Αυτό δεν το περίμενα· στήνει μια σκάλα
για ν’ ανεβεί απάνω στον σταυρό του.
Λίγο πιο κει χυμένο το φεγγάρι,
σερβίτσια πεταμένα και σπασμένα μάρμαρα.
Ο χρόνος διαστέλλεται, συστέλλεται,
διολισθαίνει σ’ άλλες εποχές.
Κι αυτός, δεν το περίμενα, στήνει μια σκάλα
για ν’ ανεβεί στο ξύλο του σταυρού.
Παίρνει μαζί και τα λουριά και τα καρφιά του.
Με θέληση δική του προσκαλεί
να του ρυθμίσουν άρθρα και σκαρμούς.
«Δέκα, εννέα, οκτώ… και τρία και ένα»,
μετρά τον χρόνο, η ώρα πλησιάζει,
θ’ ανοίξουν οι ουρανοί –λησμονημένοι
από την ίδρυσή του Κόσμου–, θα φουσκώσει
το κύμα των αγγέλων μέσα του,
με τα σπασμένα, το επαναλαμβάνει,
μάρμαρα των φτερών τους.
Πριν ακουστεί ο κώδων, πριν ραγίσει
τον ήχο της η σάλπιγξ και πριν σωριαστούν
ξεθεωμένα τείχη κάτω
από το φως της συντριβής τους, δέξου
και μην πανικοβάλλεις την Ανάστασή σου.