Ξεκινώντας από την αριστοτελικήν «όψιν» αυτής της θολής παράστασης, ας απονείμουμε τα εύσημα στην Εύα Μανιδάκη για τα αφαιρετικά και άκρως λειτουργικά σκηνικά. Η κατωφερής ράμπα με το πλατύ γείσο θύμιζε τσίρκο, αν και καλύπτοντας την θυμέλη επηρέασε σημαντικά την φυσική ακουστική του θεάτρου, που ήταν όμως περιττή με την χρήση των γιγαντιαίων μεγαφώνων. Ιδιοφυής η χρήση του ολυμπιακών διαστάσεων στρώματος επί κοντώ στο πίσω μέρος της σκηνής και κάτω ακριβώς από το υψηλότερο σημείο της ράμπας.
Καλά τα σκηνικά, όμως τα απροσδιόριστα κοστούμια δεν παρέπεμπαν σε καμία εποχή και δεν ήταν καν αυτό που λέμε «διαχρονικά».
Μετά, η κίνηση του Χορού (σαν να πρόκειται για νευρόσπαστα) και η γελοιοποίηση της πομπής των μυημένων στα Ελευσίνια Μυστήρια μόνον άγνοια και προχειρότητα μαρτυρούσαν.
Οι φωτισμοί ολοκλήρωσαν την αντιμετώπιση της αρχαίας τραγωδίας ως μιούζικαλ, κάτι όχι απόλυτα καινοφανές φέτος, αφού και οι δύο προηγούμενες παραστάσεις στο αργολικό θέατρο είχαν τέτοια στοιχεία. Φαίνεται πως η περιρρέουσα ατμόσφαιρα δημιουργεί υβρίδια που εντάσσονται μεν στη λεγομένη μετανεωτερικότητα είναι όμως τόσον ατάκτως ερριμμένα που προκαλούν μάλλον σύγχυση παρά αισθητική απόλαυση, πόσω μάλλον ηδονή.
Οι ηθοποιοί δημιούργησαν σχηματικούς ρόλους με αναπόφευκτα στοιχεία κόμικς. Τα περιγράμματα αδρά, οι ζωγραφικές απεικονίσεις σαν μονοκοντυλιές.
Μόνον η Μαρία Κεχαγιόγλου σε ρόλο Διονύσου μας εξέπληξε με τις πρωτεϊκές της υποκριτικές ικανότητες, ακόμα κι όταν διέτρεχε το κοίλον ομιλώντας ανάμεσα στους θεατές.
Η κατάντια της Αθήνας στα τέλη του καταστροφικού εμφύλιου Πελοποννησιακού Πολέμου και η αναπόφευκτη νοσταλγία των νικηφόρων Περσικών Πολέμων πλανάται πάνω από αυτή την πικρή κωμωδία της παρακμής. Ο Αριστοφάνης συντάσσεται με τους συντηρητικούς συμπολίτες του, νοσταλγούς του ενδόξου παρελθόντος.
Οι «Βάτραχοι» είναι η μόνη δραματική λογοτεχνική κριτική που έφτασε έως εμάς. Επαληθεύεται έτσι ο παιδαγωγικός και εκπαιδευτικός ρόλος του αρχείου δράματος.
Η φτώχεια του κράτους συνδυάζεται με την πνευματική παρακμή. Οι τυχάρπαστοι απατεώνες αποκεφαλίζουν τους άξιους και συνωμοτούν για την εγκαθίδρυση μιας ιδιότυπης ολιγαρχίας των μετρίων. Ο θεός του Θεάτρου, ο Διόνυσος κατεβαίνει στον Άδη προκειμένου να αναστήσει την μεγάλη Ποίηση και προβαίνει σε έναν ιδιότυπο αγώνα λόγων που στοιχειοθετεί και τον πρώτο σκηνικό λογοτεχνικό διαγωνισμό.
Μοναδικής ποιότητας το πρωτότυπο κείμενο έτυχε κακομεταχειρίσεως από τον καταξιωμένο (χάριν της «Αντιγόνης» του Βογιατζή) παραφραστή και τολμηρό …λογοπλάστη, που επέδειξε τόση επισπεύδουσα λογιοσύνη, αναμεμειγμένη με λαϊκά γλωσσικά στοιχεία, κι επέτυχε το ακατόρθωτο: να θολώσει ένα κρυστάλλινο κείμενο και στο βωμό της όποιας κακώς εννοούμενης «λογοτεχνικότητας» να στήσει ένα τόσο δύσκαμπτο «μη κείμενο» στο οποίο παγιδεύτηκε και η καλή σκηνοθέτης και οι πανάξιοι ηθοποιοί.
Σε αυτό το είδος του θεάτρου «εν αρχή ην ο λόγος» και όταν πρέπει να διαβάζεις τους υπέρτιτλους σε ελληνικά και αγγλικά τότε η εκφορά του λόγου έχει αποτύχει και δεν περνάει στο κοινό. Ψιλολαθάκια, όπως η αναγραφή των «φύλλων» ως «φύλων» είναι απλώς συγγνωστά και δεν προσμετρώνται στην ούτως ή άλλως καταιγιστική φλυαρία ενός άρρυθμου και άμουσου μεταφράσματος στην πλουσιότατη νεοελληνική γλώσσα. Μήπως θα ήταν καλύτερα αν το παρακολουθούσαμε σε μια άλλη, δοκιμασμένη αγγλική μετάφραση; Ούτως ή άλλως τα αγγλικά πολλών νεολαίων είναι απείρως καλύτερα από τα ελληνικά τους.
Από τις γλωσσικές ακροβασίες διαλέγω το «λάγιο μαλλί». Κάνουμε ένα γκάλοπ; Ρωτήστε τους γύρω σας τι νομίζουν ότι σημαίνει. Και ο ευρών αμειφθήσεται.
Είναι κρίμα που το κοινό απομακρύνεται σταδιακά από τις ποιοτικές παραστάσεις της φεστιβαλικής Επιδαύρου και κατακλύζουν το πάρκινγκ και τις γύρω ταβέρνες μόνον όταν καταπλέουν λαϊκές αοιδοί και τηλεοπτικές περσόνες.
Τέτοια παρακμή είχε χρόνια να συμβεί και δεν είναι απλώς σημάδι των καιρών μήτε παρενέργεια της καραντίνας, αφού η ζημιά έχει ξεκινήσει από τη δεκαετία του 1990 με τις διάφορες απελπισμένες πρωτοπορίες και τους καθυστερημένους πειραματισμούς. Ως πολιτιστική επαρχία της Ευρώπης, εισαγάγουμε ληγμένα πολιτιστικά προϊόντα και καμαρώνουμε σαν τον «Αρχοντοχωριάτη» του Μολιέρου.
Τόση ελαφρότητα είναι σχεδόν εγκληματική και η επιπολαιότητα δεν πρέπει να συγχέεται με το λεγόμενο μεταμοντέρνο. Ακόμα και την απολύτως απαραίτητη «αποδόμηση» παρερμηνεύσαμε στην χώρα μας κι όσοι από εμάς δεν έχουμε την δυνατότητα να μελετήσουμε τον Ντεριντά στο πρωτότυπο αρκούμεθα στους εγχώριους εισαγωγείς και εμπορικούς αντιπροσώπους του, με οικτρό αποτέλεσμα «σοβαρός» λογοτεχνικός σύλλογος να αρνηθεί να τον αναγνωρίσει ως επίτιμο μέλος του.
Θολοί και απροσδιόριστοι οι φεστιβαλικοί «Βάτραχοι» της Αργυρώς Χιώτη, όπως ακριβώς η εποχή μας. Όμως η όποια απόπειρα να εξευρεθεί κάποια αναλογία με την Αθήνα της παρακμής είναι απλώς αποτυχημένη και ατελέσφορη, όταν δεν βασίζεται σε βαθιά πολύχρονη μελέτη και σκηνική ευφυΐα. Η δραματουργική επεξεργασία των αρχαίων δραματικών έργων μέσα από πολλά διασταυρούμενα μεταφράσματα είναι απαιτητικότερη ακόμα και από την απόπειρα μετάφρασης της σύγχρονης ποίησης.
Κρίμα για τις τόσο φιλότιμες προσπάθειες τόσο άξιων καλλιτεχνών, ταγμένων υπηρετών του Διονύσου:
Μετάφραση Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος
Σκηνοθεσία Αργυρώ Χιώτη
Μετάφραση Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος.
Σκηνοθεσία Αργυρώ Χιώτη.
Σκηνικά Εύα Μανιδάκη.
Μουσική Jan Van Angelopoulos.
Κοστούμια Άγγελος Μέντης.
Φωτισμοί Τάσος Παλαιορούτας.
Προπόνηση – Ακροβατικά Μανούκ Καρυωτάκης.
Βοηθός σκηνοθέτιδας Κατερίνα Κώτσου.
Βοηθός σκηνογράφου Άννα Ζούλια.
Βοηθός ενδυματολόγου – Ειδικές κατασκευές Άελλα Τσιλικοπούλου.
Βοηθός στη δραματουργία Elyssa Brunel Leydet.
Τεχνικός σύμβουλος ήχου Brian Coon.
Κατασκευή σκηνικού Lazaridis Scenic Studio.
Ζωγραφική σκηνικού Φρέντυ Γκίζας.
Κατασκευή κοστουμιών Λίτσα Μουμούρη, Έφη Καραντάσιου.
Φωτογράφος παράστασης Γκέλυ Καλαμπάκα.
Παίζουν (με σειρά εμφάνισης) Εύη Σαουλίδου (Ξανθίας), Μαρία Κεχαγιόγλου (Διόνυσος), Μιχάλης Βαλάσογλου (Ηρακλής), Μανούκ Καρυωτάκης (Νεκρός), Ευθύμης Θέου (Χάρος, Αιακός, Πλούτων), Τζωρτζίνα Χρυσκιώτη (Θεράπαινα, Ξενοδόχα Α’), Χαρά Κότσαλη (Ξενοδόχα Β’), Δήμητρα Βλαγκοπούλου (Υπηρέτης), Ακύλλας Καραζήσης (Ευριπίδης), Νίκος Χατζόπουλος (Αισχύλος), Αντώνης Μυριαγκός (Κορυφαίος).
Χορός βατράχων και μυστών Μιχάλης Βαλάσογλου, Δήμητρα Βλαγκοπούλου, Ευθύμης Θέου, Μανούκ Καρυωτάκης, Χαρά Κότσαλη, Σπύρος Μάστορας, Αντώνης Μυριαγκός, Τζωρτζίνα Χρυσκιώτη.
Με ελληνικούς και αγγλικούς υπέρτιτλους.
Εκτέλεση παραγωγής Μαρία Δούρου / VASISTAS.
Η Επίδαυρος είναι αρένα ρωμαϊκή και το κοινό χειροκροτεί πάντα τα θύματά του.
Ο Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας είναι Επισκέπτης Καθηγητής Θεατρικής Κριτικής στο ΕΚΠΑ και ποιητής