Μας φέραν απ’ τη δυτική Μικρά Ασία
της τωρινής Τουρκίας, μας υποσχέθηκαν
έξι δολάρια πλερωμή που δεν μας δώσαν.
Μας ξεγελάσαν, μας φορτώσαν φτυάρια,
τσεκούρια, ρόπαλα, σφυριά κι αξίνες,
μαχαίρια και λοστούς, μπιτόνια με βενζίνη,
όλα τα σχετικά για μια δουλειά
που άξιζε, να πεις, κι εφτά κι οχτώ
δολάρια, να χαλούσαμε γκιαούρηδες,
γυαλιστερούς να παίρναμε κόρφους σταυρών,
τιμή των γυναικών τους.
Αλίμονο, ποιος θα μας λυπηθεί,
που ξένοι εμείς, ξυπόλητοι γυρνάμε,
ξέμακρ’ από τη θάλασσα, στα ενδότερα
τ’ αρχαίου Ξενοφώντα και του Κύρου!
——–
*Το ποίημα αναφέρεται στο οργανωμένο πογκρόμ του τουρκικού όχλου, νύχτα της 6ης Σεπτεμβρίου 1955, στην Κωνσταντινούπολη.