Ξημέρωμα στην Αττική
Μνήμη Αλέξη Τραϊανού
Βρισκόμασταν στην μέση της νύχτας, και οι δρόμοι απλώνονταν άδειοι στα μάτια μας και τους πλαϊνούς καθρέπτες. Κουρασμένοι από την ξερή ζέστη της ημέρας που πλέον είχε φύγει, ο νυκτερινός ουρανός αυτού του κομματιού της Αττικής μας υποδεχόταν χωρίς σύννεφα. Μακριά από το κέντρο της Αθήνας, αλλά και από τα προάστια που φεγγοβολούν κρύβοντας την λάμψη των ουρανίων σωμάτων, το φεγγάρι αποκάλυπτε τα τμήματα του δρόμου όπου δεν λειτουργούσε ο φωτισμός. Πλησιάζαμε μια τοποθεσία απόμακρη από τους οικισμούς, αγροτική, ανάμεσα στο Καπανδρίτι και τον Κάλαμο. Ήταν εβδόμη Μαΐου, ημέρα Σάββατο, τέσσερις μετά τα μεσάνυκτα.
Το μεσημέρι της προηγούμενης, είχαμε περπατήσει από την Πλατεία Βάθη στην οδό Ακομινάτου, ανάμεσα στο Μεταξουργείο και τον σιδηροδρομικό σταθμό. Σταθήκαμε, για λίγο, έξω από την πολυκατοικία του αριθμού 23. Ακίνητοι, σαν φρουροί, σαν φύλακες κάποιου ξεχασμένου μυστικού. Στην απέναντι πλευρά του δρόμου ένα δέντρο σκέπαζε με τη σκιά του το οδόστρωμα. Γερασμένο, όμως διατηρούσε λίγα πράσινα φύλλα στα κλαδιά του, υγιή. Και το βράδι, σχεδόν δώδεκα ώρες αργότερα, οδηγούσαμε δεκάδες χιλιόμετρα μακριά από την Αθήνα, ανάμεσα στα δέντρα που έκρυβαν τα άστρα. Δεν υπήρχαν άλλες πηγές φωτός, και ο έναστρος ουρανός διαγραφόταν πια καθαρά από πάνω μας.
Σταματήσαμε σε ένα άνοιγμα του δρόμου, όπου η άσφαλτος έδινε τη θέση της σε λεπτό χαλίκι. Το τοπίο ήταν παράξενο. Ορεινό συνάμα και παραθαλάσσιο. Πίσω μας κυριαρχούσε το γρανιτένιο πρόσωπο της Αττικής και στον ορίζοντα βλέπαμε το μαύρο σκέπασμα της θάλασσας. Προχωρήσαμε μέχρι το σημείο που η άμμος και τα χαλίκια ακουμπούσαν τις ρίζες των δέντρων. Σαράντα δύο χρόνια μετά, κι όμως, στα μάτια μας φαίνονταν τα ίχνη από τις ρόδες του αυτοκινήτου, στην ατμόσφαιρα νιώθαμε την αποπνικτική αύρα των καυσαερίων. Ο αλμυρός άνεμος που φυσούσε από μακριά είχε κοπάσει. Σταθήκαμε για αρκετή ώρα, ακίνητοι, κοιτώντας τον ουρανό, τα δέντρα, τη θάλασσα. Ακίνητοι, φρουροί, φύλακες και των δικών μας ερειπίων. Είχε αρχίσει να ξημερώνει…
[7-5-2022]
Ο κρεμασμένος ουρανός
Ο Π.Ζ. ζούσε σε μια σύγχρονη πολυκατοικία των προαστίων, εκεί που η δόμηση αραιώνει και οι δρόμοι συνεχίζουν ασταμάτητα να προεκτείνονται. Ο μαύρος όγκος των βουνών υψωνόταν δύο χιλιόμετρα πάνω από την επιφάνεια της πυλωτής και την ημέρα η σκιά του κάλυπτε τα μπαλκόνια των χαμηλών ορόφων. Τη νύχτα, η ορεινή επιφάνεια βυθιζόταν στο σκοτάδι και μονάχα οι προβολείς των καζίνο και των κεραιών ξεχώριζαν στην κορυφογραμμή. Ρέματα ξεκινούσαν από τα πυκνόφυτα υψίπεδά της και συνέχιζαν προς τον αστικό ιστό, όπου περνούσαν με τσιμεντένιους αγωγούς κάτω από την γη. Νοσοκομεία, υπερυψωμένες λεωφόροι, πλατείες και μοντέρνα σχολεία ήταν κτισμένα πάνω στο έδαφος που ενυδάτωναν τα υπόγεια ύδατα, σαν αγγεία ενός γιγαντιαίου, αθέατου οργανισμού. Η ποταμίσια βλάστηση ξεφύτρωνε σε κάθε άνοιγμα που συνέδεε τον έξω κόσμο με την υπόγεια ζωή.
Ο Π.Ζ. συνήθιζε να κατεβαίνει στις όχθες του ρέματος, σε ένα σημείο που δεν είχε ακόμα υπογειοποιηθεί. Σποραδικά, μικρά ψάρια και βατράχια εμφανίζονταν στο νερό και ανάμεσα στις πέτρες, δίνοντας την αίσθηση πως η έμβια φύση επέμενε να ζει στο μικρό αυτό κομμάτι γης. Βαθιά στο υπέδαφος, τριάντα μέτρα κάτω από την επιφάνεια, περνούσε η γραμμή του υπόγειου σιδηροδρόμου, που ένωνε τα απομακρυσμένα προάστια με το κέντρο της πόλης. Κάθε φορά που ένας συρμός διερχόταν από κάτω, μικρά, ανεπαίσθητα τραντάγματα δημιουργούσαν ακανόνιστα σχέδια στο νερό. Πάντοτε, μετά την σύντομη βόλτα του στο αλσάκι γύρω από την φλέβα του ρέματος, ο Π.Ζ. επέστρεφε στο σπίτι του, στο διαμέρισμα του εβδόμου ορόφου, προτού πέσει ο ήλιος. Ποτέ δεν είχε δει τη νύχτα ανάμεσα στα δέντρα.
Μία μέρα, πηγαίνοντας προς την δουλειά του, σε ένα μικρό γραφείο στο υψηλότερο κτήριο της πόλης, παρατήρησε πως το χώμα στον κήπο της πυλωτής είχε λασπώσει. Γεγονός παράξενο, μιας και ήταν καλοκαίρι και είχε να βρέξει σχεδόν έναν μήνα. Απορημένος προσπέρασε την μεταλλική εξώπορτα και συνέχισε τον δρόμο του. Κατέβηκε με την κυλιόμενη στον σταθμό του υπόγειου σιδηροδρόμου και περίμενε στην αποβάθρα. Νερό έσταζε από τα τοιχώματα της σήραγγας και πότιζε το γκρίζο χάλυβα. Το αγνόησε. Άλλωστε, συνέβαινε συχνά – το υπόγειο δίκτυο του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου ήταν διαβόητο για την έλλειψη σταθερής συντήρησης. Έφτασε στο κέντρο, στο γραφείο του, και βυθίστηκε στις υποχρεώσεις του, μέσα στα έγγραφα και τους στατιστικούς πίνακες.
Μία νύχτα, έχοντας τελειώσει τις δουλειές του για τα καινούργια λογιστικά έντυπα της εταιρείας, αναλογίστηκε πως θα έπρεπε, έστω για μία φορά, να επισκεφτεί το αγαπημένο σημείο φυγής του, την όχθη του ρέματος, μετά την δύση του ηλίου. Έτσι, μετά από ένα μισάωρο σκέψης, πήρε την απόφαση. Φόρεσε χοντρά παπούτσια, αδιάβροχα, ένα μακρύ παντελόνι που είχε κρατήσει από τον στρατό και ένα σκούρο παλτό που κάλυπτε τα χέρια του και βγήκε από το διαμέρισμα. Κατεβαίνοντας τις σκάλες της πολυκατοικίας, αισθανόταν ένοχος, αισθανόταν πως πρόκειται να κάνει κάτι απαγορευμένο, κάτι που θα έπρεπε να μείνει για πάντα μυστικό. Βγήκε από την μεταλλική εξώπορτα και βάδισε μέχρι το τέλος του δρόμου, για να πάρει τα τσιμεντένια σκαλάκια που οδηγούσαν προς την όχθη. Φτάνοντας κοντά στο νερό που έτρεχε από τον αγωγό, αντίκρισε ένα τρομακτικό θέαμα. Ο ουρανός είχε αποκολληθεί από την θέση του και ένα κατάμαυρο χάσμα είχε ανοίξει από πάνω του, καλύπτοντας τον φωτισμό των άστρων. Πανικοβλήθηκε, και άρχισε να τρέχει. Ανέβηκε τα σκαλάκια, διέσχισε τον δρόμο και εισήλθε στην πυλωτή της πολυκατοικίας του. Ο ουρανός κρεμόταν ακόμα πάνω από το κεφάλι του, αποκομμένος σαν από κάποιο κολοσσιαίο μαχαίρι. Μπήκε στο κτήριο και έφτασε τρέχοντας στο διαμέρισμά του. Διπλοκλείδωσε την πόρτα και στράφηκε προς το παράθυρο. Τράβηξε τις κουρτίνες και αυτό που αντίκρισε του έκοψε την ανάσα. Τα άστρα και το φεγγάρι είχαν αποκολληθεί από τον ουράνιο θόλο και παρασύρονταν στην πλαγιά του βουνού, με τον ουρανό να κρέμεται ακόμα σαν σκισμένο πανί. Βέβαιος πλέον πως δεν επρόκειτο για κάποιο όνειρο ή παραίσθηση, σύρθηκε μέχρι το δωμάτιό του και τρομαγμένος χώθηκε μέσα στα σκεπάσματά του, τρέμοντας. Κάποια στιγμή, μετά από ώρες σύγχυσης και πανικού, τον πήρε ο ύπνος.
Μία ακτίνα φωτός από το κλειστό παντζούρι τον χτύπησε στα μάτια, και ξύπνησε απότομα. Κινήθηκε αμέσως προς το παράθυρο. Κοίταξε έξω. Τα πάντα ήταν φυσιολογικά. Το βουνό και από πάνω ο ουρανός με τον ήλιο, στη θέση τους. Έφαγε ήρεμος το πρωινό του και ετοιμάστηκε για τη δουλειά. Μπήκε στο μετρό, κατέβηκε στο κέντρο, και έφτασε στον ουρανοξύστη με τα γραφεία της εταιρείας. Χαιρέτησε δύο συναδέλφους του στον διάδρομο και έκατσε στο γραφείο του. Από την μικρή γλάστρα που είχε δίπλα στον υπολογιστή του, μία σταγόνα νερού είχε κυλήσει πάνω στα χαρτιά και έσταξε στο χέρι του. Χωρίς να το σκεφτεί, άνοιξε το βαρύ παράθυρο και πήδηξε στο κενό, από το ύψος είκοσι ορόφων.