You are currently viewing Κωνσταντίνος Μπούρας: Από το υπερεγώ στο εγώ και μετά στο εμείς – Θεατρολογικός ποιητικός στοχασμός-

Κωνσταντίνος Μπούρας: Από το υπερεγώ στο εγώ και μετά στο εμείς – Θεατρολογικός ποιητικός στοχασμός-

Οι παλαιές, παραδοσιακές κοινωνίες βασίζονταν στον Νόμο (γραπτό κι άγραφο) και στην Τάξη (συμπαντική και κοσμική, ουρανία και χθονία). Η Νέμεσις ήταν ο φόβος κι ο τρόμος θνητών τε αθανάτων. Τιμωρούσε κάθε υπέρβασιν τού μέτρου, ήτις συνιστούσε Ύβριν. «Πόλις εστί νόμω» (από το ρήμα «νέμω»). Τα όρια διακριτά κι αυτό που λέμε (λέγαμε στην Ψυχολογία) υπέρ-εγώ λειτουργούσε ως εγρηγορός, αυστηρός και αδέκαστος κριτής που καταδικάζει και Οιδίποδα και Αντιγόνη, όχι όμως και την Μήδεια (ως εγγονή τού Ήλιου είναι υπεράνω).

Το θέατρο και η λογοτεχνία (σε καιρούς ανυπαρξίας συστηματικών και συστημικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων) λειτουργούσαν ως ένα άτυπο μέσον διαπαιδαγωγήσεως και διαιωνίσεως στερεοτύπων, συμπεριφορών και υποδειγματικών στάσεων ζωής που λειτουργούσαν ως παραδείγματα προς μίμησιν (ή προς αποφυγήν – το συνηθέστερο, αφού αμφότερες Τέχνη και Λογοτεχνία τρέφονται με το Ειδεχθές, το παραβατικό, το Τέρας μέσα μας, το ειδεχθές Κτήνος που θέτει εαυτόν υπεράνω του Νόμου και υπεράνω κοινωνικού συνόλου). Αυτός ο εκάστοτε «αποδιοπομπαίος φαρμακός» γίνεται τραγικός ήρωας/ηρωίδα, εξαίρεται για να πληρώσει για λογαριασμό όλων μας κι έτσι καθίσταται ιερός (όπως ο «Οιδίπους επί Κολωνώ» που παίρνει τη θέση τού μεταστάντος Τειρεσία).

Αυτή η πανάρχαια τελετουργία ήταν κι εξακολουθεί εν μέρει να είναι σήμερα στο διεθνές ή εγχώριο starsystem κατ’ αρχήν ανθρωποφαγική. Ας θυμηθούμε το εξαίρετο δοκίμιο τού Jan Kott «Θεοφαγία». Δια της αφομοιωμένης τροφής ο πρωτόγονος ερπετοειδής εγκέφαλος, που σκέφτεται μαγικά κι ομοιοπαθητικά, προσλαμβάνει ιδιότητες και χάρες εξαιρετικών οντοτήτων (ανθρώπων ή ζώων που θεοποιούνται και προσλαμβάνουν υπεράνθρωπες διαστάσεις στο Συλλογικό Φαντασιακό).

Βεβαίως, ο Άνθρωπος εξελίχθηκε (νομίζουμε!!!) από την εποχή των σπηλαίων. Όμως όσο κι αν ψάχνει την αρχή τής Δημιουργίας στον επιταχυντή αδρονίων τού CERN και αλλλού, εξακολουθεί να τρέμει τις ηλιακές καταιγίδες, τους μετεωρίτες, ενώ χαζεύει έκθαμβος τούς κομήτες ή μια «απλή» πανσέληνο. Για να μην μιλήσουμε για τις εκλείψεις που έχουν πλήρως εξηγηθεί από την Επιστήμη και διδάσκονται στα σχολεία, παρ’ όλα αυτά ξυπνάνε τον αρχέγονο τρόμο μέσα μας για το Φως που πάει να σβήσει και δεν θα ανατείλει ποτέ ξανά.

Το ομηρικόν Φάος (από εκεί βγαίνει – θαρρώ – κι η λέξη φαΐ) εξακολουθεί να μας υπενθυμίζει το «πέμπτο στοιχείο», τον αιθέρα (kichiakasha), όσο κι αν (με εξαίρεση τον Tesla) ουδείς επίσημος επιστήμων δεν δύναται (ακόμη) να εξηγήσει την ύπαρξη και τις ιδιότητές του (ως υλοενέργειας).

Η «μαγική σκέψη» δεν είναι λοιπόν το προνόμιο τού πρωτόγονου πιθηκοειδούς, αιλουροειδούς ή ερπετοειδούς (έστω) προγόνου μας. Εξάλλου η ταυτόχρονη ύπαρξη τού Homo Sapiens και του Homo Neanderthalensis εξακολουθεί να μας μπερδεύει, παρ’ όλο που έχουμε περάσει πλέον, μετά από τέσσερις «βιομηχανικές επαναστάσεις» στον Homo Ιnterneticus.

Όμως ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή: ήδη από την Πρώτη Βιομηχανική Επανάσταση, με την πρώτη ατμομηχανή, το αρχαίο «πάντων μέτρον άνθρωπος», «μέτρον άριστον» και «μηδέν άγαν» πήγε …περίπατο.

Εκεί το εγώ (τού ευρεσιτέχνη, του εφευρέτη) υπέρ-εξάρθηκε, με αποτέλεσμα να αγνοήσουμε τις αρχαίες προκαταλήψεις περί Ύβρεως. Το άτομο αποκόπηκε από την Ομάδα, από την συλλογικότητα στην οποία ανήκε οργανικά και η οποία (δια της αλληλεγγύης) εξασφάλιζε την ύπαρξή της. Η διαιώνισή της ήταν το πρώτο μέλημα κι αυτό γεννούσε μια σειρά από εξαρτημένα ανακλαστικά. Η υπέρβαση αυτή τού υπερεγώ γέννησε τον Μοντερνισμό. Το άτομο βρέθηκε σε μια φριχτή μοναξιά, χωρίς θεό, χωρίς ιερό και όσιο, ανακηρύσσοντας σε θεότητα την ταπεινή του (μέχρι πρότινος) ύπαρξη.

Έτσι το Εγώ ισχυροποιείται, υποσκελίζει το υπερεγώ κι αποδεσμεύεται από προκαταλήψεις και στερεότυπα αιώνων, βαθιά ριζωμένα στο Συλλογικό Ασυνείδητο, καθώς και στην Συλλογική Συνειδητότητα βεβαίως. Έτσι ανοίγεται μια πολύχρωμη βεντάλια δυνατότητων (προσωπικών) που μοιάζουν άπειρες (στην αρχή). Το άτομο μωρολογεί, περιαυτολογεί, παραλογίζεται, θεοποιείται, συγκεντρώνει τους προβολείς επάνω του, βαυκαλίζεται, αυνανίζεται, αφανίζεται και «επαναστατεί» χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι αφού ξεπεράσει τα όρια θα έρθει κάποια στιγμή αναπόφευκτα ο ινδουιστικός θεός Σίβα (ο δικός μας Ποσειδώνας με την φοβερή κοσμοσείστρα τρίαινα) και θα ζητήσει να αποδομήσει τα πάντα (προκειμένου – εν ευθέτω χρόνω – να τα αναδημιουργήσει). Έτσι γεννήθηκε το λεγόμενο Μεταμοντέρνο (ή η Μετανεωτερικότητα, αν προτιμάτε). Παραζαλισμένη εποχή, παρακμιακή, μεταβατική και μεταιχμιακή, άχαρη, χαοτική, εκτονωτική, εξαμβλωματική, όπου η διαρκώς ανατροφοδοτούμενη Εντροπία χτυπάει κόκκινο και το κλειστό θερμοδυναμικό σύστημα «Γαία» δοκιμάζει τα όριά του ερωτοτροπώντας με την πλήρη Καταστροφή, τον αφανισμό τού οικοσυστήματος.

Όμως ας μην βαυκαλιζόμαστε: δεν είναι ο Άνθρωπος, το υπερτιμημένο Άτομο τόσο ισχυρό. Οι αρχαίοι προσωκρατικοί φιλόσοφοι και η πρωταρχική μυθολογία είχαν καταγράψει (κατόπιν αστρονομικών παρατηρήσεων) τις θεωρίες τους για τον Μεγάλο Ενιαυτό και τις κυκλικές κοσμικές μεταβολές που προκαλούν εναλλασσόμενες αλυσιδωτές αντιδράσεις στο γήινο περιβάλλον (εσωτερικό κι εξωτερικό).

Έτσι, αρχίζει – επιτέλους – να χαράζει δειλά, μετά από τόση μεταμοντερνιά μια καινούργια Αναγέννηση, όπου το Πνεύμα σε άρρηκτη ενότητα με το σώμα και την συλλογική Πανανθρώπινη Ψυχή θα ανά-καλύψουν τις πυθαγόρειες αρμονίες, τα πλατωνικά στερεά και τον ίδιο τον αιθέρα εν τέλει (που θα εξηγήσει πολλά από τα αδιέξοδα τής σύγχρονης Επιστήμης, που κινείται αλματωδών προς μία Καθολικότητα).

Αυτό το μετά το Μεταμοντέρνο, ετούτη η μετά-Μετανεωτερικότητα εμφαίνεται ήδη από την ανάγκη μας για την παλαιού τύπου (γραμμική) αφήγηση. Οι θερινοί κινηματογράφοι πλημμύρισαν από παλαιά αριστουργήματα τής Έβδομης Τέχνης. Το μυθιστόρημα αναγεννάται δια της μιμήσεως των παραμυθάδων τής Ανατολής.

Στην Ελλάδα έχουμε μεγάλη, παγκόσμια Ποίηση. Όχι όμως και Πεζογραφία. Και η θεατρική μας γραφή χωλαίνει, αν σκεφτείς πως ό,τι καλύτερο είχαμε τα τελευταία εκατό χρόνια είναι ένας μέγας μεταγραφέας-διασκευαστής-διασκεδαστής-ψυχαγωγός (ή δυο-τρεις, το πολύ).

Γιατί; Μα είναι πολύ απλό. Οι δομές τής ταλαίπωρης χώρας μας, που ακόμα δεν έχει γίνει «κράτος» (μετά από 200 χρόνια απελευθέρωσης από τους Οθωμανούς) δεν βιώνει με τον ίδιο τρόπο κοινωνικοπολιτικούς μετασχηματισμούς όπως η υπόλοιπη Ευρώπη, η Αμερική έστω. Είναι ένα υβρίδιο, βαλκανικό και παλαιονοσταλγικό, μία σφήνα μη νoησιαρχική (ιρρασιοναλιστική) μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Η πεζογραφία και το θέατρο ήταν πάντα παραμορφωτικοί/μεγεθυντικοί καθρέφτες των κοινωνιών που τις γέννησαν. Μόνον που εδώ οι αλλαγές είναι ραγδαίες και άτακτες, κατακλυσμιαίες και απρόβλεπτες, αντιθετικές και μη κατατάξιμες. Τι να προλάβει η ταλαίπωρη Πεζογραφία /Δραματουργία να απεικονίσει; Το ρευστό; Τους ιριδισμούς στην επιφάνεια μιας σαπουνόφουσκας (κοινώς «πομφόλυγος»);

Η Ποίηση αντίθετα (και το Ποιητικό Θέατρο) είναι περισσότερο ευέλικτα, αφού δεν περιορίζονται σε στενά χωροχρονικά πλαίσια και δεν έχουν καμία καταστατική υποχρέωση να λειτουργήσουν ως κάτοπτρο τής εποχής τους (όσο κι αν στο τέλος έτσι και μόνον έτσι διασώζονται αποκτώντας την πολυπόθητη διαχρονικότητα τών αθανάτων).

Ο ποιητής είναι ελεύθερος από καθοδηγούμενους στοχασμούς, είναι μοναχικός, ζει μοναστικά κι έξω από το σύστημα, ακόμα κι όταν απευθύνται σε αυτό. Ζει σε ισχυρό φαντασιακό πεδίο όπου διασταυρώνονται γιγάντια κοσμικά ρεύματα, καταδύεται στο βάθος τής συνειδήσεώς του, κυνηγώντας την αυτογνωσία για λογαριασμό όλων. Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΖΕΙ ΣΩΜΑΤΙΚΑ ΤΟΝ ΣΥΜΠΑΝΤΙΚΟ ΡΥΘΜΟ, πάλλεται, χορεύει, εκστασιάζεται, διονυσιάζεται κατά μόνας (χωρίς να βακχεύει), ξέρει όμως την υψηλή τέχνη της παρατήρησης και λειτουργεί – είτε το θέλει είτε όχι, είτε το συνειδητοποιεί είτε όχι – ως μάρτυρας τής εποχής του, αδιάψευστος κι αδιάβλητος.

Ας θυμηθούμε τον «τραγικότερο των τραγικών», τον αγοραφοβικό Ευριπίδη και την σαλαμίνεια σπηλιά του. Αυτό τα λέει όλα. Αναχωρητισμός, «νηστεία και προσευχή», ωτακουστεί το Άρρητο, εκφράζει το Άφατο και οράται το Αόρατο.

Ποίηση είναι να οράς και να οράσαι με έναν διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι αντέχει η εποχή σου.

Ποίηση είναι μια τέχνη αμιγώς μελλοντολογική.

Ποίηση είναι η πλέον δομημένη εργασία με υλικά που άπτονται άλλων αισθήσεων.

Ποίηση είναι ο μόνος λόγος (και η μόνη δικαιολογία) να ζει κανείς όταν δεν θυσιάζει το είναι του στον βωμό τής επιβίωσης.

Ο Ποιητής / Η Ποιήτρια ζει και μετά τον θάνατό του, όχι σε «δεύτερη ευκαιρία» αλλά για πρώτη φορά δια μέσου των στίχων του.

Κι εκεί έρχεται το εκείνο το μαγικό «εμείς», η ένωση με το Όλον, το ωκεάνιο συναίσθημα, η επίτευξη της Συλλογικότητας μέσα από την ατομική έξαρση, που λειτουργεί συγκολλητικά στο τυχαίο κι αναγκαίο κοινωνικό αμάλγαμα.

Ο Ποιητής / Η Ποιήτρια είναι και Προφήτης (poeta Vates) και Τεχνίτης (poeta Faber) και Παν-Επιστήμων (από τον θεό Πάνα).

Ο Ποιητής / Η Ποιήτρια εκτίθεται για να μας εκθέσει στην Αιωνιότητα.

Ο Ποιητής / Η Ποιήτρια είναι ιερό σφάγιο κι αποδιοπομπαίος φαρμακός.

Μην πυροβολείτε τους Ποιητές και τις Ποιήτριες. Μπορείτε να τους αγνοήσετε (αν τολμάτε), όμως το μέλλον τους ανήκει!!!

 

Γέγονε!!!

 

Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας

https://konstantinosbouras.gr

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.