Οι μουντζούρες στη σελίδα μπροστά μου
Φιμωμένες, ανάρμοστες λέξεις,
Παρατημένα, άπλυτα ρούχα,
Θα φορεθούν λέω
Σ’ άλλες περιστάσεις,
Λιγότερο υπάκουες,
Λιγότερο παραιτημένες.
Σκουντουφλάω πάνω
Στα γνώριμα χάσματα,
Στο κουτσό της ζωής.
Κατεβαίνω σκαλοπάτια,
Εναποθέτω λέξεις,
Ρούχα ξαπλωμένα σε τεντωμένα σκοινιά
Ακροβατούν,
Μπατζάκια που κρέμονται, μανίκια,
Μέλη που περισσεύουν,
Τα τραβάω πάλι πίσω,
Τα στερεώνω με μανταλάκια,
Φοβάμαι τόσο το κενό.
Το κενό και τη βροχή.
Μην ξεβάψουν κι αυτές,
Μην παρεξηγηθούν,
Μη μείνουν εκεί χάσκοντας,
Μελανιές που δεν ξεπλένονται,
Αφόρετα ρούχα.
Και λίγο πριν φτάσω
Στο τελευταίο σκαλοπάτι,
(Γιατί πάντα τότε;)
Ακούω τις ανείπωτες λέξεις,
Πως κροταλίζουν στ’ αυτιά μου,
Πού βρήκαν τόσους ήχους;
Αληθινή πανδαισία,
Αναστατώνουν τις υπόλοιπες που
Τραντάζονται, αναπηδάνε,
Πασχίζουν να κρατηθούν στις γραμμές.
Αναθαρρώ,
Θέλω να τρέξω ένα γύρο ακόμα
Στο κουτσό της ζωής μου
Να σκύψω, να τις ξετυλίξω,
Να τις αφήσω να ξεπλυθούν στη βροχή
Στιλπνές κάτω απ’ τον ήλιο
Ξέπλεκες, ορθές, κυοφορούσες,
Αλλά δεν έχω χρόνο πια,
Η σελίδα μου τελειώνει.
Ίσως κάποιος άλλος να το καταφέρει,
Αν τραβήξει τα μανταλάκια,
Ίσως σε κάποια άλλη περίσταση.