Σπεύδω ευθύς εξαρχής να επισημάνω πως ο αξιοπρόσεκτος, αλλά τα μάλα σεμνός και διακριτικός, τίμιος θεατράνθρωπος και φοβερός καρατερίστας ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ έχει αγνοηθεί επιδεικτικά και συστηματικά από την επίσημη θεατρική κριτική, παρ’ όλο που η καλλιτεχνική του πορεία αγγίζει τις πέντε συνεχείς δεκαετίες αυτοθυσιαστικής ζωής στην Τέχνη και στην διδασκαλία της.
Με την φετινή διανομή λειτουργεί περισσότερον αληθοφανώς το στριντμπεργκικό αριστούργημα, το αποκορύφωμα του αγεφύρωτου, του ασίγαστου μίσους δύο συζύγων, που παρά τις επιμέρους, επιφανειακές και επιπόλαιες εν πολλοίς ανακωχές, εξακολουθούν να επιμένουν ότι η απόσβεση των ορίων μεταξύ φιλότητος και νείκους είναι ικανή και αναγκαία συνθήκη, προϋπόθεση τής συνύπαρξης κάτω από την ίδια στέγη δύο όντων, που γεννήθηκαν να είναι ελεύθερα και αυτάρκη, αυτοδύναμα.
Αυτό το μοναχικό αίτημα τής ελευθερίας, ο αδυσώπητος λύκος τής στέπας, ο λύκος των χιονισμένων εκτάσεων, θάλλει κάτω από αυτό το περίτεχνο κείμενο με τις ιλιγγιώδεις διακυμάνσεις, τις οποίες οι τρεις ηθοποιοί συνυφαίνουν σε έναν περίτεχνο αργαλειό.
Αμνοί και λύκοι. Ο αμνός είναι ο τρίτος, εξίσου ισχυρός πόλος έλξης, ενός ανοίκειου, αλλά και τόσο συνηθισμένου στους δραματουργούς τού Βορρά.
Η χαρά της ζωής διαλείπουσα και διαλανθάνουσα, το τελικώς ζητούμενον.
Κανείς όπως δεν την επιτυγχάνει, αφού πρώτα πρέπει να την εξασφαλίσει για τους άλλους και μετά να την απολαύσει αυτός ο ίδιος (αυτή η ίδια) για τον εαυτό του / της.
Αυτό το οξύμωρο είναι και η βάση πάνω στην οποία εκτυλίσσεται το όλον «αστικό δράμα», που πόρρω απέχει τής αρχαίας τραγωδίας, γιατί εδώ «ηρωίδες» και «ήρωες» είναι τραγελαφικοί, κακόμοιροι, κοντόθωροι, ισχυρογνώμονες, μονοκόμματοι, ανελαστικοί, στερούμενοι τής ευπλαστότητος εκείνης που θα μπορούσε να τους μετατρέψει σε αληθινούς ανθρώπους, ακροβάτες στο ελκυστικό ρεύμα τής ζωής, που σαγηνεύει τις γενναίες ψυχές. Ετούτοι όμως οι αντιήρωες είναι δειλοί. Δεν τολμούν μήτε να αποδράσουν από την εθελουσία φυλακή τής στενάχωρης κι αποξηραμένης καρδιάς τους, που μήτε δάκρυα την μουχλιάζουν, μήτε ερωτικά φιλιά.
Σφιγμένα χείλη, συζυγικά. Μόνον ο εραστής, ο διαζευγμένος, ο ελεύθερος διαθέτει σαρκώδη χείλη, υπόσχεση ευτυχίας.
Τελικά, η ευτυχία δεν έρχεται. Μόνον η γαλήνη τού θανάτου. Και η σιωπή τού εγώ. Η ανάπαυλα τού μίσους που θα βρει σύντομα καινούργιο στόχο προκειμένου το άτομο να μην ανασάνει μήτε μία στιγμή.
Κόλαση, Κόλαση, Κόλαση, δίχως καθαρτήριο. Κι ο Παράδεισος μία μακρινή υπόσχεση που κανείς πια δεν πιστεύει.
Η «Κραυγή» του Munk θα εικονογραφούσε τέλεια αυτό το αδιέξοδο.
ΠΡΟΤΕΙΝΩ ΤΟΝ ΗΘΟΠΟΙΟ ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΙΑ ΒΡΑΒΕΙΟ, που να μην αφορά μόνον αυτόν τον πανδύσκολο ρόλο, αλλά και για το σύνολο τής καριέρας τους.
Και οι τρεις ηθοποιοί αυτοδύναμοι.
Εκλεκτική η σκηνοθεσία τής Βαλεντίνης Λουρμπά. Όπως πάντα, αριστοκρατικώς «λαϊκή». Και δημοφιλής.
Εκεί, στο μικρό υπόγειο θεατράκι, πάνω από την Πλατεία Κυψέλης, συντελούνται θαύματα, ποιητικά…
Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας
https://konstantinosbouras.gr