Μην ξεγελιέσαι,
Τα χιόνια στόλισαν τις βουνοκορφές
Μόνο και μόνο για να δεις πόσο απάτητες είναι.
Στη ματιά σου μόνο επιτρέπεται να τις ακουμπάει
Για να παγώνει μετά την ψυχή σου.
Μην ξεγελιέσαι, Δεν είν’ εδώ το σπίτι σου, Τα κάγκελα στο μπαλκόνι αντανακλούν τον ήλιο Για να σε θαμπώνουν και να μη βλέπεις Τι βρίσκεται ανάμεσά τους και πέρα απ’ αυτά, Κάγκελα βρεφικής κούνιας.
Τα δένδρα στον κήπο δε στολίστηκαν με στάλες βροχής-διαμαντάκια, Faux bijoux είναι, Πεσμένα δάκρυα που Με το παραμικρό αεράκι Γίνονται βορά στο χώμα, Χαμένα όνειρα με προδιαγεγραμμένη Αρχή, πορεία και τέλος.
Μην ξεγελιέσαι, Οι νάρκισσοι δεν άνθισαν για σένα Αλλά από τη συνήθη ανάγκη τους Να θαυμάσουν μια ακόμη φορά τον εαυτό τους, Δεν επιθυμούν κάτι άλλο, Δεν ψάχνουν ταίρι, δε συμπονούν κανέναν, Στο τέλος χωνεύονται μέσα στους υπομονετικούς βολβούς Που κυοφορούν τα σκούρα μυστικά της άνοιξης, Θάβουν τα συννεφιασμένα μυστικά της ζωής σου όλης.
Μην ξεγελιέσαι, Τα χελιδόνια δεν κελαηδούν για σένα Δε φέρνουν αργοπορημένα μηνύματα μετάνοιας ή στοργής Από παλιούς αγαπημένους. Μεταξύ τους μιλάνε γρήγορα για να προλάβουν Στη σύντομη ζωή τους να πουν αυτά που Προσπαθείς εσύ να πεις Με άλαλες λέξεις και σιωπές Χρόνια τώρα.
Ο θάνατος είναι η αδερφή ψυχή σου Ολάκερη τη γη κι αν ψάξεις Αυτόν θα βρεις να σε περιμένει μοναχά, Αυτός θα σ’ αγκαλιάσει και Θα σε πάει στην πραγματική ζωή, Εκεί που δεν θα φοβάσαι πια τις παλάμες Που κλείνουν το στόμα σου Και σπρώχνουν τα σύννεφα, Παραπέτασμα στα μάτια σου, Που σκορπίζουν τ’ απωθημένα σου Πουλιά τρομαγμένα από πυροβολισμούς Αμείλικτου κυνηγού,
Άδολες πινελιές μικρού παιδιού
Σε χασαπόχαρτο.