Οι “360 μοίρες εκτός” είναι το δεύτερο βιβλίο της ποιήτριας Λίλλυς Κοτσώνη. Όλο το νοηματικό βάρος του τίτλου της ποιητικής συλλογής μεταπίπτει εμφατικά στο τοπικό επίρρημα «εκτός», το οποίο ισοδυναμεί με την έξωθεν πραγματικότητα, υπονοώντας σε αντίστιξη, βέβαια, και την παρουσία ενός άλλου χώρου, χώρου αντίστοιχου και παραπληρωματικού με το εντός, το οποίο ισοστοιχίζεται με την έσωθεν διαρκώς μεταβαλλόμενη πραγματικότητα. Οι δυο χώροι συνέχονται και νοηματοδοτούνται από την κίνηση του ποιητικού υποκειμένου, ενός πνεύματος εν εξελίξει, αμφίδρομα. Η ποίηση της Κοτσώνη είναι μια περισκοπούσα έξοδος, η έξοδος της ώριμης και αναστοχαστικής συνείδησης από την περιχαράκωση της μονολιθικής βεβαιότητας στην αβίαστη φυσική περιδιάβαση της ερωτηματικής διερεύνησης και στην θέαση του αγαθού της ομορφιάς της ζωής. Είναι, όμως, ταυτόχρονα, και μια ανασκάπτουσα είσοδος, η είσοδος του ελεύθερου και αδέσμευτου πνεύματος στον χώρο της αυτοσυνειδησίας και της βαθιάς επίγνωσης. Η ενσυνείδητη βιωμένη εμπειρία και η πρόσληψη των αισθητηριακών δεδομένων είναι αυτή που, τελικώς, διαμορφώνει τις προκύπτουσες υφιστάμενες συσσωματώσεις του ποιητικού υποκειμένου στην ολότητά του και το αναγορεύει σε παντεπόπτη εν εκστάσει μάρτυρα εντός και εκτός περιθωρίων.
360 ΜΟΙΡΕΣ ΕΚΤΟΣ
Πάνε τώρα κάμποσα χρόνια που αποφάσισα
την περιστρεφόμενη πολυθρόνα μου
στο πεζοδρόμιο να βγάλω.
Τα πρωινά τη στρίβω προς την ανατολή,
τον ήλιο να δω να βγαίνει ορμητικός
χωρίς εμπόδια τα κλειστά παράθυρα
ή τις πόρτες ασφαλείας.
Κι έπειτα, το μεσημέρι, προς το νότο τη γυρνώ,
ν’ αντικρίζω τη θάλασσα και τα νησιά,
να σχεδιάζω ταξίδια και πορείες
και χίμαιρες ελκυστικές.
Σαν έρθει το απόγευμα, προς τη δύση τη γέρνω,
ν’ αναλογίζομαι τι πέρασα
και τι ακόμα θα ‘ρθει.
Μα σαν νυχτώνει, ώθηση δίνω
και τη στρέφω προς το βορά
κι αφήνω κρύο το αεράκι να φυσήξει εντός μου
οδηγώντας με σ’ ένα δεύτερο κόσμο καλύτερο απ’ τον πρώτο.
Και είναι αυτή,
η εκτός των τειχών περιστροφή,
δικαίωμα κι αφορμή
για ένα δριμύ, εκστατικό παρόν
μιας διαρκώς μεταβαλλόμενης πραγματικότητας
εντός.
Η ποιήτρια με τρόπο δυναμικό στο περιεχόμενο, αποφασιστικό, αλλά και εξομολογητικό, χαμηλόφωνο και λυρικό στην έκφραση, ορίζοντας και προδιαγράφοντας την μοίρα της ολιστικά, αρχίζει να αναπλάθει εκτός της τρέχουσας ναρκοθετημένης πραγματικότητας, ελευθερωμένη πια, υπερβαίνοντας φραγμούς και εμπόδια, γκρεμίζοντας τα τείχη του απομονωτισμού και της εσωστρέφειας, ξορκίζοντας με την αμφίστομη φωτεινή της πένα τους στοιχειωμένους ίσκιους και τους δαίμονες, μια πόλη μαγική έξω από τον χρόνο, έξω από τον χώρο, με μοναδικές της συντεταγμένες τα μήκη και τα πλάτη της ψυχής της, με μοναδικά της σύνορα το γλυκό κελάηδημα των αηδονιών στα κλαδιά της Πανσελήνου τις νύχτες και την μαρμαίρουσα θάλασσα στους πανάρχαιους κόλπους της ποίησης.
ΜΙΑ ΠΟΛΗ ΓΙΑ ΜΕΝΑ
Με ρωτάς ποια είναι η πόλη μου
μα εγώ δεν είμαι ζωγράφος να σ’ την παραστήσω
ούτε ξέρω να χτίζω ανάκτορα και σπίτια αρχοντικά
με κήπους κι όμορφα σιντριβάνια·
μόνο να γράφω προσπαθώ
και να φυτεύω αμπέλια κι άνθη με τις λέξεις.
Να μεταβάλω τους δρόμους σε ποτάμια
και τις πλατείες σε λίμνες γαλανές.
Να προεκτείνω τις αυλές και τα παρτέρια
σ’ απέραντα λιβάδια με στάρι σπαρμένα κι αραποσίτι.
Να εξαφανίζω το μαύρο
με έναν κουβά ασβέστη στο ‘να χέρι
και στο άλλο το πινέλο.
Να βλέπω κάθε νύχτα την Πανσέληνο να λάμπει
και ν’ ακούω τους ήχους των σωμάτων
που παλεύουν τη φθορά.
Να φέγγουν τα νοήματα και οι σκέψεις
και να ‘ναι οι οθόνες όλες σβηστές.
Μου λες η πόλη μου ποια είναι
κι εγώ σου λέω εκεί που ακούγεται αηδόνι
κι ο χρόνος επαληθεύει
τους στίχους του Ομήρου και της Σαπφούς.
Μέσα στον ασφαλή χώρο της ποιητικής δημιουργίας, πολιτογραφημένη από καιρό στην πόλη των ιδεών, η ποιητική συνείδηση απασφαλίζεται, διαγράφει τους δικούς της κύκλους, περιστρέφεται και μετεωρίζεται, περιφέρεται και στροβιλίζεται, υψώνεται και συντρίβεται, λυτρώνεται και αποκαθαίρεται. Στις περιδινούμενες κινήσεις της τα σπαράγματα της μνήμης στοιχειώνουν τις στιγμές ενός δραματικού κι ενοχικού παρόντος στο βαθύ πηγάδι της θλίψης, της απουσίας και του βωβού πόνου. Κι όμως, μέσα στο θάλπος των στίχων της σιγοκαίει το ανομολόγητο πάθος του ανέκφραστου και του ανεκτέλεστου, που φλογίζει την καρδιά στο καντήλι της ανυποχώρητης τρυφερότητας.
ΥΠΟΣΤΕΓΟ
Σ’ ένα υπόστεγο με κράταγες, πατέρα,
να μη βραχώ, να μη με βρει το χιόνι
ούτε οι ακτίνες οι καυτές μεσημεριού τ’ Αυγούστου.
Κι εγώ συνήθισα προφυλαγμένη.
Μα έτσι έχασα τις νύχτες
π’ ανάσκελα τ’ αστέρια θα μετρούσα
και τα πρωινά που πλάι στα δέντρα θα κοιμόμουν
μέχρι τα μάτια μου να κάψει ο ήλιος.
Ακόμα, έχασα το πέταγμα στον ουρανό
καθώς σταγόνες σιγανής βροχής θα πέφταν,
δροσιά κι ανέμισμα και ίλιγγος γλυκός,
υγρή φωτιά κι αυτά χαμένα.
Μα εγώ, πατέρα, όλα σου τα συγχωρώ
γιατί το υπόστεγο αυτό
μ’ αγάπη το ‘χες στυλωμένο
κι έτσι δεν τόλμησα ποτέ μου να σου πω,
στην καταιγίδα να ριχτώ
ανέμελη, ατιμώρητη πως λαχταρούσα.
Κι αν το υπόστεγο έχει πια γκρεμιστεί,
τον ξέσκεπο ουρανό σαν κοιτάζω
ο θόλος του σύμπαντος είναι η ψυχή σου
κι εγώ χρειάζομαι ακόμα μια οροφή.
ΕΝΤΟΣ ΕΝΥΔΡΕΙΟΥ
Είναι η σιωπή που σκίζει το σκοτάδι,
είναι η άκρη της αβύσσου
που χάσκει έξω απ’ το κουτί που κρύβεσαι,
είναι τα λόγια που δεν έφτασαν στον προορισμό τους.
Είναι ο πόνος τις νύχτες που ξαγρυπνάς,
είναι το φως της αλήθειας στις σκιές του αύριο.
Είναι οι μορφές που κρύβονται στο νερό,
είναι οι ψυχές που άλλαξαν στερέωμα.
Είναι οι λέξεις που ψάχνουν την γέννηση,
είναι η απογοήτευση της επίγνωσης,
είναι ο αέρας που λείπει απ’ τα πνευμόνια σου.
είναι η παλίρροια εντός ενυδρείου.
Κι εκεί που ο αδιόρατος φόβος ρίχνει βαρύ τον ίσκιο του στις λευκές της σελίδες, αναμοχλεύοντας τις μνήμες και τις λέξεις, το πικρό αίσθημα της απώλειας και της στέρησης, της μοναξιάς και της φθοράς, κι εκεί που από τις χαίνουσες πληγές εκρέει όλη η οδύνη της άρνησης, της ματαιότητας, όλη η αγωνία των επώδυνων αναβολών, των αξημέρωτων σιωπών, εκεί παρούσα και η ποίηση, η ποίηση που νυχτερεύει στα ματόκλαδα του ονείρου για να πρωταντικρίσει την ανατολή του ήλιου της νέας ζωής.
ΧΑΡΑΜΑ
Κι ύστερα είπες:
«Μίλα μου για την αγάπη».
Κι εγώ περίμενα να σου μιλήσω
λίγο πριν το χάραμα,
την ώρα που ο ύπνος
ημερεύει τις ώρες
και πιο βαθύς μοιάζει ο ορίζοντας
έτσι όπως παλεύει με το σκοτάδι.
«Αγάπη» ψιθύρισα
«είναι να επιμένεις
ν’ αναμετριέσαι με την φθορά
και να ελπίζεις πως θα νικήσεις
το τέλος αυτό που σε τρομάζει.
Αγάπη· είναι ν’ αντέχεις
ν’ αφήνεις στην άκρη
τις πιο βαθιές σου επιθυμίες
για να συνεχίζει το ταξίδι του το σύμπαν».
Κι εσύ μου είπες:
«Δες τι όμορφα που ξημερώνει».
Στην ποίηση της Κοτσώνη είναι εμφανές και αναγνωρίσιμο το ιζηματογενές βιωματικό της υπόστρωμα. Τα ποιήματα μοιάζουν με μικρές- μικρές ψηφίδες, που με τρόπο μοναδικό και συντελεσμένο συμπληρώνουν την εικόνα ενός μωσαϊκού, μοιάζουν με στιγμιότυπα μιας ιστορίας, που αφηγούνται το δράμα της ύπαρξης υπό το βάρος των αδιέξοδων αντινομιών της, αλλά και τα όρια, τις δυνατότητες και τις απαντοχές του ανθρώπινου όντος στο μάκρος της ιστορικής του διαδρομής. Το πάθος και τα πάθη, το μαρτύριο και η μαρτυρία μιας ζωής εκπληρούμενης ως βίωμα ατομικό, αλλά συνάμα εκδηλούμενης ως βιώμα της κοινής εμπειρίας στο συλλογικό ασυνείδητο.
ΑΥΡΙΟ
Μου είπες: «Είμαστε οι μνήμες».
Σου είπα: «Δεν θέλω να ζω με τις μνήμες».
Γιατί οι μνήμες δεν έχουν ενεστώτα,
δε βλέπουν τον ήλιο κάθε πρωί να ανατέλλει,
δε βυθίζονται στο φως του φεγγαριού μ’ ένα τραγούδι,
δεν κλαίνε ούτε γελούν,
δεν ποθούν ούτε ερωτεύονται.
Δεν είμαστε οι μνήμες.
Είμαστε το αύριο που αγγίζει τις άκρες των μαλλιών μας,
είμαστε η αντανάκλαση των προσδοκιών μας,
είμαστε οι στιγμές που λαχταρούμε,
είμαστε όσα μοιραζόμαστε στο σκοτάδι.
Είμαστε ο χρόνος που συμφιλιώθηκε με την φθορά.
Η ποίηση της Κοτσώνη δεν κινείται ευθύγραμμα και μονότονα σε ένα επιφανειακό γραμμικό συνεχές, αλλά τροχιοδρομεί κυκλοτερώς στην ερεβώδη χοάνη της ύπαρξης, αναδιφώντας θεμελιώδη υπαρξιακά ζητήματα και επιδαψιλεύοντας την ευγένεια του πάθους και την απαστράπτουσα δύναμη της αλήθειας. Κι από τα βάθη πάνοπλη, κρατώντας στα χέρια της τους καλλικέλαδους στίχους της, ανηφορίζει τον μεγάλο δρόμο δρασκελώντας τις σκαλωσιές του ήλιου, για να ξαναγεννηθεί στο φως της αναλλοίωτης γνώσης και της ωκεάνιας αγάπης.