Η τάξη βυθισμένη στη σιωπή. Που και που, μια σελίδα που γυρίζει, ο ξερόβηχας της κυρίας Αντωνίας, ένα μολύβι που πέφτει στο πάτωμα , διακόπτουν την προσήλωση. Κάποια βλέμματα χάνονται για λίγο στο χώρο, αλλά τα κεφάλια παραμένουν σκυμμένα.
Δεν παίρνουν είδηση τον επιστάτη, που μπήκε διακριτικά, ψιθύρισε κάτι στο αυτί της δασκάλας και περιμένει.
«Θωμαίδη»
«Μάλιστα κυρία»
«Σε θέλει ο διευθυντής»
«Δεν έχω τελειώσει το διαγώνισμα κυρία», λέει ο μαθητής χαμηλόφωνα.
«Δεν πειράζει, θα το τελειώσεις αργότερα»
Στον άδειο διάδρομο, τα βήματα του επιστάτη αντηχούν σαν σφυριές και πνίγουν τα βηματάκια του λιγνού αγοριού , που σχεδόν τρέχει για να προφτάσει τον μεγαλόσωμο άντρα. Λαχανιασμένο, απ’ την αγωνία και την προσπάθεια στέκεται μπροστά στον διευθυντή. Το να βρεθείς στο γραφείο του, δεν είναι ποτέ για καλό.
Ο σκυθρωπός μελαχροινός άντρας στη θέα του αναψοκοκκινισμένου αγοριού, σηκώνεται, κουμπώνει το καφέ σακάκι και τον πλησιάζει.
«Πρέπει να φανείς δυνατός», λέει, ακουμπώντας τα χέρια στους μικρους ώμους . Η φωνή του έχει μια ασυνήθιστη τρυφερότητα.
« Ο πατέρας σου πέθανε. Συλλυπητήρια! Μπορείς να πας σπίτι σου».
Το αγόρι στέκει άφωνο. Ένα τρέμουλο στο πανωχείλι, κι η θολούρα των ματιών προδίδουν την ταραχή του.
«Δεν είναι αλήθεια!» , ψελλίζει αδύναμα.
«Πριν λίγο που έφυγα απ’ το σπίτι ήταν ζωντανός».
Στο δρόμο για το σπίτι, τα δάκρυα, γίνονται λυγμοί και τον πνίγουν.
«Πώς πέθανε ;» αναρωτιέται .
Φέρνει στο νου του αυτό το πρωινό. Προσπαθεί να θυμηθεί κάθε λεπτομέρεια. Το πρώτο που άκουσε ξυπνώντας είναι το χαρακτηριστικό χτύπημα του ξυραφιού του στο νιπτήρα. Η βρύση έτρεχε κι αυτός σφύριζε. Ξυρίζεται, σκέφτηκε, μπορώ να μείνω ξαπλωμένος αλλά πέντε λεπτά. Μετά τον άκουσε να πηγαίνει στην κουζίνα . «Σήκω υπναρά», του φώναξε. Τον βρήκε να πίνει τον καφέ του. Ένα τσιγάρο έκαιγε στο τασάκι κι αυτός ετοιμαζόταν ν’ ανάψει άλλο.
«Δεν αντέχεται η τσιγαρίλα πρωί-πρωί» γκρίνιαξε η μητέρα του και μετά έστρεψε την προσοχή της σ’ αυτόν . «Έχεις αργήσει, πάλι θα τρέχεις στο δρόμο. Να προσέχεις». Έφυγε βιαστικά. Ο πατέρας του ρουφούσε απολαυστικά τον καφέ του. Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που έχει απ’ αυτόν . Μετά τέλειωσε! «Δεν το πιστεύω» σκέφτεται. «Έτσι πεθαίνει ο άνθρωπος; Πίνοντας καφέ και καπνίζοντας;».
Έχει φτάσει πια μπροστά στο σπίτι. Η γειτονιά μαζεμένη στην αυλή τους. Από την ανοιχτή πόρτα ακούγονται τα ουρλιαχτά της μάνας του.
Στο κεφαλόσκαλο ο πατέρας. Πατάει με τη μύτη του παπουτσιού του ένα μισοκαπνισμένο τσιγάρο. Του κάνει νεύμα να πάει κοντά. Δυσκολεύεται. Χέρια απλώνονται. Του χαϊδεύουν τα μαλιά , του αγγίζουν την πλάτη . Καταφέρνει να πλησιάσει , αλλά δεν τον προφταίνει. Δυό φτερούγες που ριζώνουν στους ώμους, τον σηκώνουν ψηλά. Χαμογελά και σφυρίζει , όπως το πρωί, στο μπάνιο . Ο ήλιος κρύφτηκε στη σκιά των φτερών.