ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΤΟ ΚΡΥΨΩΜΕΝ ΑΛΛΩΣΤΕ;
Ετούτος ο τάφος τον πρόεδρο σκεπάζει, τον υιό
τού προδότη, άχρηστου τον καιρό του στους Έλληνες.
Είχε γυναίκα, ερωμένη, παιδιά χαραμοφάηδες,
μα διασκορπίστηκε ο νους του απ’ την άτσαλη ύβρη
Αγοράκριτος – Αρχαίος Ποιητής
Η κατάντια κι o ξεπεσμός τού εκλογικού σώματος σ’ όλους τους τόπους και σ’ όλες τις εποχές δεν προκύπτει απ’ το πουθενά. Προηγείται πάντα εκείνος ο ηγέτης που ενσταλάζει στον όχλο, μέσω μίας αρνητικής διαπαιδαγώγησης, τα δικά του χαραχτηριστικά, της χαμέρπειας, της αμάθειας, της δειλίας και της φιλοχρηματίας, προκειμένου αυτός ο καθοδηγούμενος όχλος να δημιουργήσει την προϋπόθεση για τον ξεπεσμό του και για την καθιέρωση ενός τέτοιου «ταγού». Έτσι, ο ηγέτης πλάθει τον Δήμο κατ’ εικόνα κι ομοίωσή του προκειμένου να συνεχίσει να υπάρχει ως δημαγωγός, ενώ ο Δήμος μεταμορφώνεται αβίαστα σε μικρονοϊκό, ψοφοδεές κι άθλιο άθυρμά του μόνον και μόνον για να συντηρεί τέτοιους «ταγούς»! Ο λαουτζίκος εν γνώσει του κυλιέται στον βόρβορο, έχει πλήρη επίγνωση των επιπτώσεων τής κακής επιρροής τού δημοκόπου ηγέτη του. Παρ’ όλ’ αυτά αφήνεται σ’ αυτήν την επιρροή, αφήνεται να παρασυρθεί στο κατρακύλισμά του και συνεχίζει ν’ αναδεικνύει κάθε φορά τον δήμιό του! Κακά τα ψέματα (κι ακόμα χειρότερη η αλήθεια): Όλ’ η χαμέρπεια κι η νοσηρότητα τού ανθρώπινου είδους μπορεί να διοχετευτεί και να εκδηλωθεί ασύστολα και πάν’ απ’ όλα χωρίς τύψεις στο «λαμπρό» πεδίο δόξης της πολιτικής. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο βρίσκεται κι η γενεσιουργός αιτία της «τέχνης» αυτής. Όλα τ’ άλλα είναι προφάσεις.
Ο Έκτωρ Τσανακάκης ήταν ίσως ο μεγαλύτερος εκδορεύς σφαγίων στο επίνειο τής Αλχανίας. Προμήθευε σφάγια και τα δέρματά τους τόσο στο επίνειο όσο και σ’ όλες τις άλλες πόλεις του νησιού, κοντινές ή μακρινές. Επειδή απ’ τα παλιά τα χρόνια οι κάτοικοι τής Αλχανίας ήσαν εθισμένοι στο κρέας και σχεδόν σε καθημερνή βάση καταβρόχθιζαν μεγάλες ποσότητες όλων των ειδών των οικόσιτων ζώων, ο Τσανακάκης έκανε χρυσές δουλειές. Σύντομα έγινε απ’ τους ισχυρότερους κατοίκους τού επίνειου όχι μόνον οικονομικά αλλά και κοινωνικά.
Κάποτε η Αλχανία περιήλθε υπό ξένη κατοχή. Δεν ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε αυτό, βέβαια. Ένα σωρό ξένοι καταχτητές είχαν πέρασαν απ’ την Αλχανία μέχρι εκείνη τη στιγμή σε βαθμό που οι κάτοικοί της ήσαν γνωστοί κι ως ξενόσποροι, γιατί στην πραγματικότητα τέτοιοι ήσαν παρά τις διαβεβαιώσεις τους ότι δεν έγιναν ποτέ προσμείξεις στην αγία (!) ράτσα τους.
Ο Τσανακάκης προκειμένου να διατηρήσει τα κεκτημένα του και να προστατέψει τη ζωή τη δική του και της οικογένειάς του, αποφάσισε να στηρίξει, ελαφρά τη καρδία, το έργο τού καταχτητή προσφέροντάς του τις πολύτιμες υπηρεσίες του. Αυτή ήταν μια συνήθεια που την υιοθετούσαν κι άλλοι κάτοικοι του επίνειου, οι οποίοι ως γνωστόν κατέβαζαν τα σώβρακα στους εκάστοτε καταχτητές με μεγάλη ευκολία.
Έτσι, στην αρχή κουβαλούσε τις τσανάκες των στρατιωτών στις πηγές της Αλχανίας για να τις ξεπλύνει απ’ τα αποφάγια και να τις επιστρέψει καθαρές στον εχθρό. Αργότερα όταν διαπίστωσε ότι το κρέας ήταν γιαυτούς δέλεαρ, τους προμήθευε τα καλύτερα σφάγια με τα νοστιμότερα εντόσθια ενώ τα δέρματά τους τ’ αγόραζαν απ’ τον Κλέωνα σε ιδιαίτερα υψηλές τιμές και τα έστελναν στη χώρα τους για ανάλογη επεξεργασία και χρήση.
Το επίθετό του ήταν στην πραγματικότητα ένα παρανόμι. Τσανάκα τον φωνάζανε όλοι κατά τη διάρκεια τής κατοχής αλλά όταν ο τόπος απαλλάχτηκε απ’ τον ξένο ζυγό, οι κάτοικοι κοροϊδευτικά και μειωτικά τον προσφωνούσαν Τσανακάκη. Τον ίδιο λίγο τον στεναχωρούσε τόσο το προσδιδόμενο παρανόμι όσο κι η γνώση που είχαν οι κάτοικοι τού επίνειου για την «φιλάνθρωπη» δράση του κατά τη διάρκεια τής στρατιωτικής κατοχής. Ήταν άνθρωπος φιλόδοξος κι οι τέτοιοι σπάνια υπολογίζουν τη γνώμη τού κόσμου όταν πρόκειται να πετύχουν τους σκοπούς τους. Κι ο σκοπός τού Τσανακάκη ήταν το χρήμα ή οτιδήποτε θα μπορούσε να του προσφέρει εύκολο πλουτισμό.
Από έναν τέτοιο πατέρα προερχόταν ο Κλέων Λαδωματίας. Ένας παχύσαρκος και παχύδερμος άντρας με καράφλα, μάγουλα πεσμένα απ’ το βάρος της ηλικίας, μια σακούλα κάτω από κάθε μάτι κι ένα υπερβολικά προεξέχων πηγούνι όπου προσγειωνόντουσαν, κάθε φορά που μιλούσε, ένα σωρό φτύσματα απ’ το στόμα του. Είχε το ζαρωμένο μούτρο μερικών καχεκτικών γερόντιων πριν ακόμα κλείσει τα εξήντα κι επειδή το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά πέφτει, ο Κλέων ήταν ίδιος ο πατέρα του. Είχε δηλαδή όλες εκείνες τις μικρόψυχες τάσεις που κανείς δεν μπορεί ν’ αποφύγει όταν διάγει ένα βίο μέσα στην πλήξη και την απραξία: ψεύτης, κόλακας και παραδόπιστος, άξεστος στους τρόπους του κι επιρρεπής στην ανοησία.
Ήταν, λοιπόν, ίδιος με τον πατέρα του σ’ όλα εκτός από ένα: Δεν άντεχε τη θέα τού αίματος την ώρα που χύνεται απ’ το λαιμό του σφαγιασθέντος ζώου. Κι αυτός ήταν ο λόγος που δεν ακολούθησε το επάγγελμα τού γέρου του αλλά ένα παρεμφερές. Άνοιξε χασάπικο κι εμπορευόταν το κρέας που του έστελναν απ’ τα σφαγεία, τα οποία μετά το θάνατο τού πατέρα του περιήλθαν, όπως ήταν αναμενόμενο, στην κατοχή του. Ποτέ όμως δεν πάτησε το πόδι του εκεί. Άφηνε σ’ άλλους να κάνουν την αιμοβόρα και φρικτή δουλειά, όχι γιατί λυπόταν τα ζώα (αντιθέτως τα μισούσε) που δοκίμαζαν στον τράχηλό τους πόσο κοφτερός ήταν ο μπαλτάς, αλλά γιατί τρόμαζε μπροστά στο θέαμα τής σφαγής.
Ο Κλέων ήθελε πάση θυσία να μεγαλώσει την περιουσία τού πατέρα του γιατί γνώριζε καλά εκείνο το γνωμικό των παλιών κατοίκων του επίνειου που έλεγε
Παιδί, το περιβόλι μου που θα κληρονομήσεις,
όπως το βρεις κι όπως το δεις να μη το παρατήσεις.
Όμως οι εποχές είχαν αλλάξει και κατακτητές, στους οποίους θα προσέφερε τις «φιλάνθρωπες» υπηρεσίες του με το αζημίωτο φυσικά, όπως ο πατέρας του, δεν υπήρχαν πλέον. Και καταριόταν την τύχη του γιαυτό τόσο πολύ που ευχόταν να ξαναγίνει πόλεμος. Γνώριζε απ’ τον πατέρα του ότι τα λεφτά από κάτι τέτοιες δουλειές ήσαν εύκολα κι έβγαιναν γρήγορα. Την λύση τού έδωσε η γυναίκα του, η μεγαλύτερη σουσουράδα τού επίνειου, γνωστή για τις επιδειχτικές της ροπές και το αίσθημα κατωτερότητας που την διακατείχε από τότε που παντρεύτηκε με προξενιό τον χασάπη, πράγμα το οποίο δεν συμβάδιζε με τη μεγάλη φιλοδοξία της να γίνει μια ισχυρά κυρία με πολλά χρήματα (σ’ αυτό ταίριαζε με τον αντρούλη της), ν’ ανέβει κοινωνικά και να εισχωρήσει στην υψηλή κοινωνία των Ιππέων (την οποία ο αντρούλης της βλαστημούσε).
Του είπε λοιπόν πως έπρεπε ν’ ασχοληθεί με την πολιτική για να πετύχει αυτό που ήθελε τόσο αυτός όσο κι αυτή. Ο Λαδωματίας δεν είχε ιδέα από τέτοια, αλλά ύστερα από κάποιες πρώτες εξηγήσεις που του έκανε η γυναίκα του για το τι εστί πολιτική και πώς θα μπορούσε να ξεκινήσει την καριέρα του στα δημόσια πράγματα, ενθουσιάστηκε κι άρχισε να το σκέφτεται σοβαρά. Σκέφτηκε, δηλαδή, ότι όχι μόνον διέθετε όλα τα ψυχικά χαραχτηριστικά τού πολιτευτή (πανομοιότυπα με τα δικά του τα ειρημένα), αλλά κι ότι όλοι αυτοί που τάιζε, δηλαδή ο λαουτζίκος τής Αλχανίας, θα ήσαν πρόθυμοι να τον ψηφίσουν δεδομένης τής δικής του καταγωγής (ήταν όμοιος τους κι ήσαν όμοιοι του) και λόγω της σωτηρίας που τους παρείχε σε δύσκολες εποχές όταν δεν είχαν να φάνε. Έπειτα, ήσαν κι οι πολυπληθέστεροι στο επίνειο ενώ οι Ιππής (η αντίπαλη πολιτική ομάδα) αποτελούσαν τη μειοψηφία, με δύναμη επηρεασμού βέβαια κοινωνική κι οικονομική αλλά πάντως τη μειοψηφία. Επομένως, με τους κατάλληλους ελιγμούς (κι όλες τις πάντα απαραίτητες ραδιουργίες και βρομοδουλειές) θα είχε σίγουρη την εκλογική νίκη στις επερχόμενες εκλογές.
Αυτά σκεφτόταν την ώρα που η γυναίκα του ονειρευόταν όχι μόνον πλούτη και μεγαλεία αλλά και την μεγάλη πιθανότητα να πείσει τον γιό τού κυρίου πολιτικού αντιπάλου του απ’ τις τάξεις των Ιππέων, με τον οποίο διατηρούσε κρυφές ερωτικές σχέσεις, να οδηγήσει τον πατέρα του σ’ εκλογική ήττα προκειμένου ο άντρας της να γίνει άρχοντας του επίνειου, αυτή ισχυρά κυρία και φυσικά, ως ανταπόδοση, ακόμα πιο έκδοτη στ’ αρρωστημένα βίτσια τού εραστή της!
Δεν πρέπει να παραλείψω στο σημείο αυτό και τα σχετικά με τον πολιτικό αντίπαλο τού Κλέωνα, τον περιβόητο Βδελυκλέωνα Β΄. Ο Βδελυκλέων Β΄ ήταν ένας καμπουρομύτης και ξερακιανός ρεμπεσκές από πλούσια οικογένεια, με πάντα προσεγμένη εμφάνιση και περιλουσμένος με τ’ ακριβότερα αρώματα της εποχής. Στα νιάτα του συνέλεγε αγάλματα και προτομές φιλοτεχνημένες απ’ τους κορυφαίους γλυπτές του νησιού και παρμένες απ’ τους πιο διάσημους ναούς της εποχής. Θεωρούσε ότι εκτεθειμένα όπως ήταν στο θαλασσινό αγέρι και την αρμύρα θα καταστρέφονταν κι επομένως η λύση ήταν να στέλνει σπιούνους του να τα ξεπατώνουν απ’ τους ναούς και να τα μεταφέρουν σ’ ένα τεράστιο υπόγειο τού μεγάρου όπου διαβιούσε. Ο Βδελυκλέων Β΄ ισχυριζόταν ότι συνέβαλε με τον τρόπο αυτό στην προστασία τού καλλιτεχνικού πλούτου τού τόπου, πράγμα το οποίο έπαιξε σημαντικό ρόλο αργότερα στην καθιέρωσή του σε σημαίνον κι ηγετικό πρόσωπο στις τάξεις των Ιππέων. Μια ζωή διέδιδε ότι απλώς δανείστηκε τα καλλιτεχνήματα απ’ τους ναούς, αλλά ποτέ δεν ακούστηκε ότι τα επέστρεψε κιόλας!
Η φήμη ότι ήταν αρσενοκοίτης δεν μπόρεσε να επιβεβαιωθεί. Όταν κάποτε τον έπιασαν σε περιπτύξεις με τον Κλέωνα, που θα τις χαραχτήριζε ο κάθε υποψιασμένος άνθρωπος κάτι πολύ περσότερο από φιλικές, το θέμα κουκουλώθηκε γρήγορα εν όψει της επιθυμίας και των δύο να κατέβουν στο πολιτικό στίβο, «άσπιλοι» από τέτοια καμώματα.
Ο Κλέων Λαδωματίας, λοιπόν, ξεκίνησε τον αγώνα για την ανακήρυξή του σε πρώτο πολίτη της Αλχανίας. Έπιασε φιλίες με το κάθε άξεστο και σιχαμερό υποκείμενο απ’ τις τάξεις των Θητών και των Ζευγιτών, αφού πρώτα φρόντισε να κάνει τους περσότερους από δαύτους κουμπάρους του. Έπειτα, καθώς όλοι αυτοί ήσαν ανακατεμένοι σε διάφορες περίεργες υποθέσεις καλλιέργειας απαγορευμένων αφιονιών, απ’ τις οποίες εξοικονομούσαν τα προς το ζην, ο Κλέων φρόντιζε να τους ξελασπώνει είτε μπροστά στους Εννέα Άρχοντες είτε στους Αστυνόμους τού επίνειου τους οποίους κοίταζε να καλοπιάνει με πεσκέσια αλλαντικών, απ’ τα καλύτερα που διέθετε το κρεοπωλείο του.
Επιπλέον, απέναντι ακριβώς απ’ το πρυτανείο της Αλχανίας ίδρυσε το Γ.Α.Π. (Γραφείο Αντιμετώπισης Προβλημάτων του Πολίτη) που το γέμισε με γραμματικούς και μολυβοσπρώχτες. Ποτέ δεν κατάλαβε κανείς γιατί ήθελε τόσους πολλούς βοηθούς μέσα στο γραφείο του, όπου άλλοι τάχα κάτι έγραφαν, άλλοι κάτι σκάλιζαν μπροστά από ανοιχτά βιβλία κι άλλοι συνομιλούσαν με πολίτες, που έμπαιναν από περιέργεια, ανοιγοκλείνοντας απλώς το στόμα τους χωρίς να ακούς κανέναν ήχο. Όταν ερχόταν κάποιος μ’ ένα «πραγματικό» αίτημα έπεφταν όλοι οι υπάλληλοι πάνω του για να τον εξυπηρετήσουν, ακούγοντας με ψευτοενδιαφέρον το πρόβλημά του, κουνούσαν το κεφάλι τους ευγενικά, χωρίς να καταλαβαίνουν λέξη απ’ όσα τους έλεγε, και του απαντούσαν με κάτι καλάρεστο που μόλις ειπωμένο ήταν κιόλας λησμονημένο για πάντα. Τις φορές που το αίτημα ήταν γραπτό, διαβεβαίωναν τον ενδιαφερόμενο πολίτη ότι θα το επιληφθεί ο ίδιος ο Κλέων Λαδωματίας, που τη στιγμή εκείνη ήταν ιδιαίτερα απασχολημένος στο ιδιαίτερο γραφείο του, αλλά στην πραγματικότητα ή έπαιρνε τον μεσημεριανό του ύπνο ή χαλβάδιαζε με κανέναν υπαλληλάκο του! Όταν απομακρυνόταν ο πολίτης, ικανοποιημένους που θα ασχοληθεί με την περίπτωση του ο μέγας κρεοπώλης και προστάτης των αδυνάτων, οι υπάλληλοι μάζευαν όλα τα γραπτά αιτήματα των προηγούμενων εβδομάδων μαζί με το τρέχον κι έφτειαχναν μ’ αυτά καραβάκια ή σαιτούλες πριν τα πετάξουν στον κάλαθο των αχρήστων.
Το μεγαλύτερο μέρος της μέρας ο Κλέων το πέρναγε εκεί όπου σύχναζαν οι υποψήφιοι ψηφοφόροι του, δηλαδή στις ταβέρνες και τα χαμαιτυπεία της Αλχανίας. Μέσα στις πιο ανούσιες ομιλίες και σε μια φλυαρία απερίγραπτη, ο Κλέων συναναστρεφόταν τον καθένα που δεν θα τον πλησίαζε ούτε στα πέντε μέτρα κανένας σοβαρός και νοήμων άνθρωπος. Ο λαουτζίκος της Αλχανίας γνώριζε ότι δεν είχε να περιμένει και πολλά από δαύτον αλλά έτρεχε να τον προϋπαντήσει, να τον χαιρετήσει, να του χαμογελάσει και τέλος να χαλάσει τον κόσμο για να πετύχει καμμία πρόσκληση να δειπνήσει μαζί του. Ο Κλέων ζούσε για κάτι τέτοια και φούσκωνε απερίγραπτα όταν έβλεπε όλον αυτόν τον όχλο να διπλώνει τη μέση μπροστά του και να τον έχει ανάγκη. Ως ανταπόδοση, μοίραζε δεξιά κι αριστερά κολακείες και μαζί με αυτές υποσχέσεις που όλοι καταλάβαιναν σύντομα πόσο λίγο άξιζαν.
Σιγά-σιγά γινόταν αγαπητός σ’ όλο και μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού κι ειδικά στους Θήτες και στους Ζευγίτες τού επίνειου. Με τους αριστοκράτες τής πόλης, τους Ιππής, απέφευγε τα πολλά-πολλά μιας κι ο κύριος πολιτικός του αντίπαλος προερχόταν απ’ αυτούς. Αυτούς κοίταζε να τους κάνει κακό με όποιον τρόπο μπορούσε (σ’ αυτό βοηθούσε κι η γυναίκα του, όπως προείπα, αλλά ο Κλέων δεν γνώριζε τίποτα επ’ αυτού).
Την σημαντικότερη βοήθεια στην κατασυκοφάντηση τού αντιπάλου του την προσέφερε όχι η γυναίκα του αλλά ο Φύσκων. Ο κόσμος δεν τον ήξερε με το πραγματικό του όνομα· τον γνώριζε ως Αγελαδότουβλο. Ο Αγελαδότουβλος ήταν γεννημένος φερέφωνο κι υποταχτικός. Έτσι, έγινε ο κύριος λακές και παρατρεχάμενος του Κλέωνα Λαδωματία. Ο Αγελαδότουβλος ήταν ένα κτήνος κοντά στα δύο μέτρα ύψος με πολύ κοντοκομμένα μαλλιά, χοντρό σβέρκο με τρεις πτυχές λίπους και πρόσωπο στρογγυλό με χαραχτηριστικά κάπρου. Τα χέρια του ήσαν δυνατά σαν τανάλιες και τα πόδια του στρογγυλά και κοντά σε σχέση με το υπόλοιπο σώμα του. Χαμηλοκώλης και με περιφέρεια μέσης ιδιαίτερα διευρυμένη σαν σωσίβιο, εθεωρείτο ο καλύτερος ωτακουστής της Αλχανίας κι ο μεγαλύτερος πληροφοριοδότης που έβγαλε ποτέ το επίνειο. Γνώριζε τ’ άπλυτα όλων και εξ αυτού του λόγου μπήκε σε διατεταγμένη υπηρεσία από τον Κλέωνα να μεταφέρει όλες τις αθλιότητες και τις παλιανθρωπιές τού πολιτικού του αντιπάλου, οι οποίες σε κάθε άλλη περίπτωση θα έμεναν κρυφές.
Ο Αγελαδότουβλος κυκλοφορούσε ολημερίς τής μέρας στους δρόμους τής πόλης κι έπιανε συζήτηση μ’ όλους. Χαιρετούσε γνωστούς κι αγνώστους και παρουσιαζόταν ως ένας υπερασπιστής του δικαίου και της αλήθειας. Εκτός απ’ όλες τις γλοιώδεις και δουλοπρεπείς συμπεριφορές του προς τους υποψήφιους ψηφοφόρους, διδαγμένες απ’ τ’ αφεντικό του φυσικά, διέδιδε αρνητικές φήμες για τους Ιππής και ταυτόχρονα ωραιοποιούσε μπροστά στον εύπιστο λαουτζίκο τού επίνειου την εικόνα τού Κλέωνα. Υπήρξαν φορές που κατόπιν εντολής τού Λαδωματία ξυλοκοπούσε μέχρι θανάτου ενοχλητικούς αντιπάλους του, μια πληροφορία για την οποία δεν βρέθηκαν ποτέ αποδείξεις.
Ο Κλέων Λαδωματίας γνώριζε καλά τις ανάγκες και τις επιθυμίες των κατοίκων τής Αλχανίας και σαν πονηρός που ήταν έσπευδε να τις ικανοποιεί γιατί έμαθε σιγά-σιγά ότι ποτέ δεν πρέπει να χαλάει τα χατίρια του λαουτζίκου, αλλά αντιθέτως να του δίνει αυτά που ζητάει, όσο ποταπά και φθηνά κι αν είναι. Γνώριζε δηλαδή την ακαταμάχητη συνήθειά τους για κρεατοφαγία και κρασοκατάνυξη και την αγάπη τους για κάθε είδους σύναξη που συνόδευε υποχρεωτικά κι ικανοποιούσε μια τέτοια εμετική συνήθεια. Και λέω εμετική γιατί το θέαμα που παρουσίαζε ο όχλος σε τέτοιες συνάξεις ήταν τελείως κακόγουστο.
Επομένως, ο Κλέων διοργάνωνε κάθε λίγο και λιγάκι συμπόσια όπου το πάντα ίδιο τελετουργικό ακολουθείτο με θρησκευτική ευλάβεια. Τα συμπόσια αυτά ήταν βουκολικά γιατί γινόντουσαν μέσα στην φύση κάτ’ απ’ τις ελιές και τ’ άφθονα αρμυρίκια, στις παρυφές τής Αλχανίας, στην επονομαζόμενη θέση Βελλικράτης. Δίπλα σ’ ένα παμπάλαιο και μισογκρεμισμένο μοναστήρι, εκεί όπου έβοσκαν πρόβατα, οι δούλοι μαζεύονταν απ’ το μεσημέρι και μέσα σ’ ανυπόφορη ζέστη έστρωναν τομάρια ζώων σε σειρές παράλληλες αναμεταξύ τους. Μπροστά απ’ τα τομάρια τοποθετούσαν αναποδογυρισμένες καρδάρες που θα έπαιζαν τον ρόλο τής καρέκλας. Κατά τ’ απόγευμα κατέφθαναν οι συμποσιαστές. Πρώτα οι λακέδες και τα φερέφωνα του Λαδωματία με μπροστάρη τον Αγελαδότουβλο, ντυμένοι άλλοι με ρεντιγκότες κι ημίψηλα μαύρα καπέλα κι άλλοι μ’ εσάρπες και σανδάλια υπόχρυσα, κι ακολούθως ο λαουτζίκος του επίνειου, ένα μαυροντυμένο λεφούσι αποτελούμενο από πρώην τροφίμους ασύλων, γιδοβοσκούς, αφιονισμένους νεανίες τριγωνομούσηδες, σταφιδιασμένες γριές με ροζάρια στα χέρια και παστρικιές χαμηλοβλεπούσες.
Με τον ερχομό του Κλέωνα Λαδωματία όλος αυτός ο όχλος έπεφτε πάνω του για να του φιλήσει τα πόδια ή τα χέρια και να τον ευχαριστήσει για τον άρτο που τους προσέφερε απλόχερα. Άλλοι πάλι κάνανε άπειρες γονυκλισίες, προσπαθώντας να του αποσπάσουν κάποια υπόσχεση προς ίδιον όφελος, ενώ τα φερέφωνά του έπαιζαν τον ρόλο των μαντρόσκυλων που προσπαθούσαν να τον προστατέψουν από τον ασφυκτικό κλοιό που είχε δημιουργήσει γύρω του όλος αυτός ο κοσμάκης.
Ύστερα απ’ την υποδοχή αυτή ο ιερέας έδινε το σύνθημα για ν’ αρχίσει το φαγοπότι. Και τότε έβλεπε κανείς να ορμάνε όλοι τους σα μύγες στ’ αχνιστό κρέας που είχαν ήδη απλώσει οι δούλοι στα τομάρια. Το κρέας ήταν μια προσφορά τού ίδιου τού Λαδωματία. Όμως, ήταν ένα κρέας ύποπτο γιατί προερχόταν απ’ τα δύσμοιρα αδέσποτα που είχαν πλημμυρίσει το επίνειο κι όχι βέβαια απ’ το χασάπικό του που διέθετε υψηλής ποιότητας κρέας από καλοζωισμένες αγελάδες, φροντισμένες σε βουστάσια με τις τελειότερες προδιαγραφές της κτηνοτροφικής πρακτικής. Αυτό το κρέας προοριζόταν μόνον για τον ίδιο, την οικογένεια του, και την Αστυνομία που έπρεπε να την καλοπιάνει συχνά-πυκνά για να μην ανακατεύεται και πολύ στις καθόλα «νόμιμες» υποθέσεις του. Ο Λαδωματίας δεν είχε απολύτως καμμία τύψη για την ποιότητα τού κρέατος που προσέφερε στον λαουτζίκο. Αντιθέτως, θεωρούσε ότι επιτελούσε σοβαρό κοινωνικό έργο αφενός γιατί ξεπάστρευε κρυφά τ’ αδέσποτα κι άδειαζε ο τόπος από δαύτα, απαλλάσσοντας έτσι τους δυσαρεστημένους κατοίκους απ’ την παρουσία τους κι αφετέρου γιατί τάιζε τ’ ορφανό, την κατατρεγμένη γυναίκα, τον ανήμπορο γέρο και γενικότερα κάθε κακορίζικο πλάσμα της Αλχανίας, εξασφαλίζοντας έτσι την εύνοιά του (και μαζί την ψήφο του).
Ο ένας πάνω στον άλλο ξέσκιζε με λύσσα την ψημένη σάρκα και κατέβαζε κάτι μπουκιές μεγάλες σαν γροθιές. Την ίδια στιγμή ένα ποτήρι από κέρατο ζώου γιομάτο κρασί πέρναγε μπροστά απ’ τα μπουκωμένα στόματα κάνοντας ολόκληρο το γύρο, μια γεμάτο και μια άδειο σαν τον κουβά τού μαγκανοπήγαδου.
Το περιδρόμιασμα τούτο κρατούσε πολλές ώρες και μέχρι τα μεσάνυχτα. Οπότε ξεκίναγε το τραγούδι της μια φόρμιγξ που γκρίνιαζε δυνατά κι αλλοπρόσαλλα προς τέρψη και χώνεψη των συμποσιαστών. Με τις κοιλιές πρησμένες και ζαλισμένοι απ’ το κρασί που δεν σταμάταγε να ρέει στις βρόμικες και γιομάτες με μισομασημένα ψοφίμια στοματικές κοιλότητες, ξεκίναγαν τις σοβαρές κουβέντες για το μέλλον της Αλχανίας, για την μεγάλη πείνα που επικρατεί στον κόσμο και γενικότερα για τα προβλήματα που απασχολούσαν τον καθένα. Ωστόσο, οι βλακείες κι οι ανοησίες που ακουγόντουσαν κάθε λίγο και λιγάκι εν μέσω ρεψιμάτων και που ο καθείς απ’ όλους αυτούς τις έπαιρνε για βαθυστόχαστες σκέψεις, ήταν μια συνήθεια σταθερή όχι μόνον του λαουτζίκου τής Αλχανίας αλλά και του ίδιου του Λαδωματία. Είτε λόγω της αμορφωσιάς του, είτε λόγω της ανάγκης να συμμετέχει σε τέτοιου είδους συζητήσεις για να δείξει σύμπνοια με το εκλογικό σώμα, ο Λαδωματίας ξεστόμιζε τις μεγαλύτερες μπαρούφες κι ασυναρτησίες, γαρνιρισμένες μ’ ένα σωρό ταξίματα. Τα συμπόσια ήταν μια πρώτης τάξεως αφορμή για κάτι τέτοια κι ο Λαδωματίας γνωρίζοντας την επιρρέπεια των κατοίκων της Αλχανίας σε συμπόσια σαν αυτό που περιέγραψα πιο πάνω, τα διοργάνωνε πολύ συχνά, ιδίοις εξόδοις βέβαια, για να ευχαριστήσει και ταυτόχρονα να πείσει τον Δήμο για την ανάγκη τής εκλογής του.
Ο Κλέων Λαδωματίας· ο μέγας χασάπης τής Αλχανίας, ο αυτοκράτορας τής υποκρισίας κι ο πρίγκιπας τής κολακείας, μ’ εκείνο το σύμπλεγμα που χαραχτηρίζει τους αρχιφαρισαίους πολιτικούς όλων των αιώνων και των τόπων: Πώς να δοξαστούν στα τέλη τής ζωής τους και πώς να εξασφαλίσουν τις ιαχές τού όχλου μπροστά στο επικείμενο φάσμα τού θανάτου προκειμένου να περάσουν έτσι στην ιστορία! Ένας επιβήτορας της πολιτικής, ακροβατών ανάμεσα στον ανόσιο όχλο της Αλχανίας, που φυτοζωούσε μέσα στη βρόμα, κι ανάμεσα στους ευγενείς που αδρανούσαν μέσα σε μια καταθλιπτική πλήξη.
Κατά τη διάρκεια μιας απ’ τις πάμπολλες βαρετές ομιλίες του προς τους Ηλιαστές τού επίνειου με σκοπό, για πολλοστή φορά, την κατασυκοφάντηση του Βδελυκλέωνα Β΄, έγινε μέγας σεισμός, από εκείνους που συνηθίζονταν στην περιοχή τού επίνειου τα τελευταία τουλάχιστον χίλια χρόνια. Το κάγκελο που περίκλειε το ιδιαιτέρως υπερυψωμένο βήμα και πάνω στο οποίο είχε στηρίξει όλο το βάρος του, ξεπατώθηκε απ’ τη βάση του κι ο Κλέων, έτσι αργοκίνητος και παχύδερμος που ήταν, δεν πρόλαβε ν’ αντιδράσει, έχασε την ισορροπία του κι έσκασε στο κράσπεδο με το κεφάλι. Η συντήρηση τού τετράψηλου βήματος ήταν πλημμελής, όπως διαπιστώθηκε αργότερα, γιατί οι αμελείς κι ανεύθυνοι δούλοι της Αλχανίας, μιμούμενοι φυσικά τ’ αφεντικό τους, είχαν μετατραπεί σε πρώτης τάξεως θιασώτες του ροχαλητού και της νύστας. Ευθύς, απ’ το κοινό ακούστηκαν κραυγές τρόμου μαζί μ’ αναστεναγμούς ανακούφισης κι ικανοποίησης. Τα μυαλά τού κακορίζικου Κλέωνα Λαδωματία χύθηκαν στη γη και μπόλικο αίμα πιτσίλισε τη βάση τού βήματος, δημιουργώντας έναν μοναδικό πίνακα αφηρημένου εξπρεσιονισμού στο ύφος τού Jackson Pollock.
Την ώρα εκείνη πέρναγαν από μπροστά του δύο ψωριάρικα κοπρόσκυλα, απ’ τα τελευταία αδέσποτα που είχαν γλιτώσει τη μανία του Κλέωνα Λαδωματία, και πλησιάζοντάς τον άπλωσαν, άρον άρον, τις γλώσσες τους στην χυμένη φαιά ουσία για να χορτάσουν την απερίγραπτη πείνα τους.