You are currently viewing Κωνσταντίνος Μπούρας: Αυστηρή κριτική για την ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ στο Μέγαρο

Κωνσταντίνος Μπούρας: Αυστηρή κριτική για την ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ στο Μέγαρο

Μια «Αυλή των θαυμάτων» δανεική και διαχρονική. Από το «Φιντανάκι» του Παντελή Χορν, στην «Παληά Αυλή» του Κώστα Δ. Χατζηαργύρη, στην επίχρυση κι επισμαλτωμένη «Αυλή» του Καμπανέλλη και τέλος στο χρυσομέτριο μιούζικαλ – επιμελημένη προχειρότητα «φτηνού» τηλεοπτικού τύπου, που αφαίρεσε πολλή από τη λάμψη τού Μεγάρου Μουσικής ως πολιτιστικού ιδρύματος.

Μόνον η Ρούλα Πατεράκη κι ο Μάνος Βακούσης διασώθηκαν από αυτό το kitsch μελό πανηγυράκι με το εξπρεσσιονιστικό σκηνικό και με τους φωτισμούς που θύμιζαν Δελφινάριο. Υποκριτικές-φωνητικές-κινησιολογικές επιδόσεις κατώτερες τής συνήθους πάλαι-ποτέ επιθεώρησης (όπου πρωταγωνίστηκαν και έλαμψαν μεγάλοι θεατράνθρωποι, αυτοδίδακτοι και «νούτικοι» εν πολλοίς).

Μάλλον προς τα αφελή κι απλοϊκά κινηματογραφικά μιούζικαλ τού Δαλιανίδη έτεινε αυτή η παράσταση, χωρίς τη χάρη όμως και την ειρωνική μελαγχολία τού μεγάλου σκηνοθέτη.

Όπως έγραψε ο Δάσκαλος όλων μας Κώστας Γεωργουσόπουλος στην εφημερίδα «Τα Νέα» (https://www.tanea.gr/2011/04/16/lifearts/by-the-book/stimoni-kai-yfadi-2/) λίγο μετά την κηδεία τού Ακαδημαϊκού Ιάκωβου Καμπανέλλη (ο θεατρικός συγγαφέας πέθανε στις 29.3.2011 και το άρθρο δημοσιεύτηκε στις 16.4.2011), η δική του Αυλή των Θαυμάτων χρωστάει πολλά στο αμέσως προγενέστερο έργο «Η παληά Αυλή» του Κώστα Δ. Χατζηαργύρη αλλά και στο περίφημο και πρωτοποριακό για την εποχή του «Φιντανάκι» του Παντελή Χορν.

Παραθέτουμε ολόκληρο το άρθρο, όχι γιατί με αναφέρει ευφήμως, αλλά γιατί βάζει κάποια πράγματα στη θέση τους:

 

«Στημόνι και υφάδι

 

Γεωργουσόπουλος Κώστας

16 Απριλίου 2011 | 07:00

 

Το μεγάλο θέατρο είναι αλληλεγγύη των τεχνιτών του. Θυμηθείτε: «Αμφιτρύων» του Μενάνδρου, του Πλαύτου, του Μολιέρου, του Κλάιστ, του Ζιρωντού. Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης λοιπόν δανειζόταν στημόνι αλλά το χαλί το κάνει το υφάδι κι ο υφαντής.

 

Πριν από πολλά πολλά χρόνια, όταν ως επαγγελματίας θεατής έκρινα τα έργα του Ιάκωβου Καμπανέλλη είχα διατυπώσει τη διαπίστωση πως ο Καμπανέλλης, δεινός μάστορας στη διαγραφή ψυχολογικών διακυμάνσεων σε πολυσύνθετους χαρακτήρες, και δεινότερος στη δημιουργία σκηνών με έντονο συγκρουσιακό περιεχόμενο αλλά συνάμα και τρυφερός λυρικός, δεν είχε την ικανότητα να εφευρίσκει υποθέσεις, ιστορίες. Επρεπε να καταφεύγει σε ετοιμοπαράδοτες είτε στη λαϊκή παράδοση είτε στη λογοτεχνία είτε στο ίδιο το θέατρο. Και έφερνα ως αποδεικτέο υλικό και το «Μεγάλο παιχνίδι» του Τερζάκη που διαδραματιζόταν σε μια αθηναϊκή αυλή με κατοίκους ντοστογιεφσκικούς φτωχοδιάβολους ελληνικού «Βυθού», και το «Παραμύθι χωρίς όνομα» της Δέλτα, και το διήγημα του Κάφκα «Η αποικία των τιμωρημένων» κ.ά. Οταν πρωτοδιατύπωσα την παρατήρησή μου για την καταφυγή του σε ασφαλείς υποθέσεις άλλων πηγών άρα την αδυναμία του ή την άρνησή του να δημιουργήσει δικές του, είχε πικραθεί. Σε μια παρατεταμένη ανοιχτή και φιλική μας συζήτηση του εξήγησα πως η παρατήρησή μου δεν ήταν ψόγος ούτε αυτή η τακτική αποτελεί δραματουργικό ελάττωμα. Θυμηθήκαμε μαζί πως και οι τρεις τραγικοί αντλούσαν τους «μύθους» τους από τη μυθολογική ή την ομηρική παράδοση, ενώ ο Αγάθων που εφεύρισκε δικούς του θεατρικούς μύθους, ούτε άρεσε στην εποχή του ούτε διασώθηκε το έργο του. Του ζήτησα τότε να μου βρει έστω και μια «ιστορία» του Σαίξπηρ που να είναι δική του. Αφήνω πως ο «Φάουστ» του Γκαίτε, ο «Δον Ζουάν» και ο «Αμφιτρύων» του Μολιέρου είχαν πίσω τους περισσότερα από ένα πρότυπα. Λογικά πείστηκε αλλά τον κατάτρεχε η φοβία των μετρίων και κακεντρεχών της αγοράς που πάντα «συσχετίζουν κοντά»! Ετσι έκρυψε και την αναφορά της «Αυλής των θαυμάτων» σε άλλο πρότυπο. Και όχι, βέβαια, αυτό που η κακεντρεχής αγορά επιπόλαια του φόρτωσε τις «Σκηνές του δρόμου» του Ελμερ Ράις που είχε ανεβάσει έναν χρόνο πριν ο Μουσούρης. Σ΄ αυτή την υπόθεση εμπλέκομαι κι εγώ χωρίς, βεβαίως, να το έχω επιδιώξει. Ιδού πώς:

 

Πριν από περίπου είκοσι χρόνια μου τηλεφώνησε η χήρα του Κώστα Χατζηαργύρη, του σημαντικού δημοσιογράφου, που υπήρξε και η χήρα του Κώστα Χατζηαργύρη, του πεζογράφου, πρώτου εξαδέλφου του δημοσιογράφου.

 

Εκείνος ο πεζογράφος και επαγγελματίας τυπογράφος υπήρξε ο πρώτος σύζυγος της Ελένης Χατζηαργύρη (την είχε παντρευτεί μαθήτρια της Σχολής του Κουν). Η χήρα των δύο Χατζηαργύρηδων με πληροφόρησε πως είχε στην κατοχή της από τον πρώτο άντρα της, τον πεζογράφο, τα άπαιχτα θεατρικά του έργα και επιθυμούσε να μου τα προσφέρει να τα μελετήσω και να τα αξιολογήσω. Εγώ δημοσίευσα ένα αναλυτικό άρθρο με αξιολόγηση αυτού του άγνωστου υλικού στο αφιέρωμα του περιοδικού «Διαβάζω» για τον Κώστα Χατζηαργύρη. Ανάμεσα στα άπαιχτα εκείνα έργα υπήρχε ένα τρίπρακτο δράμα, θα έλεγα λαϊκό μελό, με τον τίτλο «Η παλιά αυλή». Επειδή θαύμαζα τον πεζογράφο Χατζηαργύρη (ιδιαίτερα για το αριστούργημά του «Ο θρύλος του Κωσταντή») θυμήθηκα πως στη σειρά της «Εστίας» υπήρχε ένα μυθιστόρημα με τίτλο «Η παλιά αυλή». Εκανα την αντιπαραβολή και διαπίστωσα πως ο Χατζηαργύρης είχε διασκευάσει σε πεζό το παλιότερο χρονολογικά θεατρικό του κείμενο. Ο Χατζηαργύρης ήταν ένα από τα ιδρυτικά στελέχη του «Θεάτρου Τέχνης», φίλος και συνεργάτης του Κουν. Μετά όμως το 1953 είχε αποχωρήσει από το σωματείο. Στο άρθρο μου στο «Διαβάζω» είχα κάνει υπαινιχτικές υποθέσεις για την αποχώρησή του και ευθέως συνέδεα την «Παλιά αυλή» με την «Αυλή των θαυμάτων», όπου, βέβαια, θεωρούσα πως το έργο του Καμπανέλλη ήταν θεατρικά, κοινωνιολογικά και ιδεολογικά σημαντικότερο και προϊόν μεγάλης έμπνευσης και φαντασίας.

 

Παρόλες τις νύξεις μου ο Κουν, που εμμέσως τον προκαλούσα, αλλά και ο Καμπανέλλης εσιώπησαν. Ο δεύτερος εξήγησε αργότερα τι συνέβαινε. Μετά την ίδρυση του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών των Αθηνών (1990) όπου δίδαξα επί είκοσι χρόνια, αφιέρωσα δέκα εξάμηνα, όπου στο καθένα δίδασκα έναν ζώντα σύγχρονο θεατρικό συγγραφέα. Αρχισα, όπως ήταν φυσικό, με τον Καμπανέλλη. Στο τελευταίο μάθημα καλούσα αυτοπροσώπως τον διδασκόμενο να παρευρεθεί στο αμφιθέατρο.

 

Ο Καμπανέλλης ήρθε και τον αιφνιδίασα. Είχα επιφορτίσει τον έξοχο φοιτητή μου (σημερινό ποιητή, θεατρικό συγγραφέα και κριτικό) Κωνσταντίνο Μπούρα αλλά και τον τωρινό επίκουρο καθηγητή Θεατρολογίας και τότε φοιτητή μου Ιωσήφ Βιβιλάκη να παρουσιάσουν εργασίες για τον Καμπανέλλη. Ανάμεσά τους και σύγκριση της «Παλιάς αυλής» του Χατζηαργύρη και της «Αυλής των θαυμάτων». Η εργασία κατέληγε στο αυτονόητο άλλωστε συμπέρασμα πως το έργο του Καμπανέλλη ήταν ωριμότερο, τεχνικότερο και θεατρικά εντελέστερο.

 

Ο Καμπανέλλης άκουσε ψύχραιμα την ανάγνωση στο αμφιθέατρο της εργασίας όταν μείναμε μόνοι με διαβεβαίωσε πως δεν είχε διαβάσει το άρθρο μου στο «Διαβάζω» και μου εξέφρασε την έκπληξή του για το δεδομένο της ομοιότητας. Ποτέ ο Κουν δεν του είχε αναφέρει τίποτε. Καταλήξαμε στο συμπέρασμα πως ο συνιδρυτής του «Θεάτρου Τέχνης» Χατζηαργύρης είχε υποβάλει το έργο του στον Κουν και δεν το ενέκρινε. Φαίνεται όμως ότι τον γοήτευσε η υπόθεση, η ιδέα και, χωρίς να ειδοποιήσει τον Καμπανέλλη, του ζήτησε να γράψει ένα έργο μ΄ αυτό το δεσπόζον σκηνικό. Όταν είδε παιγμένη την «Αυλή των θαυμάτων» θύμωσε και αποχώρησε από το «Θέατρο Τέχνης». Εκείνο που κανένας έως σήμερα δεν θέλησε να δει είναι πως και «Η παλιά αυλή» «πατάει» επάνω στην αυλή του Π. Χορν στο «Φιντανάκι» και πιο πίσω στους «Κούρδους» του Γιάννη Καμπύση (19ος αι.)».

 

Μετά από αυτά δεν έχω να προσθέσω τίποτα. Ο νεκρός δεδικαίωται. Αλλά η Αλήθεια θα μας λυτρώσει, όπως λέει στη Βίβλο. Και μαζί μ’ εμάς η Αλήθεια θα λυτρώσει και την ταλαίπωρη γη, με την αιχμάλωτη Ανθρωπότητα, έρμαιο στην απληστία, στην αλαζονεία, στην μοχθηρία των ματαιόδοξων ιεράκων τού Πολέμου.

 

Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας

https://konstantinosbouras.gr

 

info από το Δελτίο Τύπου:
Η Αυλή των θαυμάτων του Ιάκωβου Καμπανέλλη, Το Μιούζικαλ
 
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών Αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη»
 
Video trailer: https://www.youtube.com/watch?v=JYpruQ2McvE
 
Με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Ιάκωβου Καμπανέλλη, ο πολιτιστικός
οργανισμός Λυκόφως σε συμπαραγωγή με το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών παρουσιάζουν
ένα σπουδαίο θεατρικό εγχείρημα.
 
Ο βραβευμένος με «Κάρολος Κουν» σκηνοθέτης, Χρήστος Σουγάρης, και ο διεθνώς
καταξιωμένος σολίστ και συνθέτης Στέφανος Κορκολής, υπογράφουν μια ιδιαίτερη
εκδοχή του πιο εμβληματικού έργου του νεοελληνικού θεάτρου, της «Αυλής των
θαυμάτων», σε μορφή μιούζικαλ.
 
Μαζί τους, ένα μοναδικό επιτελείο συνεργατών και πρωταγωνιστών.
 
Ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος στους στίχους, η Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου στη
δραματουργία και ο Φωκάς Ευαγγελινός στις χορογραφίες. Τα σκηνικά και τα
κοστούμια υπογράφει η Ελένη Μανωλοπούλου, ενώ τους φωτισμούς ο Αλέκος
Αναστασίου. Πρωταγωνιστούν Γιώργος Γάλλος, Αλέξανδρος Μπουρδούμης,
Κατερίνα Παπουτσάκη, Ρούλα Πατεράκη, Μάνος Βακούσης, Κόρα Καρβούνη,
 
Μαρία Διακοπαναγιώτου και η διεθνής μέτζο σοπράνο Ειρήνη Καράγιαννη. Μαζί
τους η Φιλαρέτη Κομνηνού και ο Δημήτρης Πιατάς, σε έναν εξαιρετικό 17μελή
θίασο. Στην διεύθυνση δεκαμελούς ορχήστρας, ο Αναστάσιος Συμεωνίδης και στο
πιάνο επί σκηνής ο Στέφανος Κορκολής.
 
Η Αυλή των θαυμάτων του Ιάκωβου Καμπανέλη είναι ένας ύμνος στην αέναη
προσπάθεια του Έλληνα να ξεπεράσει τα στενά γεωγραφικά πλαίσια, να αποτινάξει τη
διαρκή φτώχεια, να αντιμετωπίσει την έλλειψη σταθερότητας και να ριζώσει σε ένα
τόπο όπου μπορεί να ευημερήσει. Η υψηλή ηθογραφία των χαρακτήρων του έργου και
των παθών τους βασίζεται στην έλλειψη σταθερότητας και σιγουριάς, που
χαρακτηρίζει τη ζωή μας, η οποία αρχίζει από το αλλοπρόσαλλο κλίμα μας, τη
‘στρατηγική’ γεωγραφική μας θέση, τη φτώχεια του τόπου μας και τελειώνει στην
ιδιωτική μας οικονομία. Όλα στην Ελλάδα ανεβοκατεβαίνουν πολύ εύκολα, κυλούν,
φεύγουν – και η πιο συχνή λαχτάρα μας είναι να στεριώσουμε κάπου, να σιγουρέψουμε
ότι από εδώ και πέρα ‘όλα θα πάνε καλά’.
 
Ταυτότητα
Σκηνοθεσία: Χρήστος Σουγάρης
Πρωτότυπη Μουσική – Ενορχήστρωση: Στέφανος Κορκολής
Στίχοι: Γεράσιμος Ευαγγελάτος
Δραματουργία: Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου
Χορογραφίες: Φωκάς Ευαγγελινός
Σκηνικά-Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
Σχεδιασμός Φωτισμών: Αλέκος Αναστασίου
Μουσική Διδασκαλία – Επιμέλεια μουσικού υλικού: Σάββας Ρακιντζάκης
Hair design: Daniel Αθανασίου
Σχεδιασμός ήχου-ηχοληψία: Ανδρέας Γεωργαλλής
 
Βοηθός σκηνοθέτη: Νικόλας Ιωακειμίδης
Βοηθός σκηνογράφου-ενδυματολόγου: Έμιλυ Κουκουτσάκη
Β’ Βοηθός σκηνοθέτη: Βασιλική Αθανασοπούλου
Β΄ Βοηθός σκηνογράφου- ενδυματολόγου: Ελίνα Αλουπογιάννη
 
Φωτογραφίες: Βάσια Αναγνωστοπούλου
Βίντεο Παράστασης: Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος
Βίντεο promo: Φώτης Φωτόπουλος
Σχεδιασμός αφίσας: Διονύσης Ανδριανόπουλος
 
Διεύθυνση Παραγωγής: Κατερίνα Μπερδέκα
Οργάνωση Παραγωγής: Μαρία Κακάρογλου, Μαρία Σαμαρτζή
 
Διανομή
Γιώργος Γάλλος (Στέλιος)
Αλέξανδρος Μπουρδούμης (Μπάμπης)
Κατερίνα Παπουτσάκη (Όλγα)
Ρούλα Πατεράκη (Αννετώ)
Μάνος Βακούσης (Ιορδάνης)
Κόρα Καρβούνη (Βούλα)
Ειρήνη Καράγιαννη (Αστά)
Μαρία Διακοπαναγιώτου (Ντόρα)
Μαρίζα Τσάρη (Μαρία)
Γιώργος Τσιαντούλας (Στράτος)
Αλέξανδρος Βάρθης (Γιάννης)
Κρίς Ραντάνοφ (Άντρας)
Ηλέκτρα Σαρρή (Ματίνα)
Γιώργος Ντάβος (Ραφαέλα)
Χρήστος Τσούκας (Κύριος Α’)
Χρήστος Ζαμπάτης (Κύριος Β')
Μαρία Σαββίδου
Αργυρώ Ανανιάδου
 
Στο ρόλο της Καίτης η Φιλαρέτη Κομνηνού, Λάσκος ο Δημήτρης Πιατάς
 
Διεύθυνση ορχήστρας Αναστάσιος Συμεωνίδης
Πιάνο Στέφανος Κορκολής
 
Μουσικοί
Ρόλη Γιαμοπούλου ντραμς / Βασίλης Δεφίγγος σαξόφωνο-φλάουτο-κλαρινέτο /
Δημήτρης Κουζής βιολί / Βίκτωρ Κουλουμπής ηλεκτρικό και ακουστικό μπάσο / 
 Μαριλίζα Παπαδούρη βιολοντσέλο / Αγγελική Πουλημένου Κόρνο / Κώστας Πυρένης
Κιθάρα / Σάββας Ρακιντζάκης πλήκτρα / Χρήστος Σπηλιόπουλος τρομπόνι 
 
Παραγωγή: Πολιτιστικός Οργανισμός «Λυκόφως» του Γιώργου Λυκιαρδόπουλου & Μέγαρο Μουσικής Αθηνών

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.