Όνειρα αποδημητικά. Όνειρα με άλλα λόγια που πάνε κι έρχονται σαν τα αντίστοιχα πτηνά. Ανάμεσα στις φροντίδες του βίου και τις ποικίλες έγνοιες της καθημερινότητας πηγαινοέρχονται τα όνειρα κι ο ποιητής ακολουθεί με τη φαντασία του σε χώρες πιο θερμές. Επειδή η ζωή τελικά είναι ρευστή και σε διάφορα μέρη του πλανήτη ακόμα περισσότερο.
Ο Κύπριος δημιουργός από τη Μόρφου που ζει στη Θεσσαλονίκη, προσήλθε στην ποίηση ή τουλάχιστον στις δημοσιεύσεις σχετικά αργά, μάλλον όταν του το επέτρεψαν οι συνθήκες και τα προβλήματα της ζωής. Όμως χρόνια τώρα είναι ενεργός, διατηρώντας ποιητικά ιστολόγια με αξιέπαινο ρόλο στην υποστήριξη της ποίησης, παλιών και νεώτερων ποιητών και συμμετέχοντας δημιουργικά στην πόλη του σε εκδηλώσεις και ποιητικά συμβάντα. Δεν μπορώ να μη θυμηθώ, διαβάζοντας αυτήν εδώ τη συλλογή, προηγούμενες συλλογές του και ιδίως εκείνην που τιτλοφορείται ΛΕΜΟΝΑΝΘΟΙ ΣΤΟ ΠΕΛΑΓΟ και η θεματολογία της περιλάμβανε καθαρά την αντανάκλαση στην ψυχή από τις δοκιμασίες της Μεγαλονήσου, τον αχό από τα ξένα βήματα που περπατούν τώρα στην πατρίδα του, το χωρισμό στα δυο της γης και της καρδιάς από τα συρματοπλέγματα αλλά και τις τρυφερές ενθυμήσεις από τα παιδικά χρόνια μέσα στις πορτοκαλιές και τα αρώματα του νησιού του. Τη συνεχή αναφορά του σε κάποιον Ιούλιο, όπου όλοι γνωρίζουμε ότι συνέβησαν τα αρχικά γεγονότα που έκοψαν το νησί στα δυο.
Και σε αυτήν εδώ τη συλλογή δεν θα παραλείψει να αναφερθεί και πάλι στον Ιούλιο, κάθε Ιούλιο που “το βάρος των σταυρών (γίνεται) ασήκωτο”, η μνήμη βασανίζεται από το θάνατο των αδερφών, τη σκλαβιά του χώματος, τις αδιέξοδες διαδρομές και τα δίσεχτα χρόνια που ακολούθησαν. Δείχνει πώς δεν μπορεί να ξεφύγει από το θέμα αυτό που έχει τραυματίσει τη ψυχή του και των συμπατριωτών του και είναι πολύ φυσικό. Μεταφέρει λοιπόν κι εδώ τη λύπη και την αγωνία του πότε με αφορμή τα γεγονότα του παρελθόντος και πότε υπαινισσόμενος εντόπιες ελλαδικές δυστοπικές καταστάσεις κοινωνικές και διαψεύσεις των οραμάτων. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο “τα όνειρα είναι αποχρωματισμένα”, “τα πλακάτ ξεθωριασμένα”, “τα συνθήματα αποχρωματισμένα”. Οι έμποροι των ονείρων πουλάνε ψέματα αισθάνεται ο ποιητής. Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον η ψυχή πονάει και πικραίνεται. Η φύση μάλιστα συμμετέχει στον πόνο της ψυχής, τα σύννεφα με τη συναίσθηση των απουσιών ξεχύνουν από τα σπλάχνα τους αρμυρά δάκρυα, η άνοιξη χαρακτηρίζεται ως λυπημένη, ο ήλιος σκοτεινός θρηνεί, το πρωινό κουβαλάει τη μοναξιά του. Το φθινόπωρο έρχεται όμως (το φυσιολογικό για όλους μας τέλος του βίου ή απλώς η συνειδητοποίηση του τέλους των προσδοκιών) και δεν μένει παρά η ήρεμη αποδοχή των καταστάσεων. “Αποκαμωμένο το δειλινό … άπλωσε το μαύρο πέπλο της παράδοσης” θα διαβάσουμε ή “η σκιά του φθινοπώρου απλώθηκε…σαν ακαριαία αποδοχή του τέλους”. “Μετέωροι ταξιδιώτες στη μοναξιά του θανάτου” είμαστε, εννοεί ο ποιητής, προσθέτοντας και μια υπαρξιακή πινελιά στην παλέτα των στίχων του. Στο ποίημα με τίτλο “Περιδέραιο” επίσης θα συναντήσουμε την υπαρξιακή διάσταση, όταν η γυναίκα με το ποτήρι του καφέ στο χέρι παλεύει με την πίκρα και τη μοναξιά της. Ωστόσο αλλού προσφεύγει στην αθωότητα των παιδιών που ονειρεύονται το αύριο με ελπίδα, προσφεύγει στη θαλπωρή αναμνήσεων της παιδικής ηλικίας, προσφεύγει στη νεανική ορμή και την επαναστατική διάθεση για έναν κόσμο καλύτερο, προσφεύγει στον έρωτα που κάνει τις λέξεις και τις καρδιές να ανθοβολούν. Οι γλάροι θα κρύψουν στα παρτέρια έναν στίχο ερωτικό προσμένοντας την βλάστηση των σπόρων και τον ερχομό μιας καινούριας άνοιξης.
Η ποίηση λοιπόν αυτή έχει ένα άρωμα μελαγχολίας, ωστόσο όχι απόγνωσης και παραίτησης. Η ανθρώπινη καρδιά είναι φυσικό να απογοητεύεται και να κάμπτεται από τις δυσκολίες, προσωπικές και του περιβάλλοντος και μάλιστα τέτοιες που έχουν βιώσει στην πορεία τους οι ομοεθνείς μας της Κύπρου, κάπου όμως η ελπίδα ξεπροβάλλει πάντα χρωματίζοντας με έντονα χρώματα τις μέρες από την αρχή. Στα ψέματα, στο άδικο, στην αλαζονεία κάθε είδους οφείλεται αντίδραση, πιστεύει ο ποιητής. Η ψυχή σε ετοιμότητα, σαν ένα πάντοτε αναμμένο λυχνάρι, στέκεται απέναντι στην κοινωνική συνθήκη, κρίνοντας, απορρίπτοντας, συνθέτοντας, αναδημιουργώντας με λέξεις τις καλύτερες εποχές που διαρκώς η τέχνη αναζητεί και επιδιώκει. Είναι εν γνώσει του ότι ο στίχος μερικές φορές είναι ένα όπλο, φωτιά στο φιτίλι που οδηγεί στην έκρηξη της οργής και του συσσωρευμένου έναντι των καταστάσεων θυμού ή μοιάζει με ηφαίστειο που ξεχειλίζει τα συναισθήματα και την αντίδραση σε γεγονότα δυσάρεστα. Ωστόσο αυτό επιφέρει και μια αποφόρτιση τελικά του εαυτού, εξ ου και η αίσθηση θαλπωρής που προσφέρουν γενικά τα ποιήματα και που έχουν τη δύναμη να φέρνουν ένα καινούριο χαμόγελο στα χείλη. Οι στίχοι του έχουν απλότητα και λιτότητα, ωστόσο κατέχουν την πύκνωση και την αλήθεια που χαρίζει το εκπεφρασμένο βίωμα. Η έκδοση αυτή είναι δίγλωσση και η παράλληλη μετάφραση στα γαλλικά έχει γίνει από την Μελίτα Τόκα – Καραχάλιου (που μαθαίνουμε ότι πρόσφατα έφυγε δυστυχώς από τη ζωή) και δείχνει μια αξιοθαύμαστη γνώση της γλώσσας και μια τέλεια παρακολούθηση από κοντά των λεγομένων του κειμένου.
Όμως, αν και ευρισκόμενος μέσα στη μελαγχολική διάθεση και την δυσκολία, δεν πρέπει ο ποιητής -και ο άνθρωπος- να σταματήσει να ονειρεύεται. Στην ημέρα ανήκει έστω η καθημερινή τύρβη, για τη νύχτα όμως φυλάμε τα αποδημητικά όνειρα και τα ταξίδια σε άλλους γαλαξίες, όπου η ψυχή τροφοδοτείται για να επανέλθει δυνατότερη για καινούριους βιοτικούς και ιδεών αγώνες.