Στη βάση των θεματικών απηχήσεων του Καρυωτάκη στην ποίηση της Κατερίνας Γώγου εντοπίζονται επιδράσεις με μήτρα το ποίημα του Καρυωτάκη «Αποστροφή». Εκεί το ποιητικό υποκείμενο δεν στρέφεται εν γένει εναντίον των γυναικών, αλλά καταδικάζει συγκεκριμένη κατηγορία που εκφυλίζεται στην παθολογία της μανίας για κοινωνική άνοδο με κάθε τίμημα μέσω της διασφάλισης επιτυχημένου γάμου, κατά τις αστικές συμβάσεις της εποχής. Δραματική απόρροια, όπως αποτυπώνεται στο ποίημα, ο εγκλωβισμός στην εικόνα του ποθητού αντικείμενου, με παράλληλο προορισμό την απόκτηση παιδιών και την ανατροφή τους, πέρα από την ερωτική ικανοποίηση των αντρών:
Φθονώ την τύχη σας, προνομιούχα
πλάσματα, κούκλες ιαπωνικές.
Κομψά, ρόδινα μέλη, πλαστικές
γραμμές, μεταξωτά, διαφανή ρούχα.
Ζωή σας όλη τα ωραία σας μάτια.
Στα χείλη μόνο οι λέξεις των παθών.
Ένα έχετ’ όνειρο: τον αγαθόν
άντρα σας και τα νόμιμα κρεβάτια.
Χορός ημιπαρθένων, δύο δύο,
μ’ αλύγιστο το σώμα, θριαμβικά,
επίσημα και τελετουργικά,
πηγαίνετε στο ντάνσιγκ ή στο ωδείο.
Εκεί απειράριθμες παίρνετε πόζες.
Σαν τη σελήνη πριν ρομαντικές,
αύριο παναγίες, όσο προχτές,
ακούοντας τη «Valenzia», σκαμπρόζες.
Ένα διάστημα παίζετε το τέρας
με τα τέσσερα πόδια κολλητά.
Τρέχετε και διαβάζετε μετά
τον οδηγό σας «δια τας μητέρας».
Ω, να μπορούσε έτσι κανείς να θάλλει,
μέγα ρόδο κάποιας ώρας χρυσής,
ή να βυθομετρούσατε και σεις
με μια φουρκέτα τ’ άδειο σας κεφάλι!
Ατίθασα μέλη, διαφανή ρούχα,
γλοιώδη στόματα υποκριτικά,
ανυποψίαστα, μηδενικά
πλάσματα, και γι’ αυτό προνομιούχα…
Οι γυναίκες, λοιπόν, που περιγράφονται εδώ λειτουργούν μηχανικά ως προς τις επιδιωκόμενες εκφάνσεις θηλυκότητας από ερωμένες έως σύζυγοι και μητέρες. Η παθητική στάση ανακλά τον ετεροκαθορισμό από την ανδροκρατούμενη κοινωνία, με αποτέλεσμα την αδυναμία αυτοπροσδιορισμού με ενεργό ρόλο, αντιστικτικά στην παντού διακοσμητική παρουσία. Συνεπώς, τα καρυωτακικά «μηδενικά//πλάσματα, και γι’ αυτό προνομιούχα…», δεν αντιλαμβάνονται την εκούσια συναίνεση στον υπαρξιακό τους αφανισμό με την υπερβολική επιδίωξη υποταγής στο αντρικό κατεστημένο. Η προσωπική συμβολή στην επίταση τραγικότητας καθιστά πιο απεχθή τα εξεταζόμενα αντικείμενα στη συνείδηση του αφηγητή ως κοινωνικού παρατηρητή.
Αντίστοιχα, στα παρακάτω ποιήματα η Γώγου, με εστίαση στον πλήρη ευτελισμό της γυναίκας ως τη μεγάλη ηττημένη στον σύγχρονο καταναλωτικό κόσμο, προσεγγίζει θεματικά την «Αποστροφή». Στην επιγενόμενη ποιήτρια τονίζεται η παραχάραξη της γυναικείας αυτοέκφρασης, με σύνθλιψη εσώτερων επιθυμιών και αναζητήσεων, συμπεριλαμβανομένης της απωθημένης ενίοτε σεξουαλικότητας. Χαρακτηριστικές οι περιπτώσεις των ποιημάτων «Θολούρα», «Οι λυπημένες μητέρες στα σούπερ μάρκετ» και «Σόνια», που εντάσσονται στη συγκεκριμένη κατηγορία καρυωτακικών απηχήσεων της Γώγου με θέμα τη λειτουργία γυναικών ως μηχανών κατά τις αντρικές επιδιώξεις, με κατάπνιξη παράλληλα του συναισθηματικού τους κόσμου.
Αναλυτικότερα, στο ποίημα «Θολούρα» από τη συλλογή Τρία κλικ αριστερά προβάλλεται το κατακερματισμένο πρότυπο της σύγχρονης γυναίκας, δέσμιας των πολλαπλών καθηκόντων που επιβάλλουν τα στερεότυπα των πατριαρχικών δομών, με οριοθέτηση συγκεκριμένων εικόνων θηλυκότητας ως κοινωνικά αποδεκτών, με τις οποίες η προβαλλόμενη γυναίκα επιχειρεί να ταυτιστεί, μα δεν το πετυχαίνει τελικά, γιατί είναι «όλες δανεισμένες από την τεράστια πινακοθήκη του ανδροκεντρικού κόσμου».[1]
Συνεπώς, η απόπειρα αφομοίωσης του επιβαλλόμενου από την πατριαρχική κοινωνία πολλαπλού ρόλου πιστής συζύγου, τρυφερής μητέρας, καλής νοικοκυράς με δουλοπρεπή συμπεριφορά στον άντρα, συνειδητά ερωτικού αντικειμένου, μικροαστής ενήμερης για ζητήματα τρέχουσας καθημερινότητας, με επιβεβαίωση ταξικής υπεροχής στον διαχωρισμό κατώτερων κοινωνικά επαγγελμάτων και επιδίωξη παράλληλα ασύμβατων πρότυπων ομορφιάς, οδηγεί την περιγραφόμενη ηρωίδα στην απώλεια της γυναικείας της ταυτότητας λόγω της εκάστοτε επικάλυψης με ξένες ετικέτες που αναιρούν τη διεκδίκηση του αληθινού της εαυτού. Ως εκ τούτου, με την τελική ιδιότητα της συζυγοκτόνου επιβεβαιώνεται πλήρως η αδυναμία απόδρασης από την πατριαρχική ενατένιση του κόσμου:
Σηκώθηκε και τους ετοίμασε τέλεια το πρωινό
με μαθηματικές κινήσεις.
Τους χαιρέτησε: Στο καλό σας αγαπάω μην αργήσετε
απ’ το σοφά γυαλισμένο κεφαλόσκαλο.
Τίναξε το χαλί έπλυνε φλυτζάνια και τασάκια
μιλώντας μόνη της.
Έβαλε το φαΐ στην κατσαρόλα κι άλλαξε το νερό
στα βάζα.
Ένιωσε έξυπνη στο μανάβικο
χαμογέλασε συγκαταβατικά στην κομμώτρια
αλλοτριώθηκε στην αποθήκη καλλυντικών
κι αγόρασε Εκδόσεις Κύτταρο τη «ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΤΗΣ
ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΣΤΟΝ ΑΝΔΡΙΚΟ ΚΟΣΜΟ».
Έστρωσε το τραπέζι την ώρα
που χτύπαγε το κουδούνι
όμορφη έξυπνη κι ενημερωμένη στα κοινά.
Το παιδί κοιμήθηκε
κι ο άντρας την ακούμπησε από πίσω.
Αυτή χαχάνισε όπως είχε δει σ’ ένα διαφημιστικό
και του’πε με χοντρή σεξουαλική φωνή: Έλα
Την πήδηξε τέλειωσε και ξεράθηκε.
Η γυναίκα σηκώθηκε με προσοχή για να μην τον
ξυπνήσει
έπλυνε τα πιάτα μιλώντας μόνη της
άνοιξε το παράθυρο να φύγει η τσικνίλα.
Έκανε τσιγάρο άνοιξε το βιβλίο και διάβασε:
«…μόνο όταν οι γυναίκες απαιτήσουν ενεργητικά
θα υπάρξει ελπίδα γι’ αλλαγή»
Και πιο κάτω:
ΝΑΙ, ΑΛΛΑ ΤΙ ΕΚΑΝΕΣ ΣΗΜΕΡΑ, ΧΡΥΣΗ ΜΟΥ
ΤΙ ΕΚΑΝΕΣ ΣΗΜΕΡΑ;
Σηκώθηκε με προσοχή
πήρε το καλώδιο της ψήστρας
το ’σφιξε καλά στο λαιμό του άντρα της
κι έγραψε κάτω από την ερώτηση
του φεμινιστικού κινήματος: ΕΠΝΙΞΑ ΕΝΑΝ.
ΎΣΤΕΡΑ πήρε το 100 και μέχρι να ’ρθουν
κοίταξε το ωροσκόπιό της στη ΓΥΝΑΙΚΑ.
Εύστοχα, επισημαίνεται για το υπό εξέταση ποίημα από την Σπυράτου, στη σχετική μελέτη της για την Κατερίνα Γώγου, ότι πραγματώνεται εν προκειμένω «το ξεμασκάρεμα της κίβδηλης εικόνας της θηλυκότητας, που έχει κατασκευαστεί από την καπιταλιστική πατριαρχία».[2]
Συνεπώς, η ηρωίδα στο ποίημα «Θολούρα», ως εκπρόσωπος κάθε εγκλωβισμένης γυναίκας στις πατριαρχικές κοινωνικές δομές, επιζητεί απεγνωσμένα απόδραση από το ασφυκτικά δεσμευτικό πλαίσιο δραστηριοτήτων, με τον πλήρη περιορισμό της αυτενέργειας και την πρόσθετη ψυχική επιβάρυνση από την επιτήδευση της απόλυτης ικανοποίησης για την πραγμάτωση όλων κατά τις αντρικές αξιώσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ερώτηση προς κάθε γυναίκα στο δεύτερο ενικό από την ανάγνωση ενός φεμινιστικού βιβλίου: «ΝΑΙ, ΑΛΛΑ ΤΙ ΕΚΑΝΕΣ ΣΗΜΕΡΑ, ΧΡΥΣΗ ΜΟΥ//ΤΙ ΕΚΑΝΕΣ ΣΗΜΕΡΑ;», αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο αλλαγής στο οριοθετημένο πεδίο κίνησης μεταξύ σπιτιού, μανάβικου, κομμωτηρίου και αποθήκης καλλυντικών με οριστική, ωστόσο, τη ματαίωση στο τέλος ως γυναίκα-δολοφόνος στην κορύφωση της απόγνωσης για αυτονόμηση. Ως εκ τούτου, με τη δολοφονία του συζύγου της αντιπαρατίθεται άμεσα στην αυταπάτη της ευτυχισμένης γυναίκας, ικανής να ανταποκριθεί σε κάθε πρόκληση και εξέλιξη στο πλευρό του άντρα της, επικυρώνοντας έτσι η ίδια την αυτοκαταστροφή της.[3]
Επισημαίνεται ότι ακόμη και με εξόντωση με το καλώδιο της ψηστέριας του συμβολικά υπεύθυνου για τον εγκλωβισμό της στο περιθώριο, εκείνη παραμένει προϊόν αντρικής κατασκευής, τελματωμένη σε αεροστεγή κόσμο, με προσήλωση στο διάβασμα του «ωροσκόπιού της στη ΓΥΝΑΙΚΑ», αμέσως μετά το έγκλημα και με την επικείμενη σύλληψη να εκκρεμεί, πιστοποιώντας τελικά την αδυναμία απόδρασης από τις κοινωνικά καθορισμένες εικόνες θηλυκότητας. Διαγράφεται όλη η πορεία αλλοίωσής της σε παθογενές αντικείμενο κατάστασης αντί υποκείμενο δράσης, στο ίδιο νοσηρό κλίμα των γυναικών της καρυωτακικής «Αποστροφής», με κοινή κατάληξη το πλήρες υπαρξιακό αδιέξοδο.
Οτιδήποτε, συνεπώς, αποκλίνει από τις αυστηρά προδιαγεγραμμένες νόρμες του αντροκεντρικού κόσμου για τη θηλυκή σεξουαλικότητα απειλείται με αφανισμό. Σε αυτή τη βάση, το ποίημα «Σόνια» παραπέμπει στην «Αποστροφή» από την εντελώς αντίθετη οπτική της εξαίρεσης προς επιβεβαίωση ενός γενικευμένου κανόνα για την εγκεκριμένη εικόνα της γυναίκας. Στη «Σόνια» προβάλλεται αντιστικτικά η διαφορετικότητα μιας τραβεστί ως ακραία διεκδίκηση θηλυκότητας, αποσυνδεδεμένης εντελώς από την προοπτική γονιμότητας, γεγονός που μπορεί να επιφέρει όχι μονάχα απομόνωση στην άκρη της πόλης, αλλά και την καταδίκη σε θάνατο. Η συγκεκριμένη οπτική προβάλλεται στο ποίημα από τη συλλογή Απόντες (1986) για την αντισυμβατική τραβεστί Σόνια, που βρέθηκε νεκρή σε παραλία της Αττικής, δίχως ποτέ να εξιχνιαστεί το έγκλημα.
Έγειρε το χλομό κεφάλι της μ’ ένα λυγμό
κι αποκοιμήθηκε
για πάντα.
Πάνω της ο ουρανός ορεινός
άγονο τοπίο-σκοτεινός-
πέτρες μόνο και βράχια κι ούτε βροχή…
Νύφη εσύ με πασαλειμμένο το στόμα σου κόκκινο
τούλια χέρια λιωμένα δαντελωτά
προσφέρανε ικετευτικά
ένα ματσάκι κρινάκια.
Γύρω στο χώμα οι φίλες σου
θλιμμένες και βαμμένες υπερβολικά
σουρσίματα αλλόκοτα κάνανε
σαν για να τις προσέξουνε
και παίξουν σε κάποια ταινία.
Να αυτό το δαχτυλίδι ποίημα παιδικό.
Λόγος Τιμής
αυτήν την ώρα που οι Μελλοντικοί
το πέταγμα των αετών μαθαίνουν
αυτήν την ώρα που το κούτελό σου
δείχνει εκείνο που δεν φαίνεται
την ίδια πάντα ώρα
που οι ΚΟΚΚΙΝΕΣ ΦΑΛΤΣΕΤΕΣ
τους Διαφορετικούς σκοτώνουν…
Η αδυναμία τεκνοποιίας καταδικάζεται από την αντρική κοινωνία συνδυαστικά με την απομίμηση θηλυκότητας. Η ποιήτρια αποτυπώνει σκόπιμα τη Σόνια τη στιγμή της ταφής με τονισμένη τη σεξουαλικότητα στα έντονα κόκκινα χείλη της αντί ανοιχτότερου χρώματος, όπως συνηθίζεται σε κηδεία, ως συμβολική ένδειξη σεβασμού της έντονης επιθυμίας της νεκρής για αφομοίωση ξένης θηλυκότητας. Συνεπώς, το «πασαλειμμένο […] στόμα» με κόκκινο την ώρα του θανάτου μαζί με τον παραλληλισμό του ουρανού ως άγονο, βραχώδες και ορεινό τοπίο όλο βράχια και πέτρες, αποδίδουν στην τελευταία εμφάνισή της τη δυσαρμονία ως προς την αναμενόμενη εικόνα ενός ατόμου που ζούσε ιδιαίτερα σε έναν κόσμο με δυσκολία αποδοχής της ετερότητας.
Στον αντίποδα, ωστόσο, του κόκκινου, το λευκό νυφικό με κρίνα τοποθετημένα στα χέρια υποδηλώνουν εσωτερική αγνότητα. Η ποιήτρια προσεγγίζει με ιδιαίτερη ευαισθησία τη δολοφονία ενός ομοφυλόφιλου λόγω επιλογής του συγκεκριμένου τρόπου ζωής, απωθητικού σε σημείου εξόντωσης για το κοινωνικό σύστημα σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στην προκειμένη, με επιβεβαίωση το τραγικό φινάλε.
Η αναφορά στο τέλος του ποιήματος στο παιδικό παιχνίδι των κοριτσιών με το κρυμμένο δαχτυλίδι, σε συνάρτηση με την έκφραση «Λόγος Τιμής» με κεφαλαίο, υπαινίσσονται την επιστροφή στο καταφύγιο της παιδικής αθωότητας ως δεσμευτική υπόσχεση στη νεκρή περί δραστικού αντίκτυπου ενός άδικου θανάτου από διαφορετικότητα για πάταξη αντίστοιχων βιαιοπραγιών μελλοντικά, με την επιδίωξη παράλληλα ανεκτικότητας ως βάση κοινωνικής εξυγίανσης.
Η Σόνια δολοφονήθηκε από «ΚΟΚΚΙΝΕΣ ΦΑΛΤΣΕΤΕΣ» λόγω οικειοποίησης με το κόκκινο στόμα της μιας κλεμμένης θηλυκότητας, γεγονός που συντέλεσε στη δολοφονία της από την υποκριτικά ηθική κοινωνία. Διαπιστώνεται έτσι ότι η ηρωίδα λειτούργησε στον αντίποδα του παρατηρούμενου συλλογικού υποκειμένου στην «Αποστροφή», καθώς στο μεσοπολεμικό ποίημα οι ηρωίδες καθηλώνονται στην εσωτερική κενότητα από εναγώνια επιθυμία κοινωνικής ανάδειξης και αποκατάστασης, ενώ στη Γώγου το άτομο αφανίζεται λόγω εναντίωσης στις άκαμπτες επιταγές του αντρικού κατεστημένου για τον στυλιζαρισμένο ρόλο της γυναίκας στη σύγχρονη εποχή.[4]
Η έντονα αντικομφορμιστική στάση, όπως ανακλάται στην περιγραφή μιας ιδιαίτερης εμφάνισης για νεκρή, αντιπαρατάσσεται στην παθητικότητα των γυναικών στην «Αποστροφή», με την πλήρη άγνοια εκεί των ολέθριων συνεπειών της υποταγής για την αυτοπραγμάτωσή τους. Στη «Σόνια» το τίμημα απόκτησης της θηλυκότητας είναι ο θάνατος, ενώ στον Καρυωτάκη η διεκδίκηση επιβαλλόμενων κοινωνικά ρόλων επιφέρει την αλλοτρίωση. Επομένως, και στις δύο περιπτώσεις οι άντρες καθίστανται οι ρυθμιστές του παιχνιδιού, ενώ για τη γυναίκα στην κάθε εκδοχή δεν υπάρχει διέξοδος.
[1] Αγάπη-Βιργινία Σπυράτου, Κατερίνα Γώγου: Έρωτας Θανάτου, εκδ. Βιβλιοπέλαγος, Αθήνα 2007, σ.55.
[2] Ό.π.σ.52.
[3] Αναλυτικότερα, βλ. Σπυράτου, ό.π.σσ.53-59.
[4] Αναλυτικότερα για την ερμηνευτική ανάλυση του εν λόγω ποιήματος σε συνδυασμό με τις περιορισμένες δυνατότητες του «συμβατικού γυναικείου κινήματος για μια καλυτέρευση της θέσης της γυναίκας μέσα στην πατριαρχική, καπιταλιστική κοινωνία», βλ. Σπυράτου, ό.π.σσ.52-59.