Η ελληνικότητα είναι μια παρεξηγημένη λέξη, παρ’ όλο που η περίφημη «λογοτεχνική γενιά του 1930» ασχολήθηκε επισταμένως με αυτή την έννοια. Είμαστε ίσως ο μόνος ανάδελφος λαός που δεν τιμά δεόντως την παράδοση, την μακραίωνη γλώσσα και τα ριζωμένα στο βάθος του ιστορικού χωροχρόνου έθιμά του.
Ο Ανδρέας Στάϊκος είναι από τους κορυφαίους νεοέλληνες δραματουργούς μας που δημιουργούν ακόμη έργα πρωτότυπα και ζέοντα. Κι ενώ άλλοι είναι περισσότερο υπερεθνικοί και παγκόσμιοι, εκείνος επιμένει στην εγχώρια μυθολογία, αρχής γενομένης από την κλασική αρχαιότητα. Παράδειγμα, η πειραματική και πρωτοποριακή «Κλυταιμνήστρα;» του, βασισμένη στην αυτοσχεδιαστική αναδίφηση του αρχαίου υλικού μέσα από την συγχρονική βιωματική εμπειρία και σε απολύτως ανανεωτική βάση.
Σε αυτό το ελαφρολαϊκό αλλά με βαθείς συμβολισμούς έργο, οι επιρροές της «Δύσης» και ειδικά της Γαλλίας, σε συνδυασμό με τους χαριτωμένους ερωτιάρηδες εξευρωπαϊστές του Όθωνα, που φτάνει στο Ναύπλιο μιαν κοσμοϊστορική μέρα του 1833 προκαλώντας ταραχή στην τοπική μικροκοινωνία. Μέχρι και ένας ξυλοδαρμός αγωνιστή του 1821 καταγράφεται στις μυθοπλαστικές (ή μήπως και στις ιστορικές δέλτους), γιατί δεν μπορούσε – ο ταλαίπωρος – να μάθει να χορεύει βαλς!
Η μοιραία συνάντηση Ανατολής και Δύσης δημιουργεί ένα φωτοβολταϊκό τόξο υψηλού δυναμικού και οι εναλλασσόμενες ενέργειες δημιουργούν ένα συγκρουσιακό πεδίο όπου δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι, αλλά υλοποιούνται και αποκρυσταλλώνονται κοσμικά ρεύματα που θα διαμορφώσουν το λαμπρό μέλλον της μέχρι πρότινος «Ψωροκώσταινας» που εξαργυρώνει πάντα το ένδοξο παρελθόν της, άλλοτε ακριβά κι άλλοτε μισοτιμής.
Η παρουσία των ευρωπαίων εκπολιτιστών, που είναι γνήσια παιδιά του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης έχει πολλές πλευρές, θετικές κι αρνητικές, φωτεινές και σκοτεινές. Το σίγουρο είναι πως σε δύσκολες μεταβατικές εποχές ενισχύεται το «δίκαιο της πυγμής» (αλλιώς «δίκαιο του ισχυροτέρου») και οι πάσης φύσεως επιτήδειοι, καταφερτζήδες, μικροαπατεώνες και φτωχοδιάβολοι βρίσκουν «πεδίον δόξης λαμπρόν». Η άσκηση της συναισθηματικής νοημοσύνης (EQ) οδηγεί πολλούς γενναίους αγωνιστές του 1821 στη φυλακή, στην απομόνωση, στη φτώχεια, στην εξαθλίωση και στην περιθωριοποίηση, ενώ άλλοι καπηλεύονται και εκμεταλλεύονται τα δικά τους κατορθώματα για ευτελείς εμπορικούς σκοπούς, ή και για ανώτερους πνευματικούς σκοπούς, ανάλογα με την περίπτωση.
Έτσι, ο μεγαλοαστός Κωνσταντινουπολίτης γιατρός με την εξεζητημένη κοσμική σύζυγο που είναι κάτι σαν “fashion victim” (όπως θα λέγαμε σήμερα) προσλαμβάνουν έναν παλαίμαχο πολεμιστή του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα ως …κηπουρό και μετά τον κάνουν και πρωταγωνιστή σε λαϊκό ανάγνωσμα, όπου μυθοποιούν τη δράση του με τα γνωστά και δημοφιλή τότε δυτικοευρωπαϊκά στερεότυπα.
Παράλληλα, κόρη και υπηρέτρια εντρυφούν (θεωρητικώς η μία, εμπράκτως η άλλη) στα ροζ μυθιστορήματα της εποχής, που μεταφράζονται σωρηδόν από την κυρίαρχη γαλλική γλώσσα.
Τα πράγματα περιπλέκονται όταν εις [ένας] Βαυαρός αξιωματικός εισβάλλει στην οικογενειακή εστία με το πρόσχημα να τους διδάξει βαλς, αλλά αντί να ξυλοφορτώσει τις κακές μαθήτριες παίρνει το αριστοκρατικό (κι ουχί χωριάτικο) θάρρος να ανέβει ακόμα και στο συζυγικό κρεβάτι της κυρίας του σπιτιού. Εκεί όμως αναγκάζεται να αντιμετωπίσει το δαιμόνιο της φυλής, που μπορεί να έχει «και την πίττα ολάκερη και τον σκύλο χορτάτο», δίνοντας μιαν άλλη, πρωτάκουστη εκδοχή του δημοφιλούς και συνηθισμένου «δεν είναι αυτό που νομίζεις».
Τραγούδι και χορός, στυλιζαρισμένα ενσταντανέ και αφηγηματική αφαιρετικότητα δίνουν στο όλον θέαμα μια πρωτότυπη χροιά που εξοβελίζει κάθε απαίτηση αληθοφάνειας και παντρεύει τον σουρεαλισμό με μια ονειρική κατάσταση, σχεδόν υπνωτική.
Στον κήπο του Πολυχώρου Αλεξάνδρεια, κάτω από διακριτικές σταγόνες βροχής απολαύσαμε αυτό το «ελαφρό θέαμα» με στοιχεία αθηναϊκής επιθεώρησης παλαιάς κοπής και με τη λαγαρή ιδιόλεκτο του πλούσιου σε πρώτες ύλες καταξιωμένου λογοτέχνη, που κατέχει την ελληνική γλώσσα στην πλήρη διαχρονία και στην απολύτως μεταδοτική μουσικότητά της.
Έμπειροι ηθοποιοί απογείωσαν το κείμενο σε ύψη ποιητικού ρεαλισμού, χωρίς να χάνουν ούτε στιγμή την παιγνιώδη διάθεση που δίνει το κατάλληλο υπόβαθρο στην πανάρχαια ενασχόληση των διονυσιακών τεχνιτών. Παίζουν, αλλά δεν μας περιπαίζουν μήτε μας εμπαίζουν οι: Κερασία Σαμαρά – Μιχάλης Μαρκάτης – Βίκυ Μαραγκάκη -Ιζαμπέλλα Φούλοπ. Στο ρόλο του Αγωνιστή, ο Χάρης Γρηγορόπουλος.
Η κωμωδία του Ανδρέα Στάϊκου με τον μειξοβάρβαρο και ειρωνικό τίτλο «Ναπολεοντία», που είναι και το όνομα της καλής, πολύφερνης κόρης, επιχορηγείται ορθώς, ορθώτατα, από το Υπουργείο Πολιτισμού, όχι γιατί δεν μπορεί να γίνει «εμπορική» και να σπάσει ταμεία, αλλά γιατί συνδέει το παρόν με το παρελθόν και ενισχύει τόσο την ιστορική μας μνήμη όσο και την συλλογική μας αυτογνωσία.
Αξιέπαινοι και αξιοζήλευτοι όλοι οι συντελεστές. Κείμενο: Ανδρέας Στάικος. Σκηνοθεσία: Κερασία Σαμαρά. Σκηνικά – Κοστούμια: Τώνια Αβδελοπούλου. Εικαστική δημιουργία: Βασίλης Διονυσόπουλος. Φωτισμοί: Βαγγέλης Μούντριχας. Πρωτότυπη μουσική σύνθεση: Τάκης Μπαρμπέρης. Χορογραφίες: Αγγελική Στελλάτου
Βοηθός Σκηνοθέτη: Σοφία Παλάτη. Ιστορικός σύμβουλος: Ηρακλής Λογοθέτης.
Φωτογραφίες: Τζένη Γαβρά. Κινηματογράφηση trailer: Νίκος Βουτενιώτης.
Ψηφιακή Επεξεργασία Έντυπου Υλικού: Χρήστος Μωραΐτης. Επικοινωνία: Δέσποινα Ερρίκου, Ράνια Παπαδοπούλου. Διεύθυνση Παραγωγής: Αναστασία Ιακωβίδου. Παραγωγή: Θέσις ΑΜΚΕ, www.thesisproduction.gr
Αναζητείστε το αυτό το πολυποίκιλο και δύσκολα κατατάξιμο θέαμα, που θα σας ψυχαγωγήσει, θα σας βοηθήσει να μορφώσετε την δική σας άποψη και θα σας διασκεδάσει. Τι περισσότερο μπορεί να περιμένει κανείς από μια θερινή έξοδο μετά από μια πολύμηνη καραντίνα; Αναψυχή, απόψυξη, ανάταση, ανάσες ζωής και δροσιάς (του κλίματος, του αστάτου καιρού συνεπικουρούντος).