«… Στους ποιητές άδοξοι που είναι».
Παραδείγματος χάριν, Αναστάσιος Δρίβας (1899-1942): πρωτότυπος εικονοπλάστης και μυρωδός [ας μου επιτραπεί ο νεολογισμός].
Διαβάζουμε ένα ποίημά του στη σελίδα 583 αυτής της ανθολογίας που λειτουργεί σαν κιβωτός τού Ρομαντισμού ανά τους αιώνες:
…Το κερί σου θα ’χει λιώσει
η σκιά του κεφαλιού σου θα στενεύει στον τοίχο.
Ξαπλωμένος στο μελετηρό ακτινωτό κρεβάτι σου
θα ριγείς ανώδυνα
θα οσφραίνεσαι το μύρο
τον ανθό μιας μήλινης εξαϋλωμένης σάρκας.
Αλλά το ξίφος που αδρανεί στην κόχη
σου φωνάζει
με την ευγένεια της αιχμηρής σιωπής του
σημαδεύει σκληρά το πεπρωμένο σου
χωρίς προσωπείο.
Ανθολογίες σαν αυτή διασώζουν το ουσιώδες και προσδίδουν μια πανοραμική προοπτική στη συνήθως κοντόθωρη περιήγησή μας στα λογοτεχνικά φαινόμενα.
Η λογοτεχνική ζωή είναι σαφώς υποσύνολο τής πνευματικής περιρρέουσας ατμόσφαιρας. Πολλές φορές η σιωπή, μια χειρονομία, κάποια ιδιαίτερη σωματική στάση, την κατάλληλη στιγμή μπορούν να επιτελέσουν έργο χιλιάδων τυπωμένων σελίδων. Οι παραγλωσσικοί κώδικες και η λεγομένη «γλώσσα τού σώματος» λειτουργούν ακόμη εκπέμποντας σήματα στον «ερπετοειδή εγκέφαλό μας» και όχι μόνον…
Δεν μπορούμε (και δεν πρέπει) να αγνοήσουμε τους χαμηλόφωνους ποιητές και τις διακριτικές ποιήτριες που έζησαν σιγαλά, σε μια εκκωφαντική σιωπή κι επηρέασαν άλλους, ενδοξοτέρους αυτών.
Ας πούμε, πόσοι και πόσες γνωρίζουμε ότι ο πολυγραφότατος Ηρώδης ο Αττικός ήταν Δάσκαλος δύο αυτοκρατόρων: τού φιλέλληνα Αδριανού και τού επίσης ελληνομαθούς Μάρκου Αυρηλίου [κι αν χρησιμοποιώ αττικίζουσες μορφές των ρημάτων δεν είναι επί σκοπού επιδείξεως αλλά για να επισημάνω την διαχρονικότητα τής ελληνικής γλώσσας μας].
Όπως το Κενό και το Τίποτα είναι ιδιαίτερα σαγηνευτικό για Συμβολιστές και Υπαρξιστές, το ίδιο ο Θάνατος κατέχει κεντρική θέση στη ρομαντική θεματολογία.
Ας αποσπάσουμε λοιπόν φύλλον ποιήσεως από τον Αχιλλέαν Παράσχον (1838-1895):
Ανυπαρξία
Δεν είναι μάνα πιο καλή απ’ την ανυπαρξία!
Πόσο καλά ήμουν εκεί
στην αγκαλιά τη μυστική,
στα σπλάχνα της τα κρύα.
Ο χρόνος από πάνω μου αμέτρητος περνούσε.
Δεν μ’ εξυπνούσε η χαρά,
δεν μ’ εξυπνούσε η συμφορά
κανείς δεν μ’ εξυπνούσε.
Σαν τότε θε να κοιμηθώ καμμιά φορά και πάλι
μόνο στον τάφο το βαθύ;
Μπορεί κανείς να κοιμηθεί
χωρίς ονείρου ζάλη;
Εγώ δεν θέλω ουρανό, δεν θέλω κόσμον άλλο,
την πρώτη μάνα μου ποθώ,
να κοιμηθώ, να κοιμηθώ
τον ύπνο τον μεγάλο! (σελ. 255).
Εδώ αντηχούν οι ορφικές δοξασίες περί της Πρωταρχικής Μητρός, της γενεσιουργού μήτρας των πάντων.
Κι ο Έρωτας; Ορφικός, παγανιστής, διονυσιακός, χριστιανικός ή βουδικός;
Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής (1809-1892):
Εις Σαπφώ
Πλέκουσα ωδάς ακοιμήτου θρήνου
Ήγειρας τας Μούσας τας Λευκαδίας
Κι είχες εις τα βάθη της σης καρδίας
Φλόγας καμίνου.
Σ’ έλεγον αι Μούσαι αυτών δεκάτην.
Όταν τον πικρόν εκελάδεις πόνον…
(σελίδες 112-113).
Βλέπουμε εδώ πως – για τους ρομαντικούς – ο Έρωτας είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τον Θάνατο [με κεφαλαίο οι αφηρημένες αυτές έννοιες].
Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο σαπφικός Έρωτας «γλυκύπικρον αμάχανον όρπετον» γίνεται εδώ «πικρός πόνος». Αυτό τα λέει όλα και για την πολιτισμική και για την αισθητική απόσταση που χωρίζει την Κλασική Αρχαιότητα από τον Γερμανικό Ρομαντισμό. Αυτό έχει αντίκτυπο και στην ερμηνεία τής αρχαίας τραγωδίας που την έχουμε παρανοήσει αποκομμένη από τα ιστορικά, κοινωνικά, πολιτικά, ιδεολογικά και θρησκειολογικά της συμφραζόμενα.
Πολυσήμαντο πόνημα, συστηματική μελέτη, ορθολογική οργάνωση τού υλικού, διαφωτιστικές εξηγήσεις, μια άψογη συνεισφορά στην διαμόρφωση μιας σύγχρονης λογιοσύνης που προϋποθέτει την όξυνση τής κριτικής σκέψης και την εξάσκηση στο κριτικό πνεύμα.
Εκπληκτική εργασία σοβαρών, καταξιωμένων, αναγνωρισμένων επιστημόνων που δικαιώνονται αυτομάτως εκ του αποτελέσματος.
Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας