ΝΙΑΓΑΡΑΣ
« Πότε θα πάμε;» έλεγε η Μαρίνα στον Σπύρο και διάβαζε το πίσω μέρος του καρτ ποστάλ με τον Νιαγάρα. Σας περιμένουμε με μεγάλη χαρά, έγραφε ένας ξάδερφός της, μετανάστης στον Καναδά.
«Βγάλ’ το απ’ το κάδρο. Tι το θέλουμε απέναντι απ’ το καθιστικό τόσα χρόνια;» της έλεγε ο Σπύρος και παραπονιόταν για τις περικοπές στους μισθούς τα πρώτα χρόνια του γάμου τους κι αργότερα για τις περικοπές στις συντάξεις.
«Το ξέρετε πως ο Νιαγάρας είναι πενήντα οκτώ χιλιόμετρα νερό; Δέκα μέρες και δεν μου ’φτασαν να τον χορτάσω. Σπύρο, πάρε τη Μαρίνα να πάτε», είπε μια μέρα η Στέλλα τού διπλανού διαμερίσματος και βάλθηκε στον διάδρομο να τους δείχνει φωτογραφίες.
Έπεσαν τα ψώνια απ’ τα χέρια της Μαρίνας, έσπασαν τ’ αβγά κι όλο το βράδυ ο Σπύρος τη μάλωνε που δεν του έφτιαξε ομελέτα. Κι ύστερα κάθισε στην πολυθρόνα, άνοιξε την εφημερίδα κι είπε: «Όλο της επίδειξης είναι κάποιοι. Να μην έχεις πολλά πολλά μ’ αυτή τη Στέλλα». Κι αγριοκοίταζε τον Νιαγάρα που σαν επίδοξος ληστής τρύπωνε με κάθε ευκαιρία στο σπίτι.
Εκείνο το βράδυ η Μαρίνα μεταξύ τρεις κι έξι το πρωί γύρισε πλευρό στο κρεβάτι, αναποδογύρισε το μαξιλάρι και θέση δεν βρήκε για τον αυχένα. Σηκώθηκε, έβαλε τα γυαλιά της πρεσβυωπίας, άνοιξε την εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος – Λαρούς και σημείωσε σ’ ένα χαρτί: Οντάριο, Μπάφαλο, Νέα Υόρκη.
Η Μαρίνα μεταξύ τέσσερις και πέντε κάθε απόγευμα, καθόταν σταυροπόδι, έπινε γλυκύ βραστό και κοίταζε στο κάδρο τα ορμητικά νερά του Νιαγάρα. Ο Σπύρος βουτούσε το ψωμί στο κρασί απέναντί της χωρίς να την κοιτάει. Άφηνε το κρασί κι έπιανε το στυλό. Σημείωνε σκορ στα δελτία με τα στοιχήματα.
«Το Φίατ διψάει και καίει πολύ. Δεν βγαίνουμε», της έλεγε και χαμήλωνε το κεφάλι. Ο Σπύρος άφηνε τα δελτία στο τραπέζι της κουζίνας, στον νιπτήρα, στο μπαλκόνι. Ο διαχειριστής παραπονιόταν στη Μαρίνα για τα κοινόχρηστα κι η αδερφή του Σπύρου για τα δανεικά κι αγύριστα του αδερφού της.
Ο Σπύρος την άνοιξη φόρτωνε το Φίατ και πηγαίνανε στο χωριό του για σαββατοκύριακο. «Ορίστε, δες εδώ ποτάμι», της έλεγε. Έβγαζε τα παπούτσια και τις κάλτσες και σήκωνε τα πατζάκια του. Καμπούριαζε για να βρει ισορροπία και περπατούσε αργά. Έπιανε ένα ξύλο κι έβαζε τα πόδια του στο νερό. «Παλιά πιάναμε κάτι ψάρια… Να ’βλεπες παλιά. Πέστροφες. Μέχρι εδώ, στον ώμο, το νερό. Έλα να δροσιστείς», έλεγε κι άπλωνε το χέρι. Αλλά η Μαρίνα καθόταν σε μια ψάθα και διάβαζε το βιβλίο της. «Αλλά εσύ τι καταλαβαίνεις; Χρυσόψαρο είσαι. Παιδί της πόλης», έλεγε ο Σπύρος.
Στην επιστροφή άκουγαν μόνο τη βουή του Φίατ κι όσο κι αν η Μαρίνα βεβαιωνόταν πως γύριζε τέρμα τη χειρολαβή, το σφύριγμα απ’ τα παράθυρα τη συνόδευε μέχρι την Αθήνα. Γυρνούσαν στο διαμέρισμα. Η Μαρίνα κοίταζε ξανά απ’ την μπαλκονόπορτα μπουγάδες και κισσούς. Ο Σπύρος έπιανε ξανά δελτία και στυλό.
Ο Σπύρος χανόταν για ώρες, αλλά δεν έχανε παιχνίδι στην τηλεόραση. Τον έβλεπε η Μαρίνα που πεταγόταν. Έλεγε κάτι μισόλογα, κοκκίνιζε, έσφιγγε τη γροθιά του και φώναζε «γκολ!».
«Θα πάθεις κανένα εγκεφαλικό και θα τρέχουμε. Κάτσε να πούμε μια κουβέντα», του έλεγε η Μαρίνα και τότε ο Σπύρος τής φώναζε για το φόρεμα που αγόρασε για τον γάμο της ανιψιάς τους. Όταν του είπε η Μαρίνα για τα κοινόχρηστα και τα δανεικά, αυτός έσπασε ένα βάζο Λιμόζ, δώρο του γάμου τους.
Ένα βράδυ, όταν ο Σπύρος γύρισε απ’ το πρακτορείο, βρήκε τη Στέλλα στο σπίτι να κλείνει το φερμουάρ της καλής τους βαλίτσας. Η ντουλάπα ήταν ανοικτή κι η Στέλλα τακτοποιούσε δύο τζιν της Μαρίνας, τρία φούτερ κι εσώρουχα.
«Εγκεφαλικό. Την έχουν στο νοσοκομείο», του είπε.
Πάνω στο κρεβάτι ο Σπύρος βρήκε την ταυτότητα και το διαβατήριο της Μαρίνας κι ένα εισιτήριο Αθήνα – Μπάφαλο. Αναχώρηση 14 Μαρτίου. Επιστροφή ανοιχτή, θέση οικονομική.
«Φεύγει αύριο;» είπε ο Σπύρος και κοιτούσε μια το εισιτήριο, μια τη βαλίτσα.
«Έλα, πάμε να δεις πού την έχουνε», είπε η Στέλλα. Ο Σπύρος όμως δεν μπήκε στο δωμάτιο του νοσοκομείου να δει τη Μαρίνα.
«Την απασχολούσε κάτι τις τελευταίες μέρες;» ρωτούσαν τον Σπύρο κι εκείνος χαμήλωνε το κεφάλι. Η Μαρίνα έπρεπε να μεταφερθεί σε κέντρο αποκατάστασης. Ο Σπύρος ζήτησε δανεικά απ’ τη Στέλλα κι από δυο τρεις άλλους συγγενείς. Μετά αραίωσε και τις επισκέψεις στο κέντρο. Έτρωγε ψωμί και τυρί. Τα βράδια δεν άνοιγε την τηλεόραση. Κοίταζε απ’ τη μπαλκονόπορτα μπουγάδες και κισσούς.
Μια μέρα οι φυσικοθεραπευτές βάλανε τη Μαρίνα στην πισίνα. Κράτησαν το κορμί της στο νερό και της έκαναν ασκήσεις για το παράλυτο πόδι. Η Μαρίνα χαμογέλασε. Ανάσανε. Πήρανε τον Σπύρο τηλέφωνο και του είπανε πως μόνο το νερό ευχαριστιέται. Δεν βλέπει τηλεόραση. Δεν μπορεί να μιλήσει και στο τηλέφωνο.
«Όταν τη βγάλαμε απ’ την πισίνα προσπαθούσε να πει μια περίεργη λέξη. «Γαργάρα; Μάλλον. Τα ‘χει χαμένα, κύριε Παπαγεωργίου».
Ο Σπύρος γύρισε σπίτι και στάθηκε απέναντι απ’ τον Νιαγάρα. Μάζεψε δελτία και στοιχήματα. Τα τσαλάκωσε ένα ένα και τα πέταξε. Το βράδυ δεν είχε ύπνο. Κάθισε στο μπαλκόνι. Έβγαλε το καρτ ποστάλ απ’ το κάδρο και κοίταζε πότε τον ορίζοντα και πότε τον Νιαγάρα.
*
Το επόμενο πρωί παίρνει μαζί του έναν τόμο της Πάπυρος – Λαρούς. Πηγαίνει στο νοσοκομείο. Βλέπει τη Μαρίνα ξαπλωμένη. Παλιά αγκάλιαζε αυτό το λιγνό κορμάκι. Κάθεται δίπλα της. Βάζει τα γυαλιά της πρεσβυωπίας. Αρχίζει να της διαβάζει:
«Νιαγάρας. Ο Νιαγάρας είναι ποταμός της βόρειας Αμερικής, που συνδέει τις δύο λίμνες, Ήρι και Οντάριο. Έχει μήκος 58 χιλιόμετρα…».-
Βιογραφικό σημείωμα
Η Κωνσταντία Κατσαρή γεννήθηκε το 1978 στην Αθήνα. Σπούδασε Ελληνική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και Δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο της Δυτικής Μακεδονίας. Εργάζεται στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Το πρώτο της βιβλίο, Με Μαγείρευες χρόνια, εκδόθηκε το 2018 από τις εκδόσεις Γραφομηχανή. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά.