Από παιδί μου άρεσαν τα δαχτυλίδια. Της μαμάς πρώτα. Όχι η βέρα, όχι. Της στένευε το δάχτυλο και το έκανε σαν λουκάνικο.
Το άλλο, με το ρουμπίνι (μια κοτρόνα να, έτσι μου φαινόταν) και με χρυσό 24 καρατίων παρακαλώ. Μπορεί και παραπάνω. Τόσο μαλακό που μπορούσες να το πλάσεις (θαρρούσες) με τα δάχτυλά σου. Αυτό έπιανα για να αποκοιμηθώ.
Δεν το βρήκαμε ποτέ. Η κυρία που την κρατούσε στο τέλος, πρόλαβε να της προκαλέσει βαρύ έμφραγμα και εγκεφαλικό δύο μέρες πριν απολυθεί (καν τρεις).
Έτσι χάσαμε και τα δαχτυλίδια και τα τιμαλφή κι εκείνη την περίεργη καρφίτσα (του παλτού) που έμοιαζε κάστορας με μπριγιάν.
Από τότε (από μικρό παιδί) έχω μανία με τα δαχτυλίδια. Συλλογή ολόκληρη. Κλεισμένα σε θυρίδα. Κάποια σκοτώθηκαν τα χρόνια της οικονομικής Κρίσης προκειμένου να γηροκομήσω τον «ατακτούλη» μονίμως απόντα πατέρα ως μη όφειλα.
Τα πολλά (και τα καλά) διασώθηκαν. Μάλιστα.
Ειδικά εκείνο με την σκαλιστή πέτρα (δίχρωμος τουρμαλίνης) που παρίστανε ένα κρανίο ιερέα των Μάγια (πράσινος από τον μύτη και κάτω, άσπρος από τα μάτια και πάνω – σαν ανάποδος Ζορρό μού φαινόταν).
Το αγόρασα υπό μυθιστορηματικές συνθήκες σε ένα χωριό του Μεξικού φημισμένο για τους φόνους τουριστών. Μπήκα σε ένα ενεχυροδανειστήριο κι είδα έναν ταλαιπωρημένο γεράκο να βγαίνει. Ήταν σχεδόν τυφλός, όμως με αντιλήφθηκε. Σταμάτησε και μου έβαλε το πολύτιμο δαχτυλίδι στο χέρι. Μετά μού έκλεισε την χούφτα κι έτσι – δίχως να μιλήσουμε – του έδωσα όλα τα λεφτά που είχα χωρίς να σκέφτομαι πώς θα επιβιώσω μόνο με τις κάρτες σε μια εξωπλανητική χώρα το μακρινό εκείνο 1998.
Μόλις έσβηνες το φως και σκοτείνιαζε το δωμάτιο το δαχτυλίδι ακτινοβολούσε περίεργα ιδεογράμματα στο ταβάνι και στους τοίχους γύρω.
Το φόρεσα ακριβώς τέσσερα χρόνια κι όλα πήγαιναν περίφημα.
Μεταπτυχιακό στη Σορβόννη, δύο βιβλία στο Παρίσι, αγάπες, έρωτες, ταξίδια, Αφθονία υλικών και ψυχικών αγαθών.
Όταν όμως «σε ζηλέψουν οι θεοί» το τέλος σου είναι μοιραία δυσοίωνο.
Την πρωτοχρονιά τού 2000 στο Παρίσι, στο ρεβεγιόν ενός διευθυντή μεγάλου θεάτρου, ένας συλλέκτης προσφέρθηκε να μου δώσει ένα διαμέρισμα στην Οπερά για να το αποκτήσει.
Δυστυχώς δεν δέχτηκα.
Το καλοκαίρι τού 2001, μετά από μια επεισοδιακή παράσταση έργου μου στο Παλαιό Πανεπιστήμιο στην Πλάκα, μέθυσα (με μεθύσανε) κι όταν συνήλθα το δαχτυλίδι άφαντο.
Από τότε έκοψα και το κρασί και τους έρωτες. Κράτησα όμως την ποίηση. Α, ναι, από τότε άρχισε να αφηγούμαι ιστορίες. Μισό πραγματικές μισό φανταστικές. Και με αλλοιωμένα τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων που πρωταγωνιστούν. Όπως εδώ.
Το δαχτυλίδι μού το κλέψανε.
Ή το έριξα στον υπόνομο.
Ή μού έπεσε.
Ή το παρέδωσα σε έναν φούξια γήινο άγγελο να μού το φυλάει… (σαν βουκαμβίλια ήτανε θαρρώ).
Από τότε κρεμάω τα δαχτυλίδια μου στο λαιμό. Βαθιά. Για το κακό το μάτι…
Μετά πόθου ανευρέσεως, σφοδρού,
Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας