You are currently viewing Κοσμάς Κοψάρης: Συνομιλώντας με τον ποιητή Γιάννη Δούκα

Κοσμάς Κοψάρης: Συνομιλώντας με τον ποιητή Γιάννη Δούκα

  1. Τι αντιπροσωπεύει για σας η ποίηση; Ποια τα πρώτα σας ποιητικά ερεθίσματα;

 

-Είτε τη γράφω, είτε τη διαβάζω, είτε την εξηγώ (σε άλλους ή στον εαυτό μου), η ποίηση ένα και το αυτό παραμένει: μια γλωσσική πράξη που, συμπυκνώνοντας τον κόσμο, τον αποκαλύπτει, εκφράζοντας τον εαυτό, τον υπερβαίνει, αντλώντας από την καθομιλουμένη, αποδρά και δραπετεύει απ’ τα δεσμά της.

            Πρώτα μου ποιητικά ερεθίσματα, πριν από τα ίδια τα κείμενα, στάθηκαν οι φυσικές παρουσίες των ανθρώπων που καλλιεργούσαν το είδος και ανήκαν στο στενό περιβάλλον των γονιών μου: του Γιάννη Κοντού, του Χριστόφορου Λιοντάκη και της Τζένης Μαστοράκη∙ μαζί με την αχνή, όσο κι επιβλητικά μαρμαρωμένη, ανάμνηση του Γιάννη Ρίτσου το καλοκαίρι του 1987 στο Καρλόβασι της Σάμου– και των φιαλιδίων μελάνης που του χρησίμευαν για να ζωγραφίζει πάνω στην πέτρα.

Κι άρχισα, αργότερα, να περιεργάζομαι στα ράφια τις λεπτοκαμωμένες, συνήθως, ράχες των ποιητικών συλλογών–τους τίτλους τους σαν ξόρκια–και ν’ ανοίγομαι, κατάπληκτος, καταγοητευμένος σε μια συνομιλία που μου επέβαλλε να μάθω ν’ ακροάζομαι τις λέξεις αλλιώς κι αλλιώς να τις μιλώ. Έγραψα τα πρώτα μου ποιήματα τον Μάιο του 1993, στα δώδεκά μου χρόνια, έχοντας από κοντά κι έχοντας μόλις αγοράσει τα Ποιήματα 1941-1974 του Άρη Αλεξάνδρου(Ύψιλον) – διαχειριζόμενος, έκτοτε, «τη λαμπρή αλληλουχία των σπινθήρων» σα μια ενηλικίωση διακεκομμένη, βραδυκίνητη, των δεκαοκτώ χρόνων που μεσολάβησαν ώς το πρώτο μου ποιητικό βιβλίο.

(Όλα τα παραπάνω, εννοείται, διεκδικούν το μερίδιό τους στη μυθοπλασία, όπως και κάθε εκ των υστέρων επινόηση του εαυτού και των πολλών του πεπραγμένων).

 

2.Ο τίτλος της κάθε ποιητικής συλλογής σας συνιστά έναν υποδηλωτικό οδοδείκτη  σε έναν ιδιαίτερο κόσμο. Θέλετε να μας μιλήσετε σχετικά;

 

 

-Το 2011 τοποθέτησα το πρώτο μου ποιητικό βιβλίο Στα μέσα σύνορα. Γραμμένο σε διάστημα δυο, περίπου, ετών, το υλικό που είχα στη διάθεσή μου αποτύπωνε μια μετάβαση προσωπική και συλλογική, οριοθετούμενη, στην αφετηρία και το τέλος της, από τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου και από τις απαρχές της αποκαλούμενης μνημονιακής περιόδου.

            Επιζητώντας να το πλαισιώσω, εντόπισα τον τίτλο του σ’ έναν από τους στίχους του “Zeitmaschine” (γερμ. χρονομηχανή), ακροτελεύτιου ποιήματος του βιβλίου. Εντός του, αναφερόταν στα σύνορα που χώριζαν την Ευρώπη –και, κλιμακωτά, τη Γερμανία και την πόλη του Βερολίνου– κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Έξω από τα συμφραζόμενα του ποιήματος, ωστόσο, αντιλαμβανόμουν αυτά τα μέσα σύνορα και ως αναφορά στις ενδότερες επικράτειες του ανθρώπινου ψυχισμού με τα μεταξύ τους δυσδιάκριτα όρια ή ασυμφιλίωτα χάσματα∙ και πώς σε αυτά–στον μετεωρισμό ανάμεσά τους– θεμελιώνονταν οι άξονες του υπό έκδοση υλικού και η εύρεση ενός ύφους ως προσώπου.

            Το σύνδρομο Σταντάλ είναι όρος της ψυχοπαθολογίας, επινοημένος από την Ιταλίδα ψυχίατρο Γκρατσιέλα Μαγκερίνι, για να περιγράψει ψυχοσωματικές διαταραχές που παρατηρήθηκαν σε τουρίστες κατά την επίσκεψή τους στη Φλωρεντία και με αφορμή την έκθεσή τους σε έργα τέχνης. Καθώς τ’ ομώνυμο βιβλίο (2013) αποτελείται από σονέτα που συνομιλούν, ως επί το πλείστον, με αγάλματα του αθηναϊκού δημόσιου χώρου και με το αστικό τοπίο που τα εμπεριέχει, εμπράκτως πραγματεύεται την αισθητηριακή αντίληψη του έργου τέχνης και τον πολλαπλό αντίκτυπό της.

Δεδομένης, όμως, της συγγραφικής συγκυρίας και των πολιτικών και κοινωνικών συμφραζομένων της (2011-3), με τον τρόπο που αφήναν τα ίχνη τους στο σώμα της πόλης, αλλά και στην καθημερινότητα των κατοίκων και περιπατητών της, επόμενο ήταν να διαρραγεί η ούτως ή άλλως επισφαλής σχέση των αγαλμάτων με το περιβάλλον τους και να μη μείνει, ως εκ τούτου, ανεπηρέαστη και η γκάμα των συνεπακόλουθων συναισθημάτων.

Ο τίτλος του βιβλίου, επομένως, διαβάζεται και ως οξειδωμένη εκδοχή του όρου που τον αποτελεί, αλλά και της παράδοσης που συναντά – για ν’ αναμετρηθεί μαζί της, να την επικαλεστεί, να την αμφισβητήσει.

Τέλος, προς το παρόν, η θήβα μέμφις (Πόλις, 2020): όπως αναφέρω και στον πρόλογο του βιβλίου, εκτυλίσσεται στα χρόνια που ο Έντσο Τραβέρσο αποκαλεί ευρωπαϊκό εμφύλιο πόλεμο (1914-45) και δομείται ως σπονδυλωτή σειρά συνδυαστικών προσωπογραφιών. Σε αυτές απεικονίζονται, με αφορμή κάποιο μεμονωμένο γεγονός που τους συνέβη ή που προκάλεσαν, πρόσωπα που έζησαν κι έδρασαν κατά την περίοδο αυτήν – και όχι πάντοτε στο προσκήνιό της.

Με την εστίαση, λοιπόν, στην κλίμακα του ενός ανθρώπου, για τη δική του περιπέτεια μιλώ και, ξεκινώντας απ’ τη σύναψη των δυο τοπωνυμίων ως αρχαίων αιγυπτιακών πρωτευουσών, την εντοπίζω στη Θήβα της Βοιωτίας, με όλη της τη μυθική φόρτιση, και στο Μέμφις του Τενεσί, ως μια εκ των κοιτίδων της μαύρης μουσικής – ή, αλλιώς, στο τρίστρατο, όπου ο Οιδίπους, καθώς οδεύει προς το αίνιγμα της Σφίγγας, διασταυρώνεται με το πεπρωμένο του, και στο σταυροδρόμι, όπου ο Ρόμπερτ Τζόνσον, κιθαρίστας των μπλουζ, συναντά τον διάβολο και, για το αντάλλαγμα της δεξιοτεχνίας, του πουλάει την ψυχή του.

 

  1. Με δεδομένο ότι ένας δημιουργός εξελίσσεται με τον καιρό και με τις εμπειρίες, ποιο καινούριο στοιχείο, εκτιμάτε, ότι προστίθεται με τον χρόνο στον ποιητικό σας καμβά;

  

-Στον βαθμό που θα μπορούσα (ή θα δικαιούμουν) ο ίδιος να κρίνω: όντας, από ψυχοσύνθεση, συλλέκτης, αντιμετωπίζοντας ως εγκυκλοπαιδιστής τον κόσμο απ’ όπου αντλώ τα ερεθίσματά μου, τ’ ανθολογώ και τα επεξεργάζομαι, βλέπω πως ο καιρός κι οι εμπειρίες, τα γεγονότα της ζωής μου, δηλαδή, και ο αντίκτυπός τους, έρχονται να προσδώσουν συναισθηματικό βάθος στη μέθοδό μου.

  1. Ποιες οι θεματικές που σας απασχολούν μόνιμα στο ποιητικό σας έργο;

 

-Όλα στον άνθρωπο δεν ανάγονται; Στο στίγμα που, με το πέρασμά του, φιλοδόξησε ν’ αφήσει; Με δυο λόγια, οι θεματικές που με απασχολούν είναι το πώς ο άνθρωπος βιώνει το ιστορικό γεγονός και το πώς μηχανεύεται κάθε λογής αναπαράσταση.

 

  1. Πόσο πιστεύετε ότι απέχει ο εσωστρεφής λόγος της ποίησης από την πραγματικότητα;

 

-Πριν από λίγες ημέρες, στο Φεστιβάλ Βιβλίου Χανίων, άκουσα τη Ζυράννα Ζατέλη να δηλώνει ότι «η πραγματικότητα είναι μεγάλη κολυμπήθρα∙ σ’ αυτήν ανήκει και η φαντασία». Κάτι παρόμοιο ισχύει και με τον ποιητικό λόγο: καθόλου δεν απέχει. Ό,τι μορφή, εντέλει, κι αν της δίνει, την πραγματικότητα μεταπλάθει, την πολυπλοκότητά της συλλαμβάνει και διαχειρίζεται. Παρεμβαίνει, σχολιάζει, συνομιλεί – στο μέσο της, και μόνο εκεί, εγκαθιδρύεται.

 

  1. Ποια η ιστορική-λογοτεχνική περίοδος που σας συναρπάζει περισσότερο;

 

-Όλες τους, κατάλληλα ιδωμένες, με προσοχή, με γνώση κι ενσυναίσθηση, είναι εξίσου συνταρακτικές για την ανθρώπινη εμπειρία, αλλά και για όσα την υπερβαίνουν.Η καθεμιά τους, επιπλέον, εμπεριέχει –ως προβολές ή ως επιβιώσεις– τις υπόλοιπες. Αν έπρεπε να επιλέξω, θ’ απομόνωνα τον ευρωπαϊκό, ιδίως, μεσοπόλεμο, για τον συμβολισμό και τη συμπύκνωση των πολιτικών του εξελίξεων, αλλά και –σε ό,τι αφορά τις τέχνες– για τους καρπούς του νεωτερικού πειραματισμού. Την ύστερη αρχαιότητα, επίσης, για το πολιτισμικό συνεχές των ανατολικών ακτών της Μεσογείου.

  

7.Ποιοι οι αγαπημένοι σας ποιητές, με τους οποίους, θεωρείτε ότι αναπτύσσετε μια σχέση διακειμενικής συνομιλίας ή εκλεκτικής συγγένειας;

 

-Κολυμπώντας, πάντοτε, στη σολωμική θάλασσα, από βιβλίο σε βιβλίο διακρίνω άλλες συνομιλίες κι επιδράσεις. Το πρόσωπο ενός ποιητή, εξάλλου, παραμένει ρευστό και διαμορφώνεται από την αναγνωστική του μαθητεία – εντάσσοντας και ακούσματα σε αυτήν.

Στα μέσα σύνορα, ας πούμε, ήταν οι όσοι μελοποιημένοι από τον Θάνο Μικρούτσικο: ο Άλκης Αλκαίος (ιδίως του Εμπάργκο) πρώτος ανάμεσά τους. Και άλλοι, όμως, δημιουργοί του έντεχνου λόγου που αποκαλούμε –κατά κανόνα– στιχουργική: ο Γκάτσος (Τα Παράλογα), ο Μπουρμπούλης (Για την Ελένη), η Λίνα Νικολακοπούλου (για τα «Μπουλούκια», μεταξύ πολλών άλλων), ο Διονύσης Σαββόπουλος (στο «Μυστικό τοπίο» του).

Το σύνδρομο Σταντάλ, από την άλλη, οφείλει πολλά στον τόνο και την ιστορική αίσθηση του Καβάφη και του Σεφέρη (στις Μέρες του, ιδίως), αλλά και στο αστικό τοπίο των Αθηνών, όπως το ανέδειξε ως σκηνικό η ποιητική γενιά του ’70.

Την εποχή που έγραφα το η θήβα μέμφις, τέλος, μου επιβλήθηκε και με καθόρισε η αργή κι επίμοχθη ανάγνωση των Κάντος του Έζρα Πάουντ.

 

 

  1. Η εποχή της πανδημίας επηρέασε τους θεματικούς άξονες της ποιητικής σας γραφής;

 

 

-Όχι. Επηρέασε, όμως, την όρεξη και τη διάθεσή μου, ανέδειξε σαθρά τα θεμέλια όλων μας των σχεδιασμών.

 

 

  1. Θα θέλατε να αφιερώσετε στο αναγνωστικό κοινό ένα δικό σας ποίημα και κάποιο από έναν αγαπημένο σας ποιητή;

 

-Από το η θήβα μέμφις, «τα λόγια σπίτια» μου:

 

με τις σκηνές

θα παίξει,

τις εκφράσεις,

μαθαίνοντας τους μύθους

από στήθους,

ως λίθους συναρμόζοντας

τις λέξεις

στην προϊστορική

περίμετρό τους

 

θα φτάσει

σε γιουγκοσλάβα

γη, πάντα στο χέρι

τον φωνογράφο

έχοντας,

τη μνήμη

να γράψει

αναλφάβητη,

τη φήμη της φτερωτής

φωνής που όλα τα ξέρει

 

θα ψάξει

την ορισμένη ιδέα,

τις συνθήκες,

δακτυλικό εξάμετρο,

βραχώδες,

ξυπόλυτο,

με πόδες ματωμένους

και γέροντες

τυφλούς:

 

στην απαρχή

που πάλι

αναγεννιέται,

τραγούδι

που ξεχνιέται

και θυμάται

για την ψυχή

 

που εξήγηση δε δίνει

κι εξήγηση ζητά,

ιεροσύνη στη γη του κανενός,

το χάλκεον χέρι αυτό,

το μάταιο δόρυ

 

θα σκάβει

για τ’ αρχέτυπα,

θα λιώνει

στις όχθες

των λιμνών

τ’ αφράτο χιόνι,

ανέπαφο θαμμένο

θείο παιδί,

τον έρωτα

κι ανάγκη

μες στ’ αυγό τους

και την αρχαία

χώρα οικουμένη

 

«σπίτι»,

θα πει,

«δεν έκτισα

δικό μου,

εκτός από

τα λόγια μου»

 

Και «Η φυλή μου εμένα με το ανέφικτο» από τη Διήγηση του Έκτορα Κακναβάτου:

 

Ο στόμφος εκούρασε∙ σύμφωνοι

Το θάμπος δυνάστεψε, του λόγου,

ως την παραμόρφωση∙

και πάλι σύμφωνοι.

Άσχετο που με τους αστούς μακάρια πια

παρακμάζει∙ σωστά.

Λένε σε τόνο χαμηλό εξομολόγησης

–συγνώμη∙ ποιος τάχα δεν πρέπει ν’ ακούει τώρα;

Μη διακόπτεις∙ λοιπόν είπαμε σε τόνο χαμηλό

για τη βαθιά πληγή να λέμε,

αν πρέπει σώνει και καλά να λες για δαύτην,

κι ας είναι άβυσσο

κι ας είναι από σκοτάδι πιο άρρητη.

Χα…

 

Μα η φυλή μου εμένα

που νύχτα μονομαχεί και μέρα με το ανέφιχτο;

και που ανηφορίζει;

Κι ακόμα του κρανίου τόπο ανήφορο κι ακόμα;

Σε τόνο χαμηλό τι θ’ ακουστεί;

Ποιος τάχα δεν πρέπει ν’ ακούει τώρα;

Αφήνω που, αυτό μας έλειπε,

θ’ ακούγεται ωσάν ευχαριστώ

στον εξοχότατο κανάγια.

 

 

  1. Ποια η σχέση σας με το θέατρο και τον κινηματογράφο;

 

-Της θέασης ως άλλης γλωσσομάθειας και ως βαθιάς κατάδυσης στο ανθρώπινο.

 

  1. Ποια τα μελλοντικά σας σχέδια;

 

-Προσπαθώ, αυτή την περίοδο, να ολοκληρώσω μια σειρά ποιημάτων σχετικών με το Εικοσιένα, τον επετειακό εορτασμό του και το εγγενές αμετάφραστο της κάθε μας αφήγησης. Ακολουθούν, ήδη αρχινισμένα, δυο βιβλία με αφετηρία τους τη μυθολογία, τρέχουσα ή πανάρχαια, των καθοριστικών, για τη ζωή μου, νήσων: της Κρήτης και της Ιρλανδίας.

 

 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

 

Ο Γιάννης Δούκας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1981. Σπούδασε φιλολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και Ψηφιακές Ανθρωπιστικές Επιστήμες στο Kings College του Λονδίνου. Στο Γκόλγουεϊ της Ιρλανδίας εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή με θέμα τη διακειμενικότητα στο Ύστερο Έπος και την ψηφιακή της αναπαράσταση. Τα ώς τώρα βιβλία του: Ο κόσμος όπως ήρθα και τον βρήκα (Κέδρος, 2001), Στα μέσα σύνορα (Πόλις, 2011, Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Ποιητή του Περιοδικού «Διαβάζω»),  Το σύνδρομο Σταντάλ (Πόλις, 2013, Βραβείο Γ. Αθάνα της Ακαδημίας Αθηνών), Η θήβα Μέμφις (Πόλις, 2020). Ποιήματά του έχουν ανθολογηθεί και μεταφραστεί σε επτά γλώσσες. Δύο τραγούδια σε στίχους του έχουν συμπεριληφθεί Στην ομίχλη των καιρών, δίσκο του Θάνου Μικρούτσικου (2017). Μεταφράζει από τα αγγλικά και δημοσιεύει κείμενά του σε ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.