(Από το Σταροχώραφο με Κοράκια στο Χειμωνιάτικο Τοπίο με Ξόβεργα)]
Υπήρξα τυχερός αφού μου ζητήθηκε να διαβάσω το βιβλίο και να τοποθετηθώ επ’ αυτού, πριν ακόμη οδηγηθεί προς έκδοση. Τα ΕΞΟΔΑ ΝΟΣΗΛΕΙΑΣ είναι ένας αφηγηματικός τυφώνας, ταυτόχρονα πολιτικός και κοινωνικός στις συνιστώσες του, εν τέλει αυστηρά προσωπικός και ανθρώπινος, που εξελίσσεται με καταιγιστικό ρυθμό, φέρει δε, το χάρισμα της νοστιμιάς της ανάγνωσης. Είναι δηλαδή ένα βιβλίο που θα κάνει καριέρα παραδίδοντας όσα υπόσχεται στον αναγνώστη ο οποίος δεν θα καταφέρει εύκολα να το αφήσει από τα χέρια του αν δεν το τελειώσει. Αργά αλλά σταθερά ο αναγνώστης αυτός, θα ταυτιστεί με το συλλογικό ασυνείδητο που φαίνεται να εκπροσωπείται στο βιβλίο, το ίδιο που γέννησε τα όνειρα για μια σοσιαλιστική ουτοπία ή – εν τη κενότητα του προτάγματος – πλέον σε μια συνεπή πολιτική στάση στην οποία κατέληξαν τα όνειρα αυτά, μια πολιτική στάση κριτική και σταθερή υπέρ του εκδημοκρατισμού της χώρας· ταυτόχρονα θίγονται και ίσως εξηγούνται αδράνειες, αιτίες και αιτιάσεις για την ιδιόμορφη πολιτειακή πραγματικότητα που βιώνουμε, οι οποίες εκκινούν από το παρελθόν (αρκετές δεκαετίες πριν). Με αφετηρία τον Εμφύλιο και τις διώξεις της αριστεράς κι έχοντας έστω σημείο αφίξεως την έκκεντρη αλήθεια των αντιεξουσιαστικών ομάδων και του αντάρτικου πόλης που διαμορφώθηκε με τέτοιους όρους στις δεκαετίες ’70, ’80, ’90. Στην πράξη έχουμε να κάνουμε με δυο (ή δυο και μισό) πρωτοπρόσωπους μονολόγους, έναν κεντρικό, και έναν δευτερεύοντα, μέσω ενός τεχνάσματος παράθεσης κειμένου μέσα σε κείμενο. Συν ένα τετράδιο με ποιήματα που ανακουφίζουν όταν παρεμβάλλονται, και ελαφρύνουν το κλίμα τόσο όσο απαιτείται ώστε να διατηρείται μια αισθητική ισορροπία στη συναρμογή των μονολόγων καθώς και μια εκλέπτυνση της τραχύτητας των –σχεδόν – παραληρηματικών καταβυθίσεων του κεντρικού αφηγητή, του οποίου την καθημερινότητα διατρέχουν τα ΕΞΟΔΑ ΝΟΣΗΛΕΙΑΣ. Ενός δυσλειτουργικού ανθρώπου ο οποίος εργάζεται ως νοσοκόμος σε εταιρεία που αναλαμβάνει κατ’ οίκον φροντίδα, με εμφανή τα σημάδια μιας ψυχικής κούρασης ή ακόμη και κατάθλιψης, όχι του σαραντάρη της επιτυχίας, της περιουσίας και της «κοινωνικής» καταξίωσης, αλλά του καμένου, του περιθωριακού, ενός φίλου που πάντα θα συνετίζαμε (εμείς οι συνετοί) ήδη από το σκολειό ενάντια π.χ στον εθισμό και τις ουσίες, του εξαιρετικά ευαίσθητου όμως, από τη άλλη, ενός αντί – ήρωα που αγαπάει τα σκυλιά, βοηθάει τους ηλικιωμένους και τους ανήμπορους, ενός πραγματικού ευπατρίδη ιδαλγού ιππότη ντε λα Μάντζα. Ενός χάρτινου ήρωα με καρδιά λουλουδένια. Του Δον Κιχώτη της καρδιάς μας. Που αντλεί από τα κοινωνικά κινήματα, που συντρέχει τις μειονότητες, που αγωνίζεται για την κοινωνική ισότητα. Που λειτουργεί «αντισυμβατικά», που σκέφτεται (ακόμη και κατόπιν πιέσεως) το ίδιο, που αναζητεί μιαν επανάσταση που είχε κάποτε βιώσει στ’ αλήθεια, ή μες στο μυαλό του ή ίσως απλώς μέσα στα βιβλία του. Μα τέτοιος είναι κι ο δημιουργός του.
Ας ανοίξω εδώ μια παρένθεση να μιλήσω για το ύφος του συγγραφέα: Ευθύς, ειλικρινής και τίμιος, ένας τρωγλοδύτης της συγκίνησης, ένας εντεταλμένος του συναισθήματος κοινωνικού, πολιτικού, μειονοτικού ή άλλου ο Χατζημωυσιάδης, έπειτα από κάθε ανάγνωση, μού δίνει την ίδια ευχαρίστηση που αποκομίζω όταν βλέπω ταινίες του ιταλικού νεορεαλισμού σαν τον Κλέφτη Ποδηλάτων του Ντε Σίκα ή το La Strada του Φελλίνι. Διάχυτα βρίσκονται αυτά σε οποιοδήποτε γραπτό του. Από την άλλη, είναι πολύ προσεκτικός και δεν γλιστράει ποτέ στις ηθογραφίες, δεν υποκύπτει στον διδακτισμό, δεν χαϊδεύει αυτιά και μάτια. Γράφει μια καθαρή λογοτεχνία η οποία επιθυμεί να υπάρξει μέσα ακριβώς από το κοινωνικό της πρόσημο. Κι όπου επικαλείται τις πηγές του (πράγματα επίσης αγνά, έναν στίχο, μια ιδέα, μια διαδήλωση, την εφηβική ψυχή του που ταξιδεύει μέσα σε ένα τραγούδι) το κάνει μες στην αγωνία του να περιγράψει το συναίσθημα που ένιωσε ο ίδιος όταν βίωνε αυτές τις θύελλες ενσυναίσθησης.
Θα έλεγα ότι η γραφή του οφείλει πολλά στον Ιωάννου μα και στον Άρη Αλεξάνδρου κατά πως φλερτάρει διαρκώς με το σκοτεινό και την ουτοπία, και ωριμάζει εντός του λίκνου της αριστεράς. Δεν θα υπογραμμίσω τα προφανή, την άντληση και την ενσωμάτωση των πολλαπλών αναφορών του στον Χάκκα, όπου γίνεται ξεκάθαρο ότι ο συγγραφέας αποτίει φόρο τιμής, μα και δεν θα επεκταθώ σε άλλες επιρροές παρά μόνο στις διακειμενικές αναφορές που θα παραθέσω παρακάτω προς χάριν μιας πιο ολοκληρωμένης παράλληλης ανάγνωσης. Ήδη είπα πολλά περισσότερα από όσα θα έπρεπε. Το βιβλίο είναι ένα πεζογραφικό διαμάντι, θα μιλήσει επομένως από μόνο του στους αναγνώστες. Κλείνω την παρένθεση για το ύφος και το ήθος του συγγραφέα και συνεχίζω.
Τούτος ο ήρωας, λοιπόν, ο αντι-ήρωας αποφασίζει να διευκολύνει έναν από τους ασθενείς που περιποιείται ως νοσοκόμος, ακόμη και σωματικά να τον μεταφέρει δηλαδή εκτός θαλάμου νοσοκομείου για κάποιες ώρες, ώστε να απολαύσει -προτού πεθάνει- μια τζούρα ελευθερίας από του κορμιού του το νεκύδαλλο. Θα πάρω από εδώ μιαν αφορμή για να διαβάσω διαγώνια και εν μέρει αποδομητικά το βιβλίο σε ορισμένες του λεπτομέρειες, κάτι που μου φαίνεται ενδιαφέρον και απελευθερωτικό. Ούτε την πλοκή επιθυμώ να διαρρήξω, ούτε να εξαντλήσω- τα ανεξάντλητα ούτως ή άλλως πολλαπλά του επίπεδα.
Μέσα από αυτήν τη μικρή συνεργασία – συνεργία λοιπόν φυτρώνει η πλέον ισχυρή διακειμενική αναφορά η οποία με παραπέμπει απευθείας στον εμβληματικό Περιποιητή Φυτών του Παύλου Μάτεσι· όμως έτσι κι αλλιώς στα πρόσφατα διαβάσματά μου ένα τέτοιο σκαριφηματικό – δίδυμο του τύπου Ξενιστής – Παράσιτο φαίνεται πολλαπλώς να με καταδιώκει: α) στο βιβλίο του Μιχάλη Μακρόπουλου Μαύρο Νερό όπου ο ξενιστής είναι ο Πατέρας και το Παράσιτο ο ανάπηρος Γιος, β) στο βιβλίο Γιός του Κωστή Αλεβίζου -με το οποίο έτυχε να ασχοληθώ εκτενέστερα- και όπου ο Ξενιστής είναι προφανώς ο Γιος και το παράσιτο ο Πατέρας καθώς και τώρα γ) στα Έξοδα Νοσηλείας το ντουέτο Νοσοκόμος – Ασθενής που ενίοτε γίνεται και Πατέρας Γιός, όχι μόνο λόγω της πατρικής σχέσης που φαίνεται να εδραιώνεται μεταξύ Νοσοκόμου και Ασθενούς, αλλά επειδή οι χρόνοι των δυο μονολόγων «βιοδιασπώνται» ο εις εντός του άλλου, με αποτέλεσμα να ανακατεύονται αντιστοίχως και οι ρόλοι τους. Αξίζει πράγματι να ασχοληθεί κανείς και με τα τρία και να εμπλουτίσει την κριτική αποτίμηση του καθενός με βάση ετούτη την εντυπωσιακή τους ομοιότητα. Κατά τη γνώμη μου όλα παραπέμπουν στο δυστοπικό μυθιστόρημα Ο Δρόμος, του Κόρμακ ΜακΚάρθυ (παρότι οι δυστοπικές καθαρά ομοιότητες σταματούν στον Μακρόπουλο) και σε όλα η κεντρική αφήγηση δομείται στη βάση του υποσυνείδητου του ήρωα που είναι – εκ των δυο – ο πλέον λειτουργικός (εννοώ σωματικά υγιής) και του οποίου ταυτόχρονα η ψυχική ισορροπία είναι ίσως η πλέον διαταραγμένη. Στις συνθήκες αυτές προορισμός είναι το ταξίδι δηλαδή η κατάσταση όπου -ακόμη και στερούμενη ηθικού μοχλοβραχίονα – η συνείδηση του ισχυρότερου κατευθύνει τη συμβίωση (τι παράξενη λέξη που φέρνει στο μυαλό και την συμβίωσή μας με τον ιό) προς ένα ξέφωτο όπου η ζωή είναι μια ουσία ασυγκέραστη μα και συμπαγής, είναι μια ουσία ελεύθερη (ή είναι η ουσία της ίδιας της ελευθερίας όπως και αν την ορίζει, την αισθάνεται και την οικειοποιείται ο συγγραφέας.) Στο ταξίδι λοιπόν αυτό ο κεντρικός αφηγητής του Χατζημωυσιάδη δεν είναι κανένας ηρωικός στρατιώτης. Ένα απλός καημένος άνθρωπος είναι. Που δεν τα καταφέρνει να ταιριάξει την μία άκρη με την άλλη. Όλα του τα προσωπικά δείχνουν να καταβαραθρώνονται. Είτε πρόκειται για τη δουλειά είτε για τα αισθηματικά. Ή ακόμη και για αυτή την ίδια την ιδιότητα που του δίνει το δικαίωμα να αφηγείται (της υγείας, της λειτουργικότητας κλπ.) μια ασαφής κατάρα μοιάζει να επικρέμεται. Τότε γιατί συνεχίζει να παρέχει ευτυχία ο μη έχων, αυτός που – με αφορμή ένα περιστατικό της παιδικής του ηλικίας σχετιζόμενο με τη μάνα του – αρνείται, προς ώρας, και όταν το καλούν οι περιστάσεις, να παραχωρήσει το χρόνο του στον ίδιο του τον πατέρα; Το όφελος είναι τεράστιο και εντοπίζεται κυρίως στην αλλαγή της εννοιοδότησης του χρόνου του ασθενούς: ο χρόνος αποκτάει την ιδιότητα της αγκαλιάς του χώρου και περιβάλλει παρατείνοντας την ύπαρξη ως καμπάνα, αποδιώχνοντας τον θάνατο. Επίσης το όφελος είναι αμφίπλευρο. Κι ο Ξενιστής γαληνεύει από την πράξη με ανάλογο τρόπο που ένα δυσκίνητο κήτος αφήνει μικρά ψαράκια να τον καθαρίσουν από τις ακαθαρσίες, την άλγη και τους μύκητες.
Επανέρχομαι στον εντυπωσιακό χειρισμό του αφηγηματικού χρόνου: παντού ο χρόνος παρεισφρέει από τον ένα αφηγητή στον άλλο, σαν σέρφερ που αλλάζει σανίδα την ώρα που διαβαίνει μέσα από ένα Μέγα Κύμα. Πραγματολογικά, ο χρόνος είναι ένα όχημα και καθείς μας φέρει τον δικό του ως αυτοπροσδιορισμό, ως συνιστώσα κι ως ταυτότητα. Οι εναλλαγές των δυο χρόνων των αφηγήσεων, σηματοδοτούν υπογραμμίζουν και αναδύουν την αλήθεια σχεδόν με τον τρόπο της «διαφωράς»[1] κατά Ντεριντά: εκεί ακριβώς στο μακελειό των χρόνων αναδύεται το άρωμα της γραφής του συγγραφέα, ο οποίος, με την ευκαιρία της παροδικής σύγχυσης φυτεύει ασταμάτητα αποδομητικά ορόσημα (ασυνείδητα ως ένα βαθμό, όπως ακριβώς οφείλει να το πράξει νομοτελειακά). Το αποτέλεσμα για τον αναγνώστη είναι απολαυστικό. Τα σημαίνοντα και τα σημαινόμενα γλιστρούν σχεδόν ηθελημένα το ένα εντός του άλλου· με αυτόν τον τρόπο η αλήθεια του κειμένου δεν φωτίζεται κατά πρόσωπο, μα αφήνεται να εξαχθεί[2] -με αποδομητικό τρόπο- από τον αναγνώστη. Είναι μια αλήθεια συμπαγής η οποία δεν διδάσκεται, εξάγεται: ο θάνατος είναι της ζωής το βάσανο, το καταραμένο τετέλεσται. Όχι το «πότε», μα το «μέχρι πότε». Ένα πολύπλοκο Παζλ – ο πίνακας του Βαν Γκογκ Σταροχώραφο με Κοράκια, έρχεται τότε να χριστεί ως ο παράξενος ελκυστής[3] της αφήγησης. Το Παζλ χρησιμοποιείται απ’ εκεί κι έπειτα με διάφορους τρόπους ως αποδομητικό οδόσημο· η ίδια του υπόσταση ενισχύει άλλωστε την αποδόμηση. Θα δούμε πώς ακριβώς λειτουργεί αυτό προς το τέλος.
Η μόνη μου ένσταση ξεκινά και τελειώνει σε μια αίσθηση μοιραίου που υφέρπει μεταξύ των προσώπων, των καταστάσεων, των αναμνήσεων και του ίδιου του θανάτου, μια αίσθηση που σχεδόν κάνει την αφήγηση δυστοπική, αν και εντός ενός απλού ρεαλιστικού πλαισίου. Αυτός ο δυστοπικός πράκτορας έχει τέτοια ένταση που ολόκληρες περίοδοι φαίνονται να καταλαμβάνονται από την υφέρπουσα κισμετική προΰπαρξη, λες και το περιβάλλον στερείται θέλησης και πρωτοβουλίας, εξελίσσεται αυτόνομο, και τα αποτελέσματα αυτής της προαποφασισμένης φάρσας εντείνουν το άγχος και την απώλεια ελέγχου. Ευτυχώς λειτουργεί προς το τέλος ο παράξενος ελκυστής της ολοκλήρωσης του παζλ, ο οποίος αναλαμβάνει να καταλήξει την αφήγηση με τον πιο σπουδαίο τρόπο, γεννώντας τη νέα ζωή μέσα στο νεκροκρέβατο της φθοράς της. Εκεί το Σταροχώραφο με Κοράκια του Βαν Γκογκ θα ολοκληρωθεί και θα ολοκληρώσει τον βαρυκεντρικό του ρόλο, προς ένα πετάρισμα της ψυχής μακριά από τα θνητά βαρίδια της ενώ ταυτόχρονα θα μεταλλαχθεί ή θα ξαναγεννηθεί σε ένα περισσότερο αιτιοκρατικό σύμπαν, σαν αυτό που περιγράφεται στο Χειμωνιάτικο Τοπίο με Παγοδρόμους και Παγίδα για Πουλιά του Πέτερ Πάουλ Μπρέχελ του πρεσβύτερου[4] πχ., όπου όμως – ανεξαρτήτως συμβολισμών – ακόμη κι αυτός ο ίδιος ο θάνατος, θα συναντήσει τη θνητότητα του και θα υποκλιθεί.
Στην πράξη η εκπλήρωση της κάθε δυστοπίας, συμπεριλαμβανομένης κι αυτής που βιώνουμε οι ίδιοι σήμερα με τον ιό, είναι η νίκη του θανάτου από την αιτιότητα: αφού όλα τελειώνουν (έχουν αρχή και τέλος) κι ο θάνατος πρέπει κάποτε να συναντήσει τα όρια του. Κι ο θάνατος οφείλει κάποτε να μας αδειάζει τη γωνιά._
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ (και διακειμενικές αναφορές)
Αλεβίζος, Κωστής – Γιός – Μούσες, Πλους 14ος, Εκδόσεις Βιβλιοπέλαγος, 2019
Κακολύρης, Γεράσιμος – Ο Ζακ Ντεριντά και αποδομητική ανάγνωση Εκδόσεις Εκκρεμές, Αθήνα 2004
McCarthy, Cormac – The Road – ed. PICADOR – 2019 [Εξαντλημένη, έτσι κι αλλιώς, η έκδοση του 2009 του Καστανιώτη (μα και με θέματα στη μετάφραση)]
Μακρόπουλος, Μιχάλης – Μαύρο Νερό –– Εκδόσεις Κίχλη, 2019
Μπαλτάς, Αριστείδης – Φιλοξενώντας τον Ζακ Ντεριντά… στο περιθώριο Επιστήμης και Πολιτικής, εκδόσεις Εκκρεμές, Αθήνα 1999Μάτεσις, Παύλος – Περιποιητής Φυτών – Εκδόσεις Καστανιώτη – Αθήνα 1997 Ντεριντά, Ζακ – Περί γραμματολογίας, εκδόσεις Γνώση, 1990 –μετάφραση Κωστή Παπαγιώργη
Χατζημωυσιάδης, Παναγιώτης – Έξοδα Νοσηλείας –– Εκδόσεις Ενύπνιο, Αθήνα 2020
[1] Ο όρος που χρησιμοποιεί ο Ντεριντά για να αποδώσει αυτήν τη συνεχή και αναπόδραστη διαφυγή του νοήματος από τον ίδιο του τον εαυτό είναι ο συνειδητά ανορθόγραφος «différance». Ο όρος προέρχεται από το ρήμα «différer», το οποίο στα γαλλικά σημαίνει εξίσου και «διαφέρω – ξεχωρίζω» και «αναβάλλω – παρέλκω» και ακουστικά δεν διαφέρει από το ορθογράφο «différence» Η «différance», δηλαδή αυτό το μόνιμο «διαφέρω — παρέλκω» ως προς τον ίδιο μου τον εαυτό, συνιστά τη θεμελιώδη «δομή — μη δομή» του νοήματος και της συνείδησης και εγκατοικεί στον πυρήνα του οποιουδήποτε «πράγματος» παρουσιάζεται ως άμεσο, αδιαμεσολάβητο, συν-παρόν με τον εαυτό του, ακόμη και αν αυτό αφορά τις φαινομενικά εξωγλωσσικές δομές και περιοχές του συνειδητού και του ασυνειδήτου. Η ύπαρξη της «differance» αποκαλύπτει ως ψευδαίσθηση την αυτο-παρουσία του νοήματος και της συνείδησης ενώ ταυτόχρονα δείχνει ότι η ψευδαίσθηση αυτή είναι αποτέλεσμα της απώθησης —μέσα στο πλαίσιο του λογοκεντρισμού— των διαφορικών «δομών» της συνείδησης και του νοήματος που είναι ακριβώς η «differance». (Αριστείδης Μπαλτάς – Φιλοξενώντας τον Ζακ Ντεριντά… στο περιθώριο Επιστήμης και Πολιτικής, εκδόσεις Εκκρεμές, Αθήνα 1999, σ.22)
[2] «Η ανάγνωση πρέπει πάντα να αποβλέπει σε μια ορισμένη, αθέατη για το συγγραφέα, σχέση ανάμεσα σε ό,τι αυτός ελέγχει και σε ό,τι δεν ελέγχει από τα σχήματα της γλώσσας που ο ίδιος χρησιμοποιεί. Αυτή η σχέση δεν είναι μια κάποια ποσοτική κατανομή σκιάς και φωτός, αδυναμίας και δύναμης αλλά μια σημαίνουσα δομή την οποία η κριτική ανάγνωση πρέπει να παραγάγει.» – J. Derrida – Περί Γραμματολογίας – εκδ. Γνώση, 1990, σελ. 273
[3] Επιχειρώ εδώ έναν – κατά τη γνώμη μου δόκιμο – προσεταιρισμό όρων της Θεωρίας του Χάους με την εισαγωγή μιας αδιαμφισβήτητης σταθεράς που λειτουργεί ως κανονιστικός παράγοντας της γηγενούς μα και της καθοδηγούμενης αποδόμησης της ανάγνωσης. Η λειτουργία αυτής της σταθεράς θυμίζει την έμφυτη τάση κάθε δυναμικού συστήματος προς μια θέση αυτοοργάνωσης των χαοτικών παραμέτρων του, δηλαδή προς έναν «παράξενο ελκυστή».
[4] […]στον πίνακα Χειμωνιάτικο Τοπίο με Παγοδρόμους και Παγίδα για Πουλιά του Πέτερ Πάουλ Μπρέχελ του πρεσβύτερου, καιροφυλακτεί το αόρατο χέρι του Χάρου να τραβήξει το σχοινί της ξόβεργας και να λειώσει τα πουλιά που θα βρεθούν αφηρημένα κάτω από τη βαριά πόρτα στα δεξιά του πίνακα. Ετούτο το καταχθόνιο σχέδιο συμβαίνει ταυτόχρονα με όσα εξελίσσονται ανέμελα στα αριστερά: οι χωρικοί πατινάρουν στον πάγο με προσοχή, ορθοί ή σε έλκηθρα ή παίζουν, με ραβδιά, μια εκδοχή του χόκεϋ επί πάγου ή εκείνο το χαρακτηριστικό παιγνίδι των Βορείων (το curling) όπου μηδενίζεται η τριβή της πέτρας με τη λείανση της επιφάνειας του πάγου έμπροσθεν, έχοντας το νου τους για την εμφανή (ή προφανή) τρύπα. Είναι σαν να μας λέει ο ζωγράφος: το ξέρετε πως θα πεθάνετε και παίρνετε τα μέτρα σας (όπως κάθε ζώο που ανιχνεύει τον κίνδυνο από ένστικτο) απέναντι στο προφανές (και προβλεπόμενο). Μα πάντα θα υπάρχει κάπου κρυμμένος ο Χάρος και θα περιμένει την ψυχή σας που πεταρίζει ανέμελη, έτοιμος να πυροδοτήσει την (απρόβλεπτη) Παγίδα του[…] – Κ.Λουκόπουλος – απόσπασμα από το ανέκδοτο κείμενο Nekkerspoel που περιλαμβάνεται στη συλλογή Κάτω Χώρες