Η «κηρώδης ευκαμψία» (ceracious pliancy) είναι μία από τις εξωτερικές, σωματικές ενδείξεις κάποιας βαθιάς ψυχικής νόσου, που εντάσσεται στον γενικό όρο «σχιζοφρένεια». Μεγάλοι καλλιτέχνες και ερμηνευτές, όπως ο Βάτσλαβ Νιζίνσκι, πριν νοσήσουν κυριολεκτικώς, επέδειξαν αυτή την ιδιαιτερότητα στη δουλειά τους. Κι ήταν φυσικά ευπρόσδεκτη.
Είναι όμως ο Ορέστης του Ευριπίδη σχιζοφρενής, όπως τουλάχιστον τον παρουσίασε ο Κακλέας στην Επίδαυρο δια σώματος (και στόματος, ενίοτε) Άρη Σερβετάλη; Μάλλον προς τη διπολικότητα έγερνε η συγκεκριμένη ερμηνεία. Καταθλιπτικός, κατατονικός στο πρώτο μέρος, μανιακός έως διονυσιασμού στο δεύτερο καταληκτικό μέρος, δεν θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί σαν σχιζοφρενής, αφού οι παραισθήσεις με τις Ερινύες να τον καταδιώκουν ήταν ένας μάλλον κοινός τόπος για τους αρχαίους και λειτουργεί ως λογοτεχνική σύμβαση. Ή μήπως όχι;
Πολλά τα ερωτηματικά που εγείρει, χωρίς και να τα απαντά, η εν λόγω σκηνοθεσία. Παραδείγματος χάριν, αυτές οι trendy βαρυπενθούσες Μυκηναίες, που λες και ξέφυγαν από θρίλερ ή από μακάβριο τηλεοπτικό σώου, γιατί θα έπρεπε να περπατούν στις λάσπες με τα ψηλοτάκουνα και με τις απαστράπτουσες μπότες;
Και πού βρέθηκαν οι λάσπες στην Επίδαυρο; Μα όλη η ορχήστρα ήταν καλυμμένη από ένα πανί πάνω στο οποίο είχε στηθεί το ομοίωμα ενός βάλτου με …βούρλα, παραπέμποντας ίσως στην κατά Κλάους Μίκαελ Γκρύμπερ «Ιφιγένεια εν Ταύροις» του Γκαίτε, ή στην πρόσφατη γαλλικό τραγικό δίπτυχο («Ηλέκτρα» του Σοφοκλή και «Ορέστης» του Ευριπίδη) από την Κομεντί Φρανσαίζ (το 2019), όπου πήξαμε στο αίμα και στη λάσπη. Ουδεμία πρωτοτυπία λοιπόν.
Στο βάθος του σκηνικού και πάνω σε υπερυψωμένη πλατφόρμα (στο επίπεδο του αρχαίου σκηνικού οικοδομήματος) παριστάνεται το μεγαλοαστικό σαλόνι της Κλυταιμνήστρας (ή μήπως της αδελφής της, Ωραίας Ελένης). Καλά όλα αυτά και από σκηνογραφικής και από φωτιστικής και από σκηνοθετικής πλευράς. Παρά τις όποιες ηθελημένες ετερότητες και ιδιαιτερότητές τους, λειτουργούσαν σε διάφορα επίπεδα του δραματικού μεταποιημένου κειμένου και ενεργοποιούσαν διαφορετικά γεωλογικά στρώματα του Συλλογικού Ασυνείδητου.
Εκεί όμως που το πράγμα χώλαινε ήταν με τις «ψείρες». Μέσα από τα μεγάφωνα δεν ξεχώριζες ποιος ή ποια ακριβώς μιλάει την κάθε στιγμή (ειδικά όταν οι καλοί και πανάξιοι ηθοποιοί και ηθοποιές ήταν γυρισμένοι πλάτη ή τρία τέταρτα ως προς το κοινό).
Ο Γιάννης Κακλέας είναι ικανότατος, εξειδικευμένος θα έλεγα, στην εναρμονισμένη κίνηση μεγάλων ανθρώπινων συνόλων. Κι αυτό έπραξε εδώ. Μόνο που το αισθητικό αποτέλεσμα και το «ηχητικό τοπία» ήταν κατά το μάλλον ή ήττον μια μουντζούρα χωρίς ιδιαίτερες διακειμενικές ή άλλες απολήξεις. Το θέαμα για το θέαμα και η μετατροπή της αρχαίας θυμέλης σε τηλεοπτική αρένα. Όμως δεν είναι ο πρώτος διδάξας μήτε ο τελευταίος. Χουβαρδά θύμιζε το όλον στήσιμο και η εν γένει διευθέτηση των ανθρώπινων, υλικών και φυσικών πόρων. Μόνον που αυτές τις «πρωτοπορίες» τις έχουμε υποστεί (και τις έχουμε βεβαίως εμπεδώσει) ήδη από την δεκαετία του 1990. Επομένως, ουδεμία γλαύκα εκομίσθη εις Επίδαυρον. Εις Λυγουριό μπορεί. Αλλά μετά την παράσταση. Αυτή η ιδιότυπη παρέλαση τηλεοπτικών άστρων και αστερίσκων είναι απολύτως ενδιαφέρουσα, στοχεύουσα στις κοσμικές στήλες εφημερίδων και περιοδικών, ελάχιστη όμως σχέση διατηρούν με την ειλικρινή απόπειρα ερμηνείας του αρχαίου δράματος και αναλογικής μεταφοράς του εις τα καθ’ ημάς. Κρίμα. Είναι η τρίτη από τις τέσσερις φετινές φεστιβαλικές παραστάσεις που ακολουθεί αυτόν τον ολισθηρό δρόμο.
Ο Γιάννης Κακλέας και απαξάπαντες οι καλλιτέχνες συντελεστές είναι ό,τι καλύτερο διαθέτει το ελληνικό θέατρο σήμερα. Ας μην αναλώνονται όμως σε εύκολες επιδείξεις επαρχιωτικού επαγγελματισμού. Δεν αρκεί. Όχι για την Επίδαυρο.
Ο Άρης Σερβετάλης με το κινηματογραφικό/τηλεοπτικό του υπό-παίξιμο έδωσε μια σωστή νότα στην χαμηλόφωνη απόδοση του αρχαίου λόγου εντείνοντας την εσωτερική υποτείνουσα μιας διαστάσεως οιονεί μεγαλειώδους. Ίσως η ερμηνεία του στην βιντεοσκοπημένη εκδοχή της να είναι περισσότερο λειτουργική και αποδοτική υπέρ του όλου θεάματος.
Μια πρόταση που αξίζει να συζητηθεί. «Αρχή σοφίας …θεαμάτων επί-σκεψις».
Υπερτονικοί και φωνακλάδες οι υπόλοιποι ηθοποιοί. Καλή η ιδέα του σκηνοθέτη να μοιράσει τον ρόλο του «από μηχανής θεού» στον Χορό. Συνάδει με τις δημοκρατικές πεποιθήσεις των σοφιστών και του Ευριπίδη. Ο μεγάλος τραγικός (ο τραγικότερος όλων) πριν εγκαταλείψει για πάντα την Αρχαία Αθήνα και καταφύγει στην Πέλλα, στου Αρχελάου την αυλή, παππού του Μεγαλέξανδρου, ορθώς διαβλέπει την παρακμή του ελληνικού κόσμου και τις ορδές βαρβάρων που περιμένουν να παραβιάσουν ανοικτές πύλες.
Εύστοχες οι διατυπώσεις του, άφατη η πικρία του, απελπισμένος ο μινυρισμός του. Οι «Τρωάδες» και ο «Ορέστης» του Ευριπίδη, αντίθετα από την «Ηλέκτρα» του καλοπερασάκια διπλωμάτη Σοφοκλή, «θέτει τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων» και μιλάει από θεάτρου για όλα τα δεινά που κατατρύχουν τους κατοίκους της χερσονήσου του Αίμου από τα κλασικά χρόνια μέχρι σήμερα. Διαχρονικός λοιπόν. Ακόμα ένας λόγος που δεν πρέπει να «βι-άζεται». Να τον βιάζουν, εννοώ, αφού εκείνος δεν βιάζεται, δεν έχει λόγο να επισπεύδει από την διαχρονικότητα της αθανασίας του.
Ψυχογραγφική, ψυχαναλυτική, ψυχαναλυτική η απόδοση του αρχαίου κειμένου από τον Γιώργο Χειμώνα. Ο έκδηλος ναρκισσισμός του δικού του Ορέστη διαθλά και ακυρώνει το αρχαίο πρότυπο. Τα δραματικά πρόσωπα, ειδικά όταν έχουν καταστεί μύθοι, περιουσία του παγκόσμιου πολιτισμού, είναι επιδεκτικά όλων των μεταμορφώσεων, είναι «ελατά και όλκιμα», όπως λέμε στην Αντοχή Υλικών. Μέχρι ενός σημείου όμως.
Δείτε αυτή την παράσταση. Είναι από τις πλέον άρτιες του φετινού αρχαιόθεμου φεστιβαλικού καλοκαιριού. Από τις πιο τίμιες προθέσεις που υλοποιούνται στο μέτρο του εφικτού. Δεν είναι και λίγο. Δεν νομίζετε; [Δύο αρνήσεις ισούνται με μία κατάφαση]. Ο τελικός λόγος σ’ εσάς, συνδημιουργικοί επαρκείς θεατές, συνένοχοί μου (για να παραφράσω τον Αρθούρο Ρεμπώ).
Συγχαρητήρια σε όλους τους συντελεστές. Ήταν απαξάπαντες υπέροχοι. Και σ’ ανώτερα (που …υπάρχουν ΚΑΙ ανώτερα). Πάντα ψηλά, πάντα καθαρά, πάντα στο Φως, με Αλήθεια, Αρμονία κι Ομορφιά. Θέατρο και Χάος δεν συμβαδίζουν. Οι συμπαντικοί νόμοι (άγραφοι εν πολλοίς) ισχύουν κυρίως στην θεατρική παράλληλη πραγματικότητα.
Ο Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας είναι Επισκέπτης Καθηγητής Θεατρικής Κριτικής στο ΕΚΠΑ και ποιητής