Σε είδα στο κέντρο, Σεπτέμβρη μήνα,
Πήγαινα στη Ζήνωνος για το λεωφορείο.
Η φωνή σου σκούπιζε στάλες βενζίνης,
Πίσσας και σκόνης απ’ το μέτωπό μου.
«Το κεφάλι πάντα ψηλά, κορίτσι μου», είπες.
«Λίγο να σε δουν να χαμηλώσεις το βλέμμα,
Λίγο, τόσο δα, και θα σε κολλήσουν στην άσφαλτο
Σα χιλιοπατημένη δεκάρα που
Κανείς δεν καταδέχεται να σκύψει
Να σηκώσει.
Θα δεις πολλές απ’ αυτές,
Εσύ ποτέ μην τις πατήσεις,
Ακόμα κι αν χρειαστεί να κάνεις κουτσό
Στα χαραγμένα με καρφιά
Πλακάκια στο δρόμο σου».
Σε είδα και μια άλλη φορά μαζί με τη γιαγιά,
Δυό φωτεινές απλίκες τοίχου,
Η μια συμπλήρωμα της άλλης.
Εκείνη φορούσε ένα πολύχρωμο,
Λουλουδάτο φόρεμα και χαμογελούσε.
Μοσχοβολούσε χαρά.
«Να ‘ρθω κι εγώ;» σας είπα.
«Όχι ακόμα», είπες. «Έχεις δουλειά εκεί».
Η γιαγιά στάθηκε μπροστά μου
Και με το βελονάκι κεντήματος
Σιγά σιγά ξήλωνε τις ραφές,
Τη σταυροβελονιά που σφράγιζε τα χείλη μου.
«Θα τις ξανακάνουν. Δεν έχει νόημα», είπα.
«Εσύ τους δίνεις τη βελόνα, εσύ και την κλωστή», είπε.
«Όταν θα το καταλάβεις, θα δεις τις λέξεις
Σα σποράκια θαμμένα από καιρό
Να ξεπηδούν άγρια κλαδιά μέσα απ’ το στόμα σου,
Φράχτης ενάντια στις παλάμες τους,
Όσο και να χτυπάνε, μην ανοίξεις,
Ακόμα κι αν χρειαστεί να κάνεις κουτσό
Στην καυτή άσφαλτο
Στα πλακάκια που εσύ η ίδια
Θα έχεις χαράξει
Με ματωμένη κιμωλία.