Το εξωτικό βρίσκεται δυο λεπτά δρόμο από το σπίτι σου
Η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου μάς παρασύρει με εκρήξεις χρωμάτων, με την υγρασία του έρωτα, με την αιώρηση και το πέταγμα της επιθυμίας. Στην πρώτη ενότητα της συλλογής της «Τροπικά».
Νωρίς το φθινόπωρο/ μου είπες πως θα ’ρθεις,/ θα βάψω τα μαλλιά μου/ απ’ τους σπόρους του ίντιγκο/ με λουλακί τα μάτια μου,/ τα χέρια μου με αγριολεβάντες,/ το ηλιοβασίλεμα με το δικό μου μπλε,/ παράξενο φυτό σαν παραδείσιο πτηνό/ που στο άνοιγμα των φτερών του/ κουρδίζει τις χορδές του κόσμου/ και βομβαρδίζει το στερέωμα («Φθινοπωρινό πρελούδιο», σ. 12)
Στα «Παραδείσια» ωστόσο (τρίτη ενότητα) όπου θα περίμενε κανείς την αποθέωση των χρωμάτων, των σωμάτων και των αισθήσεων, χαμηλώνει ο φωτισμός, κάτω από την κυριαρχία της ομίχλης. Έχουμε ήδη καταλάβει ότι κάτι πιο βαθύ και πολύπλοκο κρύβεται πίσω από την αρχική ευωχία.
Οι μύθοι/ μόνο στην υγρασία της ομίχλης/ συντηρούνται/ σαν λεπτές θολές ψιχάλες/
[..] Η ομίχλη των λέξεων είναι η χειρότερη μοναξιά («ΝΗΚΤόΝ», σ. 53)
Παρεμβάλλεται η δεύτερη ενότητα «Ξωτικά» – παιχνίδι η λέξη ανάμεσα στα εξωτικά και στα ξωτικά, τις μορφές των παραδόσεων και των παραμυθιών. Η ύπαρξη-ον πότε γίνεται αμφίβια, πότε ρευστή, φύση συγκεχυμένη, δίδυμη, δίσημη. Ή πολύσημη.
Στην αρχή ένιωθε ξένη μέσα στο υγρό/ όπως το σώμα που κυμάτιζε μέσα της/ (δε σταματούσε να κυματίζει εντός της)/ όπως το κορμί στο οποίο μεταμορφωνόταν/ έγινε πόλη εξόριστη/ « –ω ξένε, φίλε μου, θεέ μου –»/ μ’ ένα αγκίστρι σφηνωμένο στο δέρμα/ με το μάτι της να φιλοξενεί πλέον/ όλον τον παρελθόντα και μέλλοντα κόσμο/ έγινε/ μια γοργόνα ξενιστής του σύμπαντος («Πολυξένη», σ. 27-28)
Και αλλού:
Εγώ έτρεχα, έτρεχα/ μια ήμουν κοπέλα/ μια ήμουν άνδρας/ Κι εγώ δίψαγα δίψαγα/ μια ήμουν ελάφι/ μια λύκος/ […] Μια πασχαλίτσα ladybird/ στα δυο μου ακροδάχτυλα/ δράκος έγινε/ με κόκκινη πλάτη («Ladybird ή Κατάσταση πολιορκίας», σ. 34)
Στην τέταρτη ενότητα, τα «Οικόσιτα», η οικείωση, το άγγιγμα σε ανθρώπους και πράγματα που είναι κοντά μας. Και ύστερα, η απομάκρυνση, κάποιο τέλος. Και τότε κυκλοφορούν φάσματα-φαντάσματα που θρηνούν και ουρλιάζουν. Ευτυχώς που υπάρχουν τα φλαμίνγκο, που φανερώνουν την ομορφιά του πετάγματος:
Τέλος, και αρχή, φανερώνουν την ομορφιά του πετάγματος/ Φλαμίνγκο όπως ποίηση, ποιήματα, ποιητές, ποιήτριες («Ποίηση ή η σύλληψη των λέξεων-φλαμίνγκο», σ. 64)
Στο ποίημα «Εξωτ(ο)ικό», το ποιητικό υποκείμενο διαγράφει μια πορεία συνειδητοποίησης: πρώτα ότι το εξωτικό βρίσκεται κοντά σου, δυο λεπτά δρόμο από το σπίτι σου, αρκεί να στρέψεις το βλέμμα σου, για να το δεις. Αρκεί να νιώσεις την επαφή του με τα ακροδάχτυλα των ποδιών. Και τότε περνάς στο επόμενο στάδιο, στρέφοντας το βλέμμα, απαραίτητη προϋπόθεση, ανακαλύπτεις ότι βρίσκεται μέσα, στο υπόγειο του σπιτιού σου.
Και κάποτε, καθώς στρέφεις το βλέμμα/ αντιλαμβάνεσαι ξαφνικά/ πως το εξωτικό προεκτείνεται/ από τα δάχτυλα των ποδιών σου/ μόνο δύο λεπτά δρόμος/ στο υπόγειο μέσα στο σπίτι σου (σ. 70)
Αυτό το υπόγειο είναι ένας χώρος μαγικός, όπου το ποιητικό υποκείμενο σκέφτεται να φιλοξενήσει περίεργα φυτά και έντομα και ψάρια, εξωτικά. Αλλά το βέβαιο είναι ότι η φωτογραφία του αγαπημένου βρίσκεται καδραρισμένη στον τοίχο, ενώ ο ίδιος λείπει. Ως ένας από τους πρώτους θαμώνες.
Η φωτογραφία σου όμως έχει καδραριστεί στον τοίχο ως ένας από τους πρώτους θαμώνες. Τον πυρετό μας δεν τον ξεχνώ. Τον πυρετό εκείνον, που τώρα νοσταλγώ (σ. 69)
Θεωρώ το ποίημα αυτό, το μόνο πεζό ποίημα, αποτελεί απόληξη του προηγούμενου, «Οικοσυστήματα». Γραμμένο με πλάγια γραφή, είναι σαν να συνδέει με το επόμενο, το «Εξωτ(ο)ικό», και να δίνει τη λύση σε μια ποιητική αφήγηση. Στην προσωπική μου ανάγνωση, τα ποιήματα αυτά διεύρυναν την οπτική στην ανάγνωση της συλλογής. Ο έρωτας κάνει τις αισθήσεις μας ικανές να ανακαλύψουν και τα πιο μακρινά, και τα πλέον παράξενα. Κι όταν ο έρωτας σβήσει ή απομακρυνθεί ή ατροφήσει, μένει πάντα εκείνη η εσωτερική παρουσία, σαν υπόμνηση της φλόγας, της εκτίναξης, του ονείρου και του πετάγματος, συχνά με την ομορφιά της ποίησης.
Έχω γράψει για τη συλλογή της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου Μεταπλάσματα (εκδ. Σαιξπηρικόν, 2017) ότι αγαπά τα εκτεταμένα αφηγηματικά ποιήματα. Που δεν είναι πεζά ποιήματα, κάθε άλλο. Το ίδιο συμβαίνει και στη συλλογή αυτή. Και όπως τότε, έτσι και τώρα, η Παπαγεωργίου κρατά τον εσωτερικό ρυθμό των ποιημάτων. Η νόμιμη αφηγηματικότητα, λοιπόν, όταν παραμένει ποιητική.
Στις συλλογές της Παπαγεωργίου υπάρχει αξιοσημείωτη διακειμενικότητα και σύνδεση με άλλες επιστήμες. Στη συλλογή Μεταπλάσματα υπήρχε ένα Επίμετρο με σημειώσεις για θεωρίες και έννοιες. Στην επόμενη συλλογή Φιλιά στο κενό (εκδ. Μελάνι, 2020) ο αναγνώστης θα πρέπει να αναζητήσει μόνος του κάποιες πληροφορίες, αν νιώσει την ανάγκη. Στην παρούσα συλλογή υπάρχει έμφαση στη διακειμενικότητα και ελάχιστες σημειώσεις, όσες η συγγραφέας θεωρεί απαραίτητες. Η ποιήτρια, με τους απόηχους άλλων επιστημονικών πεδίων και με τις διακειμενικές αναφορές που ενσωματώνει στους στίχους της, διαμορφώνει την ποιητική της γλώσσα. Και πραγματικά δεν είναι απαραίτητες οι πολλές σημειώσεις, γιατί η Παπαγεωργίου μεταπλάθει τις έννοιες, που αφομοιωμένες γίνονται αναπόσπαστο συστατικό του ποιήματος. Και ο αναγνώστης κερδίζει τις δικές του ερμηνείες.
Να αναφερθώ στο εξώφυλλο του βιβλίου. Με χρώματα διακριτικά έντονα, που να παραπέμπουν σε κάτι εξωτικό, παραδείσιο. Με τα γράμματα του τίτλου να σχηματίζουν ορθή γωνία, κοινό γράμμα το Ε. Οι εκδόσεις Σαιξπηρικόν άλλωστε είναι γνωστές για τα κομψά τους βιβλία.
Η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου με τα Εξωτικά είδη μάς σεργιανά σε χρώματα, σε εικόνες, σε άνθη που ευωδιάζουν, σε μουσικές και κινήσεις χορευτικές, και σε πετάγματα πουλιών. Και σε τόπους, άλλοτε μακρινούς κι άλλοτε πιο κοντινούς. Για να εκφράσει, μέσα από αυτές τις διαδρομές, την αναζήτηση, τον έρωτα με την έξαρση και το σβήσιμό του, τον χρόνο που σέρνει μαζί του όσα απωλέσθηκαν ή έμειναν ανεκπλήρωτα. Και, παράλληλα, την πεποίθηση ότι, με το μέσα κοίταγμα, το μακρινό μπορεί να γίνει πιο δικό μας. Κι εμείς, με μια τόση δα αφορμή, όπως το τερέτισμα ενός τζίτζικά που μας συντρόφεψε, να εκτινασσόμαστε, να αιωρούμαστε, να πετάμε με ένα πέταγμα ψυχής.