Ξανά στα θρανία;
Με την ποιητική συλλογή του Νίκου Παπάνα ο αναγνώστης κάθεται ξανά στα θρανία της Πρώτης δημοτικού, για να μάθει να συλλαβίζει από την αρχή τα πρώτα γράμματα της αγάπης, για να προφέρει σωστά το αλφαβητάρι της ευαισθησίας και της τρυφερότητας. Και το μάθημα γίνεται με τρόπον ποιητικόν και μουσικόν, έτσι που ο αναγνώστης αναβιώνει και μεταπλάθει τις προσλήψεις του κόσμου με τα μάτια της παιδικής ηλικίας και την καθαρότητα της παιδικής ψυχής:
Άλλα τόσα έχω να μάθω, για να σ’ αποκτήσω
στο σχολείο του ανήλικου χρυσάνθεμου.
Ο ποιητής μοιάζει να πισωδρομεί χρονικά, να επιστρέφει ποιητικά δηλαδή σε ένα παρελθόν που λειτουργεί ως καταφύγιο ανέγγιχτων και ακριβών συναισθημάτων, μοναδικών και ευγενικών πόθων σε μια προσπάθεια περιφρούρησης και διατήρησης της διαφάνειας της προσωπικής του ταυτότητας στο παρόν και ταυτόχρονα σε μια προσπάθεια εσωτερικής περιπλάνησης, που τον οδηγεί στην κατάκτηση της αυτογνωσίας. Το ποιητικό υποκείμενο δοκιμάζει πολλές φορές το αίσθημα της ματαίωσης των ευγενών προσδοκιών του, αλλά σε καμία περίπτωση δεν τις θυσιάζει υποκύπτοντας στην βίαιη ενηλικίωση, που ισοδυναμεί ουσιαστικά με ακύρωση του ιδεαλισμού του. Οι φόβοι και οι αγωνίες με την ενηλικίωση είναι ξεκάθαροι:
Γιατί, άραγε, τώρα που – επιτέλους – μεγαλώνω
να μην είναι κι η αγάπη μου για σένα πιο μεγάλη;
Όταν μεγαλώσω, φοβάμαι ότι θα σε προδώσω
κι όταν το μετανιώσω, θα ‘ναι αργά.
Τα περισσότερα ποιήματα απευθύνονται σε ένα Εσύ, στο πρόσωπο της αγαπημένης του, η οποία ως αιθέρια ύπαρξη υψώνεται μοναδική, σαρκώνεται και θεώνεται με χάρη σαν ένα άπιαστο φευγαλέο όνειρο και καθίσταται αποδέκτης των πιο λεπτών του αισθημάτων. Η θεϊκή της επενέργεια μεταμορφώνει ολόκληρο τον κόσμο. Στιγμές στιγμές, όμως, φαίνεται, ίσως, να απευθύνεται και στον ίδιο του τον εαυτό, παλεύοντας να διατηρήσει μέσα του ακέριο το είδωλο μιας παιδικής ηλικίας που δεν γέρασε και δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Όσο υπάρχει ζωντανό το παιδικό χαμόγελο που κρύβει μέσα του, θα υπάρχει κι ο κόσμος, όπως τον ονειρεύτηκε και τον αποτύπωσε ποιητικά:
Κι όμως θα υπάρχουν τα γαλάζια τριαντάφυλλα
όσο κι εσύ θα υπάρχεις
να σου τα προσφέρω.
Ο ποιητής μετεωρίζεται ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, ενηλικιώνεται και προσπαθεί να συγκρατήσει αγωνιωδώς όλα εκείνα τα μαλάματα της ψυχής ως παρακαταθήκη για το μέλλον:
ΚΑΠΟΤΕ ΝΑ ΞΑΝΑΒΡΕΘΟΥΜΕ ΣΕ ΜΙΑΝ ΑΛΛΗ ΑΝΟΙΞΗ
Κάποτε να ξαναβρεθούμε σε μιαν άλλη άνοιξη,
να περπατούμε σ’ έναν πιο λαμπρό ουρανό.
Να μην γνωρίζουμε πληγές, να μην υπάρχουν σύννεφα,
ν’ απλώνεται άνθινη διαύγεια ως τα βάθη της φωνής.
Μια πιο γαλήνια θάλασσα να μας δροσίζει.
Να σου δώσω το σχήμα μου, να μου δώσεις το σχήμα σου∙
σε μιάν αράγιστη ένωση
να μην μπορεί ούτε ο θάνατος να μας χωρίσει.
Να μας κοιτούν και να ζηλεύουν οι άγγελοι.
Τον ήλιο να μεθούν τα δάχτυλά μας
και τη φυλλωσιά τους να ξυπνούν τα θαύματα.
Στο πιο παρθένο κοίταγμα
να εξαχνωθούν τα βλέμματά μας.
Και οι λέξεις, προσεκτικά ζευγαρωμένες η μια δίπλα στην άλλην, ακούγονται αναβρυτές σαν το κελάρυσμα του νερού που ο ήχος του σε σαγηνεύει και σε καλεί πάντα να επιστρέφεις…
ΑΝΥΠΑΡΚΤΕΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ
Πάντα θα τις γυρεύουμε
ακόμα κι άθελά μας.
Πάντα εκεί θα βρίσκουμε
τα ομορφότερα κοχύλια.