύνης σε σχέση με την κοινωνική πραγματικότητα. Στον Κώστα Βούλγαρη ή στον Σταύρο Κουτσογιάννη, το καρυωτακικό ύφος γραφής αναβιώνει έντονα σε ένα ιδιαίτερο ποίημα που με φόντο την Πρέβεζα καταδεικνύει ότι για τον μεσοπολεμικό ποιητή, ζωή και ποίηση γίνονται ένα. Στον Γιώργο Βρέλλη η πόλη αναδομείται ποιητικά με γλυκά χρώματα ονειρεμένης ανάμνησης. Στο ίδιο μοτίβο του χώρου ως ψυχικό σημάδι αναπόλησης κινείται και η Ρούλα Γαλάνη.

Στον Φώτο Γιοφύλλη εξαγνίζεται από την καρυωτακική αρά ιδωμένη ανθρωποκεντρικά ως τόπος με προοπτική, φυσική ομορφιά και ζωντανό το ανθρώπινο στοιχείο να συνηγορεί στην ζωή, όχι στον θάνατο. Στον Μιχάλη Γκανά, η Πρέβεζα και η ποιητική του Καρυωτάκη επενεργούν καταλυτικά ως κινητήριοι μηχανισμοί έντονης υπαρξιακής περιπλάνησης αλλά και περισυλλογής για το γράφον υποκείμενο. Ο Κωστής Γκιμοσούλης επιχειρεί μια διακειμενική συνομιλία Καρυωτάκη, Καρούζου και Σαχτούρη, συνενώνοντάς τους η σκοτεινή μαγεία της ποίησης που αναμετράται με τον εαυτό της, με γνωμοδοτικό κριτήριο την αλήθεια και την αυθεντικότητα. Στα σχετικά ποιήματα του έντονα λυρικού Γιάννη Δάλλα, ο Καρυωτάκης και η Πρέβεζα μεταρσιώνονται σε βαθιά ανθρώπινα σύμβολα με ευλύγιστες διαστάσεις στον ψυχικό καμβά κάθε ατόμου που βιώνει αντίστοιχες δοκιμασίες της μοναξιάς, της νοσταλγίας, της σύγκρουσης με το κοινωνικό κατεστημένο. Στον Ντίνο Δημόπουλο, η Πρέβεζα αποτελεί παιδική μνήμη που χάθηκε οριστικά μαζί με τις χίμαιρες της πρώτης νιότης.

Ο Πελοπίδας Δόνος τήν βλέπει σαν ένα ζωογόνο οργανισμό και πηγή έμπνευσης. Ο Νίκος Εγγονόπουλος με την υπερρεαλιστική οπτική του μάς δίνει μια φωτεινή εκδοχή της καρυωτακικής Πρέβεζας. Ο Μάνος Ελευθερίου προβαίνει σε μια ποιητική υμνογραφία της πόλης ευελπιστώντας μελλοντικά την αποκατάσταση της φήμης της. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος με ντεκόρ την Πρέβεζα  δείχνει το πόσο μεγάλος ποιητής υπήρξε ο Καρυωτάκης. Ο συγκεκριμένος τόπος επικύρωσε την τελική πράξη της ζωής του αλλά εγκαινίασε συνάμα και την αρχή την μόνιμης παρουσίας του στο ποιητικό στερέωμα.

Ο Λεύκιος Ζαφειρίου ζωντανεύει τις τελευταίες ώρες του ποιητή εκεί. Ο Σωκράτης Κ. Ζερβός συνδέει την υπαρξιακή του βυθομέτρηση με την καρυωτακική Πρέβεζα της ψυχικής απόγνωσης και του θανάτου. Ο Απόστολος Ζώτος επεκτείνει σε αυτόν τον τόπο τους καρυωτακικούς κήπους της έσω περιήγησης. Ο Θωμάς Ιωάννου δίνει ξανά βήμα στον αυτόχειρα με ένα εντυπωσιακό δραματουργικό βρυκολάκιασμα. Η Μ. Καβάγια βλέπει την καρυωτακική Πρέβεζα ως αφόρμηση για περαιτέρω κοινωνικούς αναστοχασμούς, με ιστορικό πλαίσιο την εποχή της Μεταπολίτευσης. Ο Αντώνης Κάλφας ερμηνεύει το περίστροφο του Καρυωτάκη ως μέσο έντονης κοινωνικής καταγγελίας. Για τον Ανδρέα Καρζή, Πρέβεζα σημαίνει νοσταλγία μιας εποχής που πέρασε οριστικά αφήνοντας ανεξίτηλο τον διακριτό της χαρακτήρα. Ο Θέμης Κατωγιάννης τήν εντάσσει στην ιστορική προοπτική της. Ο Αντρέας Κερένης διακρίνει στην συγκεκριμένη πόλη τις ίδιες αδυναμίες και παθογένειες που χαρακτηρίζουν την επαρχία του τότε και του σήμερα.

Ο Γιώργος Κοζίας σηματοδοτεί μέσω αυτής την αιώνια παρουσία του Καρυωτάκη σε ιστορικό και σε λογοτεχνικό γίγνεσθαι. Ο Γιάννης Κοντός αντίστοιχα εντοπίζει την σημαντική επενέργεια του Καρυωτάκη στον καμβά της νεότερης ποίησης. Ο Δημήτρης Κοσμόπουλος αποδίδει στην πόλη-λογοτεχνικό σύμβολο έναν έντονα ιερατικό χαρακτήρα. Ο Γιάννης Κουβαράς εξισώνει την Πρέβεζα με την απόδειξη του που μπορεί να οδηγηθεί ένας άνθρωπος ως απόρροια του κοινωνικού αδιεξόδου και αποκλεισμού. Ο Θανάσης Κούγκουλος ανασυσταίνει στο σχετικό ποίημά του μια έντονα υποβλητική καρυωτακική ατμόσφαιρα.  Ο Λουκάς Κούσουλας δημιουργεί με έμπνευση την καρυωτακική Πρέβεζα ένα ιδιαίτερο ποίημα αυτοπροσδιορισμού του ως ποιητής.

Ο Ηλίας Λάγιος σε ροκ ρυθμούς απογυμνωμένου λόγου τραβά το καρυωτακικό χείλος της αβύσσου στο απύθμενο ζόφος της, διατρέχοντας, με ιλιγγιώδη ταχύτητα, τον λόγο μέσω της ασθμαίνουσας υπαρξιακής του αγωνίας. Ο Βασίλης Λαλιώτης εξισώνει την Πρέβεζα με την ανεπιτήδευτη και απροσχημάτιστη εμπέδωση της κοινωνικής αλήθειας. Ο Χρίστος Λάσκαρης καθιστά τον ποιητή της σύμβολο της σιωπής που απομένει μετά από οποιαδήποτε πράξη κοινωνικής διαμαρτυρίας. Για τον Βύρωνα Λεοντάρη, η πόλη συνιστά διέξοδο, όχι αδιέξοδο, για έναν  αληθινό ποιητή που ζει σε μια δύσκολη εποχή. Ο Δημήτρης Λεοντζάκος  την θεωρεί πέρασμα για τους ποιητές που επιζητούν την αναμέτρηση με το επέκεινα.

Ο Αλέκος Λιδωρίκης βλέπει στην Πρέβεζα του Καρυωτάκη εκείνα τα σημάδια την αστικής παρακμής που χαρακτηρίζουν σήμερα κάθε αχανή και απρόσωπη μεγαλούπολη. Ο Κωνσταντίνος Λότρης την  προσλαμβάνει ως ερέθισμα ενεργοποίησης του δικού του εσωτερικού εργαστηρίου διανοητότητας. Ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος  ανιχνεύει εκεί το δικό του πεδίο εσωτερικής πάλης στην προοπτική κατάκτησης της ιδιαίτερης ποιητικής του έκφρασης. Ο Ηλίας Μαγκλάρας διαπλέκει την Πρέβεζα με το αρχέτυπο ελληνιστικό της πλέγμα του Ακτίου. Ο Ζώης Μάναρης αναγνωρίζει στον ποιητή Κώστα Καρυωτάκη το δράμα του δημόσιου υπαλλήλου που αναμετράται στην κάθε Πρέβεζα με τις σαθρότητες του κοινωνικού μηχανισμού.

Ο Μάριος Μαρκίδης μετοχετεύει την ρεαλιστική καρυωτακική ατμόσφαιρα στην σύγχρονη εποχή για να δείξει τις ομοιότητες που αφορούν την καταλυτική επενέργεια ενός ασφυκτικού κοινωνικού κλοιού στην ψυχοσύνθεση του ατόμου. Ο Γιώργος Μαρκόπουλος θέτει την Πρέβεζα ως σημείο αντιπαράθεσης με την απρόσωπη μεγαλούπολη που συνθλίβει την ατομική ταυτότητα. Ο Θανάσης Μαρκόπουλος διακρίνει στην καρυωτακική αυτοκτονία αντιστοιχίες τόπων και εποχών για βαθιά σκεπτόμενους ποιητές. Ο Στέλιος Θ. Μαφρέδας μεταρσιώνει την Πρέβεζα σε μεταφυσικό τόπο υπερβατικής ποιητικής έκφανσης. Ο Μάρκος Μέσκος στον μινιμαλιστικό, μα κοφτερό λόγο του, απηχεί έντονα την επίδραση του άμεσου περιβάλλοντος και τόπου στην έσω αντανάκλαση κάθε ποιητή.

 Η Εύα Μοδινού διαπερνά τον χρόνο δίνοντας στην νεκρική όψη της ελληνιστικής ιστορίας της Πρέβεζας έντονα αναζωογονητική διάσταση. Ο Κώστας Μόντης διακρίνει στην καρυωτακική Πρέβεζα την ανθρώπινη τραγικότητα που αμφίδρομα κινείται από τον ιστορικό χρόνο στον λογοτεχνικό χώρο. Η Γλυκερία Μπασδέκη σε έντονα καρυωτακικό ύφος εντοπίζει τα υπαρξιακά και κοινωνικά αδιέξοδα που προξενεί κάθε επιφαινόμενα αστική Πρέβεζα στην ζωή των ευαίσθητων ανθρώπων και δημιουργών. Η Ειρήνη Μπόμπολη αποδίδει την απόγνωση του Καρυωτάκη στο τελευταίο σύντομο διάστημα της ζωής του στην Πρέβεζα υπό την μορφή ενός άρτιου ποιητικά κινηματογραφικού ντοκουμέντου. Ο Παντελής Μπουκάλας συνδέει την εμπειρία της Πρέβεζας με την προσωπική δοκιμασία της μοναξιάς, της περισυλλογής και της έντονης περιπλάνησης, εσωτερικά και εξωτερικά, ενός δημιουργού.

Για τον Δημήτρη Νικορέντζο η Πρέβεζα είναι ένα ιδεατό καταφύγιο ποιητικής αυτοπραγμάτωσης. Ο Γιώργος Παναγιώτου με την ποιητική του μαρτυρία επικυρώνει την διαχρονική λειτουργία της ποιητικής Πρέβεζας στο σύμπαν Καρυωτάκη. Ο Πάνος Ν. Παναγιωτούνης μέσα από τα ποιήματά του αναδεικνύει την έντονη συμβολή της Πρέβεζας στην λογοτεχνική και στην ιστορική διαχρονία. Ο Βασίλης Παπαγιάννης περικλείει την Πρέβεζα με ένα έντονο πέπλο ηθικού στωικισμού ως τόπου δεξίωσης ιδιαίτερης περίπτωσης ποιητών. Η Άννα Παπασάββα-Ντούσια αποδίδει στιγμιότυπα της Πρέβεζας στην καθημερινή της ανθρωπο-γεωγραφία που προφέρουν ψυχική ανάταση στον εκάστοτε δέκτη. Ο Παντελής Β. Πάσχος ερμηνεύει την Πρέβεζα ως τόπο ανυπόφερτης ανίας και μονοτονίας σε σχέση με το πεισιθάνατο καρυωτακικό βίωμα.

Η Δήμητρα Παυλάκου εξισώνει την Πρέβεζα του Καρυωτάκη με ένα πολυσήμαντο εθνικό λογοτεχνικό σύμβολο. Ο Δημήτρης Πέτρου δημιουργεί υπερβατικές ανταποκρίσεις με την καρυωτακική μεσοπολεμική πόλη. Ο Μιχάλης Πιερής εντάσσει τον Καρυωτάκη της σε μια ιερή γενεαλογία ποιητών, ο Σταμάτης Πολενάκης εξακτινώνει τα δραματικά γεγονότα της αυτοκτονίας του ποιητή στον χωροχρόνο της προσωπικής του ποιητικής μυθολογίας, ο Λευτέρης Πούλιος νιώθει ενίοτε ότι ο μακρινός απόηχος της Πρέβεζας εκείνων των καιρών τον στοιχειώνει, ο Γιώργος Πρεβουδουράκης αποδίδει μετωνυμική σημασία στην Πρέβεζα ως σχηματοποιημένο λογοτεχνικό τόπο, η Χρύσα Προκοπάκη εισάγει μια αμιγώς μυητική λειτουργία στην πόλη παγιώνοντάς την ως κοιτίδα των καταραμένων ποιητών, ο Κώστας Ριζάκη τήν σχηματοποιεί ως ζώντα οργανισμό του οποίου οι υπαρξιακές ίνες αγγίζουν την νεότερη εποχή.

Ο Γιάννης Ρίτσος στην ποιητική αυτοβιογραφία του φανερώνει την υπόγεια σύνδεσή του με τον Καρυωτάκη που στην ποιητική του Πρέβεζα σκιαγράφησε την ιδιαίτερη, προσωπική του, ιδεολογία και αισθητική. Ο Σωτήρης Σαράκης προβάλλει ότι η τελευταία πόλη του μεσοπολεμικού ποιητή συνιστά την γέφυρα που διακλαδίζεται στα έγκατα της νεότερης ποιητικής. Ο Ντίνος Σιώτης εγκολπώνεται στον ποιητικό του καμβά τους σκιοφωτισμούς της καρυωτακικής Πρέβεζας, ενώ ο Βασίλης Στεριάδης τής αποδίδει μια γενικευμένη σημασία ως εδραιωμένη και αναγνωρίσιμη ποιητική κατάσταση.

Ο Γιάννης Στίγκας εξακριβώνει την ιδιάζουσα σχέση του Καρυωτάκη με την Πρέβεζα, ο Θανάσης Τζούλης εστιάζει στην συμπαντική της διάσταση, ο Τσάκης Τσιάκος αισθητοποιεί την ελκτική υποβολή του συγκεκριμένου τόπου ως  ανοιχτό λογοτεχνικό κάλεσμα, ο Αλέξανδρος Φωσταίνης εστιάζει  στην γοητευτική επενέργεια των υπαρξιακών της ανακλάσεων, ενώ ο Αντώνης Φωστιέρης, τέλος, επιχειρεί μια ελεύθερη κατάδυση στον πυρήνα της καρυωτακικής ποιητικής ιδιοσυστασίας ως μια ποίηση που ακροβατεί με την άβυσσο του πένθους. Άκρως κατατοπιστικός ο πρόλογος του Γιάννη Παπακώστα, όπως και η εισαγωγή του Στέλιου Θ. Μαφρέδα ο οποίος προέβη στην συγκέντρωση τόσων διαφορετικών ποιητών και ποιημάτων που συνενώνονται υπό την κεντρομόλα επήρεια της θεματικής της Πρέβεζας. Πρόκειται για ένα βιβλίο απόκτημα που πρέπει να το έχει κανείς.

 

 

Δρ. Κοσμάς Κοψάρης, κριτικός.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.