Φαίνεται πως ζούμε σε πολύ σαχλές και άχαρες εποχές για να χρειαστεί να ανασκολοπίζουμε έτσι απροκάλυπτα και ανενδοίαστα τα αρχαία κείμενα. Γιατί δεν γράφουμε δικά μας; Μα γιατί θα είναι σαν τα μούτρα μας; Χάθηκε η Ποίηση και ανθίζει η μεταποίηση. Περίοδος παρακμής, πολλαπλές εκπτώσεις. Η παράπλευρη απώλεια της πολύχρονης οικονομικής κρίσης, της καραντίνας λόγω κορωνοϊού, των άπειρων ωρών τηλεθέασης και σερφαρίσματος στο Διαδίκτυο είναι η απώλεια της αισθητικής μας. Την Κοινή Λογική την έχουμε χάσει προ πολλού (αν υποθέσουμε ποτέ ότι την είχαμε).
Στην μετεμφυλιακή εποχή οι παραμυθένιες ταινίες του Δαλιανίδη με τα σουρεαλιστικά χορευτικά και την απρόσκοπτη εναλλαγή ρεαλιστικής πρόζας και επιθεωρησιακών νούμερων οδηγούσε σε μια εκτόνωση του συλλογικού θυμικού και προσέφερε μία ανάπαυλα από τα βάσανα της άνισης καθημερινότητας, όπου οι προνομιούχοι θησαύριζαν από την άναρχη οικοδόμηση και οι φτωχοί κλαίγαν τη μοίρα τους λατρεύοντας λαϊκά είδωλα.
Φτάσαμε πάλι στην ίδια καμπή του χρόνου, αφού περάσαμε από τη στροφή της ψευδαισθητικής Αφθονίας και της υπερκατανάλωσης ελέω δανείων;
Υποθηκεύουμε διαρκώς το μέλλον στο όνομα ενός εκτονωτικού παρόντος;
Κι αν υποθέσουμε ότι η ειρωνεία και η αποδομητική ισοπέδωση είναι πολιτική στάση, μήπως θα πρέπει να ανανοηματοδοτήσουμε όρους όπως το «λαϊκό θέατρο»; Τα κατ’ αγρούς Διονύσια και τα μέχρι σήμερα επιβιώσαντα γονιμολατρικά δρώμενα δίνουν σε λαογράφους, μελετητές των πολιτισμικών φαινομένων και ερευνητές των παραστατικών τεχνών την ευκαιρία να αναρωτηθούν για την ζωοποιό τρέλα, την ευεργετική μανία, για την ανάγκη εν τέλει της καρναβαλικής ανάπαυλας.
Αυτή την μάλλον προγραμματική διάθεση και γραμμή υπηρέτησε η σκηνοθεσία στην απογοητευτική «Ελένη», που δεν ήταν του Ευριπίδη, θα μπορούσε όμως άνετα να την διεκδικήσει ο Δαλιανίδης.
Με στοιχεία κόμικς, αμερικάνικου μιούζικαλ, σύγχρονου βίντερο-αρτ, οδήγησε (ο καλός και έμπειρος σκηνοθέτης, θεατράνθρωπος και προκλητικός περφόρμερ) με ρυθμικό είναι αλήθεια τρόπο σε αποθέωση του κιτς τηλεοπτικού τύπου.
Κι εκεί που λέγαμε πως το κιτς είναι μονοπώλιο του Κωνσταντίνου Ρήγου και της Λένας Κιτσοπούλου, προέκυψε και τρίτος πόλος, έτσι για να συμπληρωθεί το ανίερο πολύπλευρο της μετανεωτερικής ανοησίας.
Καλά όλ’ αυτά, όταν υπάρχει ενσωματωμένος και ένας (κάποιος) ανανοηματοδοτικός παράγοντας. Το να ακυρώνεις και να γκρεμίζεις σύμβολα είναι μόνο είναι αρχή, καλή και άγια όταν πρόκειται να χτίσεις κάτι με τα παλιά υλικά. Όταν όμως αρκείσαι στο να φτύσεις και να ποδοπατήσεις ομοιάζεις με τον Ηρόστρατο που κατέστρεψε τον ναό της Εφέσου, ή με τους φονταμενταλιστές χριστιανούς που έσπασαν τα αγάλματα των αρχαίων ημών παγανιστών.
Τόση μα τόση κακογουστιά δεν αντέχεται! Εκτός κι αν κινητοποιεί διορθωτικά ένστικτα, οπότε θεραπεύει την συλλογική αμηχανία μας με ομοιοπαθητικό τρόπο. Δεν ξέρω τι από τα δύο συνέβη, αλλά ο Βασίλης Παπαβασιλείου που μας εξέπληξε ως παρακμιακή Ελένη του Ρίτσου, φαίνεται πως πήρε οριστικό διαζύγιο από την ποιητικότητα και πλέει σε πελάγη μεταμοντέρνας ασυναρτησίας.
Το είπα και το ξαναλέω: μα γιατί δεν πάνε στο Δελφινάριο;
Και το Θέατρο Βύρωνα, δεν λέω, καλό ήταν, δεδομένης της ματαίωσης της επιδαύρειας πρεμιέρας εξ αιτίας των παμφάγων πυρκαγιών που λυμαίνονταν την χώρα όλον τον Αύγουστο.
Η μοναδική αθηναϊκή παράσταση (με όλη την εκλεκτή θεατρόφιλη κοινωνία στριμωγμένη στα άβολα έδρανα) συνέπεσε με την πρώτη ημέρα τριήμερου πένθους για τον θάνατο του μεγάλου μουσουργού Μίκη Θεοδωράκη.
Μία τοπική παράγοντας αιτιολόγησε (ορθώς) την απόφαση του «δημοτικού συμβούλιου» [sic: όχι συμβουλίου] να μην ακυρώσει αυτή την παράσταση «γιατί έτσι θα ήθελε ο Μίκης Θεοδωράκης». Ίσως. Μήπως όμως έπρεπε να ακυρωθεί για να αποφύγουμε όλη αυτή την ηθελημένη κακογουστιά;
Στο τέλος η ζωντανή ορχήστρα έπαιξε μία μελωδία του μεγάλου εκλιπόντος, του τελευταίου των μειζόνων πνευματικών δημιουργών του τόπου, κι αυτό νομίζω ότι ήταν η μόνη συγκινητική νότα σε μια άχαρη βραδιά.
Το κλου: η ωραία που ανέλαβε τον ρόλο της μοιραίας Ωραίας Ελένης είπε «του Πρωτέα τον γιο» αντί «του Ατρέα τον γιο» (σελ. 124 του καλοτυπωμένου προγράμματος). Τόσα έξοδα, προς τι;
Καλοδουλεμένη η απόδοση δια νοός Παντελή Μπουκάλα, ενσωμάτωνε δημοφιλείς στίχους του Σεφέρη αλλά και από ελαφρολαϊκά (έως …βαριά) άσματα. Θα μπορούσε και να τα αποφύγει.
Τελικά νοσταλγώ την ανάλογη παράσταση του Βουτσινά με την εκπληκτική, μοναδική κι ανεπανάληπτη Αλεξάνδρα Λαδικού, στην Επίδαυρο του …. Η Λαδικού θα μπορούσε και τώρα να αναλάβει και να κρατήσει επάξια αυτόν τον απαιτητικό δίσημο ρόλο.
Το πρωτότυπο κείμενο έχει πολλά επίπεδα που πέρασαν απαρατήρητα σε αυτή τη σαχλή αναπαράστασή του: π.χ. οι διπλές πόλεις, με τις διπλές γυναίκες, με τα αιθέρια είδωλα που εμφανίζονται ως εκ θαύματος και εξαφανίζονται ως μετασχηματιζόμενη υλοενέργεια, οι Διόσκουροι που αναλαμβάνονται στους ουρανούς και γίνονται αστέρια, δεν είναι απλώς απότοκοι μιας μαγικής σκέψης αρχαίων σαμάνων, την οποία χλευάζει ο σύγχρονος δυτικός ρασιοναλισμός μας. Είναι μυθοποιημένα νοήματα και ανθρωποποιημένες ιδέες που παραπέμπουν στο Υψηλό, κάτι που ποδοπατούμε σήμερα στις λάσπες του υλιστικού μας βάλτου. Χωρίς πνευματικότητα αναβίωση του αρχαίου δράματος δεν γίνεται. Χωρίς την Ποίηση δεν υπάρχει λόγος συνωστισμού σε θέατρα και παραθέατρα. Οι πλατείες είναι για να βγάζουμε πλέον βόλτα τα σκυλιά μας κι ουχί πλέον για να φιλοσοφούμε όπως στην αρχαία αγορά.
Λυπάμαι, από τα κατάβαθα της ύπαρξής μου. Αιδώς Αργείοι! Μην τα πιάνετε αυτά τα αθάνατα έργα αν δεν τα καταλαβαίνετε. Αν δεν μπορείτε να αναμετρηθείτε μαζί τους. Αλλιώς πλάθετε κι εσείς κακότεχνα είδωλα που προκαλούν περισσότερες καταστροφές κι από τον πόλεμο της Τροίας. Η Συλλογική Συνειδητότητα δεν αντέχει άλλο σκουπιδαριό. Ακόμα κι αν είμαστε εθισμένοι σε αυτό. Και το χειροκροτούμε, μοιραίοι σαν καρυωτακικοί ήρωες, αλλά ουχί κι ωραίοι.
Το ωραίο προϋποθέτει ενσυναίσθηση και αίσθηση της αρμονίας, του Κάλλους… Πράγματα που έχουμε χάσει κι αποποιηθεί προ πολλού.
Κάτι καλό θα βγει από την άχαρη εποχή μας. Δεν μπορεί. Δεν γίνεται.
Οι αριστοφανικές «Νεφέλες» είναι περισσότερο σύγχρονες παρά ποτέ. Όμως μέσα από τα κόπρανα των ζώων φυτρώνουν πάντα λουλούδια, κρόκοι, νούφαρα και τα υπέροχα ιώδη γαϊδουράγκαθα!!!
Χαρακτηριστικό το σκηνικό και η συνολική «όψις» της παραστάσεως: παραπέμπει ευθέως σε video–games και άλλες σύγχρονες αφορμές για να σκοτώνουμε τον χρόνο μας. Οι αιτίες είναι βαθύτερες, πολύ σκαιότερες κι απ’ όσο μπορούμε να φανταστούμε.
Μετά Λόγου Γνώσεως,
Κ. Μπούρας
Ο Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας είναι ποιητής, θεατρολόγος, κριτικός και Επισκέπτης Καθηγητής Θεατρικής Κριτικής στο ΕΚΠΑ
info:
«Ελένη» του Ευριπίδη
Μετάφραση: Παντελής Μπουκάλας
Σκηνοθεσία: Βασίλης Παπαβασιλείου
«Στην «Ελένη» του Ευριπίδη, σε μετάφραση Παντελή Μπουκάλα και σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου, θεατές, κριτικοί, ηθοποιοί και συντελεστές, βίωσαν, τηρώντας απαρέγκλιτα τα υγειονομικά μέτρα, τη χαρά της ελευθερίας έκφρασης και δημιουργίας, συνθήκη που είχε λείψει πολύ.
Μια μεγαλειώδης γιορτή αισθήσεων και συναντήσεων, τεχνών κι ανθρώπων, συγκίνησε και ενθουσίασε το κοινό που επιβράβευσε με το παρατεταμένο του χειροκρότημα την πρώτη μεγάλη θεατρική έξοδο του ΚΘΒΕ, για το φετινό καλοκαίρι».
Ταξίδι και φυγή, ένα αέναο ερωτηματικό, ένα αίνιγμα άλυτο ακόμη και για την Σφίγγα, μεταξύ αίσθησης και παραίσθησης και ατέλειωτων μαχών σώμα με σώμα στην οριογραμμή ενός και μόνο βλέμματος… Της δισυπόστατης πολυθρύλητης Ελένης, συμβόλου πάθους και πόθου, των αφορμών για την αιτία, των διαδράσεων ανάμεσα σε είναι και σε φαίνεσθαι, της πολύχρονης κατακραυγής, της καιροφύλακτης αξιοπρέπειας, της σθεναρής αντίστασης σε κελεύσματα απατηλής ευκολίας, της αναζήτησης ομιχλοσκόνιστου μισεμού και κραταιάς παλινόστησης.
ΥΠΟΘΕΣΗ
Ο Ηρόδοτος, ιστορώντας τα σχετικά με την Ελένη, ισχυρίζεται ότι πήγε όντως στην Τροία και ότι το ίδιο λέει και ο Όμηρος, ο οποίος στην Οδύσσεια παρουσιάζει την Ελένη να προσφέρει στον Τηλέμαχο το φάρμακο της λησμονιάς· της το είχε δώσει η Πολύδαμνα, γυναίκα του Θόωνα, όχι πάντως στις συνθήκες που αναφέρει ο Ευριπίδης.
Ο Ηρόδοτος και ο Όμηρος ισχυρίζονται πως μετά την άλωση της Τροίας η Ελένη περιπλανήθηκε μαζί με τον Μενέλαο, κι όταν έφτασαν στην Αίγυπτο, προμηθεύτηκε το φάρμακο.
Ο Ευριπίδης, αντίθετα, διατείνεται πως η πραγματική Ελένη δεν πήγε ποτέ στην Τροία. Μόνο το είδωλό της πήγε εκεί. Γιατί την έκλεψε ο Ερμής, ακολουθώντας τη βούληση της Ήρας, και την παρέδωσε στον Πρωτέα, τον βασιλιά της Αιγύπτου, για να την προστατέψει.
Κι όταν πέθανε ο Πρωτέας, ο γιος του ο Θεοκλύμενος επιδίωξε να την παντρευτεί, η Ελένη όμως πήγε και στήθηκε ικέτισσα δίπλα στο μνήμα του Πρωτέα.
Εκεί τής παρουσιάζεται ο Μενέλαος, που είχε χάσει τα πλοία του στο πέλαγος και προσπαθούσε να σώσει τους λιγοστούς συντρόφους του, που τους είχε αφήσει κρυμμένους σε μια σπηλιά. Οι δυο τους συνεννοήθηκαν, μηχανορράφησαν και εξαπάτησαν τον Θεοκλύμενο.
Ανέβηκαν έπειτα σ’ ένα πλοίο, τάχα για να τελέσουν θυσία στη θάλασσα, στη μνήμη του Μενέλαου, κι έτσι σώθηκαν και επέστρεψαν στην πατρίδα τους.
Σκηνοθετικό Σημείωμα
«Ο 5ος αιώνας π.Χ. οσονούπω τελειώνει. Τελειώνει ο «χρυσούς αιών» του «κλεινού άστεως». Η Αθήνα ολοκληρώνει μια διαδρομή που την οδήγησε από τους ιδρυτικούς θριάμβους στον Μαραθώνα και τη Σαλαμίνα εναντίον των Περσών και την ακτινοβολία της εποχής του Περικλή στον Πελοποννησιακό πόλεμο, τον φονικό λοιμό και την καταστροφή στην Σικελία, προϊόν της γοητείας του Αλκιβιάδη.
Αυτές οι τρεις περίοδοι αντιστοιχούν στις ισάριθμες μορφές των μεγάλων τραγικών ποιητών. Αισχύλος, Σοφοκλής, Ευρυπίδης. Αν ο πρώτος συμμετέχει και εμπνέεται από την πρώτη περίοδο, που εκτείνεται από την αίγλη των θριάμβων ως την εδραίωση του δημοκρατικού καθεστώτος ως πολιτειακής μορφής , ο δεύτερος συμπλέει με τον βηματισμό του Περικλή και τα ένδοξα έργα της εποχής του. Και ο τρίτος; Ο Ευριπίδης; Αυτός είναι μάρτυρας και συνομιλητής ενός καιρού που βιώνει τη σχετικοποίηση όλων των αξιών. Αν θέλετε είναι ο τραγικός εταίρος της σοφιστικής επανάστασης.
Γράφει την «Ελένη», μια αντιτραγική τραγωδία, μια κωμικοτραγωδία αν προτιμάτε, την επαύριο της πανωλεθρίας στη Σικελία. Δεν είναι τυχαίο ότι λίγα χρόνια πριν ο Σικελός σοφιστής Γοργίας έχει αφήσει άναυδο το αθηναϊκό κοινό με το κείμενό του «Ελένης εγκώμιον». Είναι ο τρίτος και φαρμακερός μετά τον Στησίχορο και τον Ηρόδοτο, που τεκμηριώνει με τον τρόπο του, ότι οι Έλληνες, η ένωσή τους δηλαδή, γεννήθηκε από το είδωλο μιας γυναίκας· ότι οι Έλληνες ενώθηκαν χάρη «σ’ ένα πουκάμισο αδειανό» που λέει ο σύγχρονός μας ποιητής , σε «μιαν Ελένη».
«Στην Τροία δεν πήγα εγώ, μόνο το όνομά μου», λέει η Ελένη. Όλοι οι πόλεμοι χρειάζονται τον εξωραϊσμό ενός προσχήματος για να πυροδοτηθούν. Είτε το επίδικο αντικείμενο λέγεται Τροία, είτε Σικελία, η κατακτητική μηχανή χρειάζεται πάντα «ένα πουκάμισο αδειανό», «μιαν Ελένη» για να πάρει μπρος, ένα όνομα που βαφτίζεται κίνητρο. Τα αποτελέσματα είναι αναπόφευκτα κωμικοτραγικά.
Ελένη, λοιπόν. Άλλη μία. Μετά τη μία και μοναδική που μας χαρίζει ο Όμηρος. Για να’ ρθουν μετά οι άλλες, των προαναφερθέντων ποιητών, ιστορικών και ρητόρων αλλά και μεταγενέστερων όπως π.χ ο Ισοκράτης, ο Ρονσάρ, ο Γκαίτε, ο Όφενμπαχ, ο Ζιροντού, ο Ρίτσος και άλλοι, και άλλοι, ων ουκ έστιν αριθμός. Και έπεται συνέχεια.»
Βασίλης Παπαβασιλείου
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ
Είτε Νεφέλη στην Τροία, είτε ένσαρκη στην Αίγυπτο, η Ελένη παρά τις πολυπληθείς αναπαραστάσεις κι αναγνώσεις της, παραμένει ανάμεσα στο «είναι» και το «φαίνεσθαι» διαχρονικά μυθική προσωπικότητα. Του μοναδικού κάλλους, της ασύμβατης επιθυμίας, της λοιδορούμενης προσωπικής επανάστασης, της επανόδου στη συζυγική κλίνη… Είτε ως αιτία ή ωσάν λανθάνουσα αφορμή, πολιορκίες, σπαραγμοί, τραγικές απώλειες κι ένας πολυετής πόλεμος φέρουν το όνομά της. Ανάμεσα σε ζωή και θάνατο, το λυρικοδραματικό είδωλό της καθοριστικό. Καθοριστική και η στιγμή για το ΚΘΒΕ, που με αξιώσεις βγαίνει απ’ την πολύμηνη μάχη με τον κορωνοϊό, για να ριχτεί στη καινούρια μάχη με πάμπολα αξιακά δόρατα στη φαρέτρα του φέτος.
ΝΙΚΟΣ ΚΟΛΟΒΟΣ
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ:
Μετάφραση: Παντελής Μπουκάλας
Σκηνοθεσία: Βασίλης Παπαβασιλείου
Συνεργάτης σκηνοθέτης-Δραματουργία: Νικολέτα Φιλόσογλου
Σκηνικά- Κοστούμια: Άγγελος Μέντης
Μουσική: Άγγελος Τριανταφύλλου
Χορογραφία: Δημήτρης Σωτηρίου
Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος
Ενορχήστρωση – Μουσική διδασκαλία: Γιώργος Δούσος,
Moυσική διδασκαλία: Χρύσα Τουμανίδου
Βοηθός χορογράφου: Σοφία Παπανικάνδρου
Βοηθός σκηνοθέτη: Άννα – Μαρία Ιακώβου
Βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγου: Έλλη Ναλμπάντη
Οργάνωση παραγωγής: Αθανασία Ανδρώνη
Οδηγοί σκηνής: Γιάννης Παλαμιώτης, Μαρίνα Χατζηιωάννου
Παίζουν:
Έμιλυ Κολιανδρή (Ελένη)
Θέμης Πάνου (Μενέλαος)
Αγορίτσα Οικονόμου (Θεονόη)
Γιώργος Καύκας (Θεοκλύμενος)
Έφη Σταμούλη (Γερόντισσα)
Δημήτρης Κολοβός (Αγγελιοφόρος Α’)
Άγγελος Μπούρας (Αγγελιοφόρος Β’)
Δημήτρης Μορφακίδης (Τεύκρος)
Παναγιώτης Παπαϊωάννου (Θεράπων)
Νικόλας Μαραγκόπουλος Ορέστης Παλιαδέλης (Διόσκουροι)
Χορός:
Νεφέλη Ανθοπούλου, Σταυρούλα Αραμπατζόγλου, Λουκία Βασιλείου, Μομώ Βλάχου, Ελένη Γιαννούση, Ηλέκτρα Γωνιάδου, Νατάσα Δαλιάκα, Χρύσα Ζαφειριάδου, Σοφία Καλεμκερίδου, Αίγλη Κατσίκη, Άννα Κυριακίδου, Κατερίνα Πλεξίδα, Μαριάννα Πουρέγκα, Φωτεινή Τιμοθέου, Χρύσα Τουμανίδου
Μουσικοί επί σκηνής: Γιώργος Δούσος (φλάουτο, κλαρίνο, σαξόφωνο, καβάλ), Δάνης Κουμαρτζής (κοντραμπάσο), Θωμάς Κωστούλας (κρουστά), Παύλος Μέτσιος (τρομπέτα, ηλεκτρική κιθάρα), Χάρης Παπαθανασίου (βιολί), Μανώλης Σταματιάδης (πιάνο, ακορντεόν).
Οι πρόβες του έργου, πραγματοποιήθηκαν κατόπιν ειδικής άδειας της Υπηρεσίας Πολιτικής Προστασίας, και έλαβαν χώρα με αυστηρή τήρηση από πλευράς συντελεστών όλων των απαραίτητων υγειονομικών μέτρων ασφάλειας αφού προηγουμένως διενεργήθηκαν κι όλα τα απαιτητά covid test.